Για το Σικελιανό και την Ποίησή του....γιατί όχι;
Και μια και ο λόγος στον Σικελιανό, αφού θυμίσω το δικό του ανεπανάληπτο επίγραμμα για την Εθνική Αντίσταση που παραθέτω στο τέλος, να πω δυο κουβέντες για τον μεγάλο Έλληνα ποιητή, που πριν 129 χρόνια γεννήθηκε στη Λευκάδα, αφού σε μια βδομάδα από σήμερα είναι η επέτειος της γέννησής του.
Στις 15, λοιπόν, του Μάρτη του 1884, γεννιέται στη Λευκάδα το έβδομο και τελευταίο παιδί της Χαρίκλειας και του Ιωάννη Σικελιανού, δασκάλου των Γαλλικών. Το όνομα αυτού Αγγελος. Το αγόρι αυτό, που γεννήθηκε με προσωπίδα, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία ήταν «σημάδι» ιδιαίτερης «προίκας» και «μοίρας», έγινε ένας από τους κορυφαίους οραματιστές δημιουργούς, όχι μόνον της Ελλάδας, μα του κόσμου όλου. Γι' αυτό και προτάθηκε για το «Νόμπελ» της Ποίησης, το οποίο, όμως, δεν του δόθηκε λόγω της ύπουλης παρέμβασης «πνευματικών», λεγόμενων, φερεφώνων της επίσημης Ελλάδας, η οποία «τρώει τα καλύτερα παιδιά της», όταν αυτά - όπως ο Σικελιανός που αντιστάθηκε στην εμφυλιοπολεμική και ψυχροπολεμική πολιτική της - δεν υποτάσσουν το πνεύμα και το όραμά τους στις επιδιώξεις και πρακτικές της αντιλαϊκής εξουσίας της.
Από την αριστοκρατία στο λαό
Ρίζα σικελική - εξ ου και το επίθετό του - από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, που στα τέλη του 19ου αιώνα ξεπέφτει οικονομικά, ο Σικελιανός αναθρέφεται μέσα σε ένα πνευματικό οικογενειακό περιβάλλον. Δεκατριάχρονος, ακόμα, μαθητής, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Στα 1901 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και γνωρίζεται με τον πρωτοπόρο ανανεωτή του νεοελληνικού θεάτρου Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, στου οποίου τη «Νέα Σκηνή» παίζει σε αρχαίες τραγωδίες, ποθώντας να γίνει ηθοποιός. Πόθος που απέτυχε, αλλά γονιμοποίησε τη δραματουργία του Σικελιανού και τη μεγαλοφυή σύλληψή του για αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις «Δελφικές Εορτές» (χρονιά έναρξής τους το 1927).
Το 1902 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Διόνυσος» και «Παναθήναια». Ακολουθούν ποιήματα στο «Νουμά» και σε άλλα περιοδικά. Ψηλός και απολλώνιας ομορφιάς ο Σικελιανός, υπερηφανεύεται για την αριστοκρατική καταγωγή του. Νιώθει ημίθεος. Σχεδόν ένας αρχαίος θεός. Ενας σύγχρονος Ορφέας. Ενας νιτσεϊκός υπεράνθρωπος, που ίπταται στα ουράνια, αλλά και στη γη, υπεράνω, όμως, των απλών ανθρώπων. Ενας γητευτής - προσωποποίηση της ποίησης, αλλά και του σαρκικού έρωτα.
Με τη «θεϊκότητά» του μάγεψε το 1905 την πλούσια Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, την πρώτη γυναίκα του, η οποία του αφοσιώθηκε ψυχή τε και πνεύματι, στηρίζοντας - και οικονομικά - όλα τα πνευματικά πετάγματα - οράματά του.....
«Ποιητής πλούσια προικισμένος, μ' εξαιρετική δύναμη, πάνοπλος τεχνίτης, που άνοιγε τολμηρά καινούριους δρόμους, μια ποίηση με τόνους μεγαλόπρεπους και πλατιούς κυματιστούς ρυθμούς, με πρωτόφαντη αισθησιακή ευφορία, ορμητική μαζί και εκστατική», ο Σικελιανός στα νιάτα του είχε μια ολότελα δική του εξωπραγματική, ουτοπική ιδεολογία. Κι εκείνον τον είχε συνεπάρει η αναγεννητική δύναμη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αλλά μη έχοντας κατανοήσει πραγματικά τον ταξικό της χαρακτήρα και προορισμό, το 1920, με το πεζογραφικό του «Υπόμνημα στη Μεγαλειότητά του», στον βασιλιά Κωνσταντίνο, του προτείνει να αναλάβει την αρχηγία των Ελλήνων και των Μπολσεβίκων, για έναν «καθαρτήριο θρησκευτικό πόλεμο κατά της αμαρτωλής Ευρώπης».
