Ποίηση....γιατί όχι;

Marilyn

Senior Member
8 September 2010
474
Τα χέρια - Γιώργος Σεφέρης

Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕνα μεγάλον ἴσκιο
τὸ χρῶμα τῆς αὐγῆς τὸ αἰσθάνομαι στὰ δάχτυλά σου.
Ξέχασε τὸ ψέμα ποὺ σὲ βοήθησε νὰ ζήσεις
γύμνωσε τὰ πόδια σου, γύμνωσε τὰ μάτια σου,
μᾶς μένουν λίγα πράγματα ὅταν γυμνωθοῦμε
ἀλλὰ τὰ βλέπουμε στὸ τέλος πιστά.

Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ᾿ ἕνα μονοπάτι,
τ᾿ αὐλάκια χαλασμένα δεξιὰ κι ἀριστερά, στὴν ἄκρη
τὸ σπίτι μὲ γυαλιὰ ποὺ τὸ χτυπάει ὁ ἥλιος, ἄδειο.
Σκέφτηκα τὰ δάχτυλά σου νὰ χτυποῦν τὰ τζάμια
σκέφτηκα τὴν καρδιά σου νὰ χτυπᾷ πίσω ἀπ᾿ τὰ τζάμια
καὶ πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν ἕναν ἄνθρωπο
ποῦ δὲν τὰ ξεπερνᾷ.

Δὲν ξέρεις τίποτα γιατὶ κοίταξες τὸν ἥλιο.
Τὸ αἷμα σου στάλαξε στὰ μαῦρα φύλλα τῆς δάφνης
τ᾿ ἀηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στὸ φεγγάρι
καὶ στὸ ποτάμι τό ῾συρα κι ἔβαψε τὸ ποτάμι.

Συλλογίζομαι, ὅταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τὶς φλέβες μου καὶ τὸ μυστήριο τῶν χεριῶν σου ποὺ ὁδηγοῦν
κατεβαίνοντας προσεχτικὰ σκαλοπάτι τὸ σκαλοπάτι.
Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕναν μεγάλο κῆπο
 
Καλημέρα κι από μένα σε όλους

θα πω κατ' αρχάς ότι "έτρεξα" όλο αυτό το υπέροχο νήμα για την Ποίηση και διάβασα τα περισσότερα παρατιθέμενα ποιήματα και στίχους (όχι όλα, δεν προλάβαινα, να πω την αλήθεια).

Με συγκίνηση αλλά και με έκπληξη, ευχάριστη βέβαια, είδα να παρατίθενται στίχοι των μεγάλων Ελλήνων Ρίτσου, Ελύτη, Σεφέρη, Βάρναλη, Παλαμά, Σολωμού, Καρυωτάκη, Καββαδία, Αναγνωστάκη, Αλεξάνδρου, Καρούζου, Εμπειρίκου, Καμπανέλλη, Λειβαδίτη κ.α., αλλά και εκπροσώπων της νεότερης φουρνιάς της ελληνικής ποίησης, όπως οι Κατσαρός, Κ. Δημουλά κλπ. Επίσης είδα ωραιότατες αναφορές στους στίχους των μεγάλων της διεθνούς ποιητικής σκηνής (Μαγιακόβσκι, Ελυάρ, Λόρκα, Ε.Α. Πόε, Χικμέτ κλπ.)

Επιτρέψτε μου να παραθέσω κι εγώ κάποιους στίχους που με συγκινούν ιδιαίτερα.

Α. Κώστας Βάρναλης

«Η ποίηση του Βάρναλη, γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης, δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την ἀρχὴ μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στους λειμώνες των ασφόδελων. Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μιά βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού».

Εγώ θα συμπληρώσω - κατά τη γνώμη μου, πάντα - ότι η ποίηση του Βάρναλη εκτός από αρσενική, λάσια και βολίδα ήταν πάνω από όλα Επαναστατική, τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στην προοπτική που έδινε (και δίνει) και γι αυτό είναι ένα "Φώς που (Πάντα) Καίει".