Αργότερα, ο Σικελιανός συνειδητοποίησε το λάθος του, αποκήρυξε αυτό το κείμενό του και δεν το περιέλαβε στην έκδοση των Απάντων του. Επί σαράντα περίπου χρόνια, γράφοντας πολλά αριστουργηματικά ποιήματα, παραπλανήθηκε με τον ιδεαλισμό του. Και ντρεπόταν γι' αυτό, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα...
Η φλόγα του ΕΑΜ
Βλέποντας ο Σικελιανός το φασισμό να απλώνει πάνω από την Ευρώπη και να αρπάζει στα βρόγχια του τον χιλιοβασανισμένο ελληνικό λαό, πετά τον ιδεαλισμό, τον εγωτισμό, την ωραιοπάθειά του και στρέφει την καρδιά και το πνεύμα του στη ζωή και το λαό. Σμίγει την ποίησή του με τον απελευθερωτικό αγώνα και τους σοσιαλιστικούς πόθους του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο ΕΑΜ και πρωτοστατεί στην προπαγάνδισή του με πέντε χειρόγραφα ποιήματα, με τίτλο «Ακριτικά», τα οποία, εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, κυκλοφορούν παράνομα. Σ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής, υποφέρει όπως όλοι οι αγωνιστές του λαού, γυρίζοντας την πλάτη στη δυνατότητα να ζήσει με άνεση και ασφάλεια. Δημοσιεύει συνεχώς ποιήματά του σε ΕΑΜίτικα έντυπα για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ, στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (25/3/1942):
Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνάν μιαν άνοιξη
καινούρια, Ελλάδα, κι από τον τάφο Σου γιγάντια γέννα...
Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρω Σου...
Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα.
Παράλληλα γράφει τα σπουδαία, επίσης αντιστασιακής πνοής, θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα».....
Ο ποιητής δε θεώρησε ότι επιτελούσε το καθήκον του με το να υμνεί απλώς τον ΕΑΜικό αγώνα κλεισμένος στο σπίτι του. Τον υμνούσε και δημόσια. Διακινδυνεύοντας. Εφτασε να «χτυπήσει» με τους στίχους του, την καμπάνα του αγώνα και στην κηδεία του Παλαμά. Εβγαζε εγερτήριους λόγους σε διάφορες εκδηλώσεις. Τόλμησε σε εκδήλωση στο Ηρώδειο (Αύγουστος του 1944) να απαγγείλει με τη βροντώδη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του. Αλλά και σε εκδήλωση μετά την απελευθέρωση (1946) ύμνησε τον αγώνα και τις ιδέες του ΕΑΜ.
Και καθώς είχε, ήδη, πει το μεγάλο «ΝΑΙ» και το μεγάλο «ΟΧΙ» του, στην πρώτη μεταπολεμική εκδήλωση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, ως πρόεδρός της, έκανε μια μεγαλόπνοη προγραμματική ομιλία με θέμα «Προς μια αποφασιστική πνευματική στροφή». Οι ΕΑΜικές ιδέες του Σικελιανού δε λύγισαν ούτε με τον Δεκέμβρη, ούτε στα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου. Γιατί, όπως έβαζε τον Μακρυγιάννη να λέει, «Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο, και δε θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι, γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ' αυτό να ξαναμπούμε πίσω, μα εγίναμε πουλιά, και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε», ο Σικελιανός βλέποντας τη νέα, μετά το Δεκέμβρη, σκλαβιά των αγωνιστών, τοποθετούσε υπεράνω όλων των αγαθών τη Λευτεριά, βάζοντας τον Βλαχογιάννη να λέει:
Τη Λευτεριά, τη Λευτεριά ως τα ύψη,
τη Λευτεριά ως το θάνατο,
τη Λευτεριά ως τον Αδη,
κι απέκει τ' άλλα είναι καλά, απάνου ή κάτου κόσμος!.
Και στο επίγραμμά του «25 Μάρτη 1821 - 25 Μάρτη 1946» έλεγε:
Του αγώνα μας πρωτόφλεβα, καρδιά του Εικοσιένα,
για να σε χαιρετίσουνε ορθό είναι σηκωμένοι
γυναίκες, γέροντες,
παιδιά κ' εγώ στη σύναξή τους
για βιαστικό αντροκάλεσμα, για σημερινό σημάδι.
Τι τώρα σμίγει το αίμα Σου στην πιο πλατιά του κοίτη
μ' όσο αίμα χύθηκεν εχτές, και δες το, ξεχειλίζει
να μπει ποτάμι ακράταγο με τα ποτάμια τ' άλλα
των Λαών ορμάν στη Λευτεριά π' ανοίγεται μπροστά τους
Ανθρωποθάλασσα της Ζωής, σ' Εσέ, Δημοκρατία!.