Πρωτοχρονιάτικο

Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
Σκεμπέδες στραβοθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
Ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.

Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αφτούς βαρά η καμπάνα)
Καθένας γουρουνόπουλο, κανένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι,
Κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.

Oξ’ o κοσμάκης φώναζε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες
κ’ οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: «Είστε αθέοι».


Ακτοπλοϊκό

Ο παπάς (κ’ η παπαδιά
με τα τέσσερα παιδιά
κι άλλο κάτου απ’ την ποδιά)
ο παπάς ο ροδαλός,
γύρα γύρα στρογγυλός
κι αν τού λάχει, αμαρτωλός.

Νωματάρχης ο χοντρός
με μουστάκια ασίκη αντρός
πλάγια γλέπει κι όχι μπρος·
είναι αυτός που συγκρατεί
των αλλών την αρετή,
πάντα ξέρει κατιτί.

Των νησιών ο βουλευτής,
της πατρίδας δουλευτής,
της κοιλιάς του βολευτής,
των ναζήδων συνεργός,
των Ελλήνων κυνηγός
και στον πόλεμο λαγός.

Ξεσταθήκανε κ’ οι τρεις
(πίστις, νόμος και πατρίς!)
μπρος στα κρέατα της μικρής,
(κοντοβράκι με γυμνά
τ’ ανάμενα της ψαχνά)
κ’ έλεαν μέσα τους. “Αχ! νά!…”

Κοιλαράς με τον παρά,
τον παρά με την ουρά,
γλέπει και κατηγορά
κι ό,τι λάχει κι όποιον τύχει!
Μα τον ξέρουνε κ’ οι τοίχοι,
πο’ χει κέρατα μιαν πήχη!


Ο Οδηγητής

Δεν είμ' εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ‘μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.

Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ' έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγοριά
για σένα, σκλάβε, που πονείς.

Ουράνιες δυνάμεις, άγγελοι,
κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές –
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.

Εγώ του καραβιού γοργόνα
Στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος
Απάνω μου σπάνε φορτούνες
κι άγριος ενάντια μου ο καιρός.

Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.

Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί –
κι οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμα με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.

Δε δίνω λέξεις παρηγοριά,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς,
καθώς το μπήγω μες το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.

Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ' η ανθρωπότητα πονεί.

Ω! πως τον παίρνουν οι αγέρες
και πως φωνάζουνε μετά
άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι,
ποτάμια γαίματα πηχτά!

Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψεφτιά.

Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
τό ‘να βασίλειο της Δουλειάς,
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.

Στην Εξορία (Οκτώβρης 1935)

Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.

Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.

Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.

Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα...

Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.

Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,

κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νεβρικός από την αηδία.

Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.

Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.


Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,

και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,

μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!

Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.

Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα,

να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.

Β. Άγγελος Σικελιανός

Η Κηδεία του Παλαμά

«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογγήστε, τύμπανα πολέμου…
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

27 Φεβρουαρίου 1943. Η κηδεία του Κωστή Παλαμά. Σε αυτό το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα. Διανύοντας την όγδοη δεκαετία της ζωής του, λίγες μέρες μετά το θάνατο της αγαπημένης συζύγου του, μέσα στην καταχνιά τη γερμανικής κατοχής, θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή στις 2 Φεβρουαρίου 1943. Την επόμενη μέρα θα γίνει η κηδεία του στο Α ́ Νεκροταφείο.....

Οι κατοχικές αρχές και η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, καταλαβαίνοντας βέβαια τι θα επακολουθούσε, είχαν λάβει τα μέτρα τους. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ωστόσο παρέστη, καθώς επίσης και εκπρόσωποι των Γερμανών και Ιταλών. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αθρόα συρροή των κατοίκων της πρωτεύουσας. Ο κόσμος πνιγόταν. Αναζητούσε ένα ξέσπασμα, καθώς οι αντοχές του έφταναν πια στα όρια τους.

Πράγματι, η υπερφίαλη Γερμανία, καταλαβαίνοντας ότι η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει, σκληραίνει ολοένα και περισσότερο τη στάση της με συλλήψεις ομήρων και εκτελέσεις. Οι φήμες για πολιτική επιστράτευση πληθαίνουν, οι απεργίες ξεσπούν η μία μετά την άλλη, οι άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα και η σβάστικα εξακολουθεί να βεβηλώνει την Ακρόπολη.

Οι κατακτητές, οπλισμένοι και επιφυλακτικοί, παρατηρούν το σιωπηλό πλήθος, όμως δεν επεμβαίνουν. Και ξαφνικά εκεί, μέσα στην συνωστισμένη εκκλησία με τις χιλιάδες κόσμου απ’ έξω, μια φωνή τράνταξε την παγερή σιωπή κι έφτασε θαρρείς σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης:

«Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογγήστε, τύμπανα πολέμου...
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»

Ήταν η στεντόρια φωνή του Άγγελου Σικελιανού. Ο επικήδειος, που συμπύκνωσε μέσα σε λίγους στίχους τη φωνή ολόκληρης της Ελλάδας. Γιατί, πράγματι, σ’ εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα. Νέα παιδιά σήκωσαν το μικρό φέρετρο, ο Σικελιανός πρώτος. Το έβγαλαν έξω στον κόσμο κι από εκεί η λαοθάλασσα κατευθύνθηκε στην τελευταία κατοικία του ποιητή για να τον αποχαιρετήσει. Κι όταν το πρώτο χώμα ακούστηκε πάνω στο ξύλο, μέσα στη σιωπή και τη συγκίνηση, μια δεύτερη φωνή ακούστηκε και πάλι δυνατή και τολμηρή:

Αυτή τη φορά ένας άλλος μεγάλος λογοτέχνης ο Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά, με όση φωνή είχε μαζέψει δυο χρόνια μέσα του:

«Σε γνωρίζω από την κόψη...».

Σε λίγα δευτερόλεπτα ο Εθνικός Ύμνος δονούσε ολόκληρη την πρωτεύουσα, ολόκληρη τη χώρα. Ένας Εθνικός Ύμνος, που έβγαινε από χιλιάδες στόματα, από τα τρίσβαθα χιλιάδων ψυχών.

Οι κατακτητές κοιτούσαν σιωπηλοί. Κι όμως, κανείς τους δεν κουνήθηκε, κανείς τους δεν αντέδρασε. Ο Κωστής Παλαμάς είχε γίνει ένα σύμβολο. Με το θάνατό του ένωσε το λαό, τον εμψύχωσε. Ακόμα και οι βάρβαροι σεβάστηκαν την ιερή στιγμή και προσκύνησαν το μεγαλείο της ψυχής και της πέννας του.

Θα επανέλθω με Βαλαωρίτη, Φ. Αγγουλέ, Καββαδία και ότι άλλο βρω στη συλλογή μου.

Καλό απόγευμα.
-
 
Για το Σικελιανό και την Ποίησή του....γιατί όχι;

Και μια και ο λόγος στον Σικελιανό, αφού θυμίσω το δικό του ανεπανάληπτο επίγραμμα για την Εθνική Αντίσταση που παραθέτω στο τέλος, να πω δυο κουβέντες για τον μεγάλο Έλληνα ποιητή, που πριν 129 χρόνια γεννήθηκε στη Λευκάδα, αφού σε μια βδομάδα από σήμερα είναι η επέτειος της γέννησής του.

Στις 15, λοιπόν, του Μάρτη του 1884, γεννιέται στη Λευκάδα το έβδομο και τελευταίο παιδί της Χαρίκλειας και του Ιωάννη Σικελιανού, δασκάλου των Γαλλικών. Το όνομα αυτού Αγγελος. Το αγόρι αυτό, που γεννήθηκε με προσωπίδα, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία ήταν «σημάδι» ιδιαίτερης «προίκας» και «μοίρας», έγινε ένας από τους κορυφαίους οραματιστές δημιουργούς, όχι μόνον της Ελλάδας, μα του κόσμου όλου. Γι' αυτό και προτάθηκε για το «Νόμπελ» της Ποίησης, το οποίο, όμως, δεν του δόθηκε λόγω της ύπουλης παρέμβασης «πνευματικών», λεγόμενων, φερεφώνων της επίσημης Ελλάδας, η οποία «τρώει τα καλύτερα παιδιά της», όταν αυτά - όπως ο Σικελιανός που αντιστάθηκε στην εμφυλιοπολεμική και ψυχροπολεμική πολιτική της - δεν υποτάσσουν το πνεύμα και το όραμά τους στις επιδιώξεις και πρακτικές της αντιλαϊκής εξουσίας της.