Τιμωρημένος αλλά περήφανος
Δεν του τα συγχώρεσε όλα αυτά η μεταπολεμική σκοταδιστική εξουσία. Γι' αυτό και σαμποτάρισε τρεις φορές την υποψηφιότητά του για το Νόμπελ, την οποία έθεσε η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Τον πολέμησε και για έναν ακόμα λόγο. Επειδή η ΕΑΜοθραφείσα ΕΕΛ το 1947 τον ανακήρυξε τιμητικά ως επίτιμο πρόεδρό της.Το αντιδραστικό κατεστημένο κατηγόρησε την ΕΕΛ ότι προπαγανδίζει το δεύτερο αντάρτικο. Το «επιχείρημα» ήταν ότι στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή της ΕΕΛ (Γενάρης του '48), την ώρα που ο επίτιμος πρόεδρος της εταιρίας έκοβε την πρωτοχρονιάτικη πίτα, ο Μάρκος Αυγέρης του ευχήθηκε «Να ζήσει σαν τα Ψηλά Βουνά», προπαγανδίζοντας, υποτίθεται, έτσι, τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Με αυτήν την κατηγορία μπήκε μπροστά η «μηχανή» τρομοκράτησης του πνευματικού κόσμου. «Μηχανή», που χώρισε τους λογοτέχνες σε «εθνοπροδότες» και «εθνικόφρονες» και διέσπασε το παλαιότερο σωματείο της χώρας, την ΕΕΛ, με τη δημιουργία της «Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών».
«Απόγονος» του Σολωμού και του Κάλβου
Ποιητής «απόγονος» του Σολωμού και του Κάλβου. «Θηλασμένος» με τους μύθους και το απολλώνιο κάλλος της αρχαιοελληνικής ποίησης. «Μεθυσμένος» με τον ήλιο και τη φύση της υπαίθρου. «Ανδρωμένος» με την κυριαρχούσα την εποχή της νιότης του νιτσεϊκή φιλοσοφία. «Γητεμένος» από την ποιητική μεγαλαυχία του Ντ' Ανούστσιο και τον εκθαμβωτικό αισθητισμό του Κλωντέλ, αλλά και «ομοαίματος» του Παλαμά, ο Σικελιανός νιώθοντας σαν ημίθεος - Ηνίοχος, άνοιξε με το μεγαλόπνοο, οραματικό, επικολυρικό «άρμα» της ποίησης και της «Δελφικής Ιδέας» του για αδελφοσύνη και ειρήνη των λαών, νέους δρόμους στα Ελληνικά Γράμματα του 20ού αιώνα.
«Δρόμοι», που όσο κι αν κατά την πρώτη και δεύτερη δημιουργική του περίοδο δεν οδηγούσαν κατευθείαν στο λαό και για την προκοπή του λαού (όπως, αντίθετα, καθυστερημένα βέβαια, αλλά αταλάντευτα μέχρι το τέλος της ζωής του, συνέβη με την τρίτη και τελευταία δημιουργική του περίοδο), προικοδότησαν όμως - και αυτοί - για πάντα την πνευματική μας κληρονομιά.
Ο Σικελιανός παραμένει αθάνατος και κατατάσσεται στην κορυφαία τετράδα των δημιουργών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα -Παλαμάς, Βάρναλης, Σικελιανός, Καζαντζάκης - ιδιαίτερα με το έργο της τρίτης δημιουργικής περιόδου του. Περίοδος, που μετρά από το 1941, αφ' ότου, ιδεολογικά ξεκάθαρος και συνειδητοποιημένος πια, απαλλαγμένος από τον ουτοπικό ιδεαλισμό του, τον απόμακρο από την κοινωνική πραγματικότητα και το λαό εγωτικό «αριστοκρατισμό» του και το μότο του «αρχά των αρίστων», δεμένος πια αταλάντευτα με το λαό και τα απελευθερωτικά και σοσιαλιστικά του οράματα, εντάχθηκε στο ΕΑΜ....
Πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς ακόμα για τον Άγγελο Σικελιανό. Απλά να θυμίσω ότι αυτό, το εκτυφλωτικής πνευματικής και ανθρώπινης λάμψης «αστέρι», έσβησε στις 19 του Ιούνη του 1951. Αντί περισσοτέρων, παραθέτω το επίγραμμα για την Εθνική Αντίσταση:
Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος
Εδώ σηκώνετ' όλ' η γη με τους αποθαμένους
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω - απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους,
φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες
- χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια,-
κ' είν' οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες.
Και βέβαια, οι μεγαλειώδεις στίχοι του δικού του Πνευματικού Εμβατήριου (απόσπασμα):
.....
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»
"Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!
Καλό απόγευμα και θα επανέλθω.
-