Από την αριστοκρατία στο λαό
Ρίζα σικελική - εξ ου και το επίθετό του - από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, που στα τέλη του 19ου αιώνα ξεπέφτει οικονομικά, ο Σικελιανός αναθρέφεται μέσα σε ένα πνευματικό οικογενειακό περιβάλλον. Δεκατριάχρονος, ακόμα, μαθητής, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Στα 1901 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και γνωρίζεται με τον πρωτοπόρο ανανεωτή του νεοελληνικού θεάτρου Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, στου οποίου τη «Νέα Σκηνή» παίζει σε αρχαίες τραγωδίες, ποθώντας να γίνει ηθοποιός. Πόθος που απέτυχε, αλλά γονιμοποίησε τη δραματουργία του Σικελιανού και τη μεγαλοφυή σύλληψή του για αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις «Δελφικές Εορτές» (χρονιά έναρξής τους το 1927).
Το 1902 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Διόνυσος» και «Παναθήναια». Ακολουθούν ποιήματα στο «Νουμά» και σε άλλα περιοδικά. Ψηλός και απολλώνιας ομορφιάς ο Σικελιανός, υπερηφανεύεται για την αριστοκρατική καταγωγή του. Νιώθει ημίθεος. Σχεδόν ένας αρχαίος θεός. Ενας σύγχρονος Ορφέας. Ενας νιτσεϊκός υπεράνθρωπος, που ίπταται στα ουράνια, αλλά και στη γη, υπεράνω, όμως, των απλών ανθρώπων. Ενας γητευτής - προσωποποίηση της ποίησης, αλλά και του σαρκικού έρωτα.
Με τη «θεϊκότητά» του μάγεψε το 1905 την πλούσια Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, την πρώτη γυναίκα του, η οποία του αφοσιώθηκε ψυχή τε και πνεύματι, στηρίζοντας - και οικονομικά - όλα τα πνευματικά πετάγματα - οράματά του.....

«Ποιητής πλούσια προικισμένος, μ' εξαιρετική δύναμη, πάνοπλος τεχνίτης, που άνοιγε τολμηρά καινούριους δρόμους, μια ποίηση με τόνους μεγαλόπρεπους και πλατιούς κυματιστούς ρυθμούς, με πρωτόφαντη αισθησιακή ευφορία, ορμητική μαζί και εκστατική», ο Σικελιανός στα νιάτα του είχε μια ολότελα δική του εξωπραγματική, ουτοπική ιδεολογία. Κι εκείνον τον είχε συνεπάρει η αναγεννητική δύναμη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αλλά μη έχοντας κατανοήσει πραγματικά τον ταξικό της χαρακτήρα και προορισμό, το 1920, με το πεζογραφικό του «Υπόμνημα στη Μεγαλειότητά του», στον βασιλιά Κωνσταντίνο, του προτείνει να αναλάβει την αρχηγία των Ελλήνων και των Μπολσεβίκων, για έναν «καθαρτήριο θρησκευτικό πόλεμο κατά της αμαρτωλής Ευρώπης».
Αργότερα, ο Σικελιανός συνειδητοποίησε το λάθος του, αποκήρυξε αυτό το κείμενό του και δεν το περιέλαβε στην έκδοση των Απάντων του. Επί σαράντα περίπου χρόνια, γράφοντας πολλά αριστουργηματικά ποιήματα, παραπλανήθηκε με τον ιδεαλισμό του. Και ντρεπόταν γι' αυτό, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα...

Η φλόγα του ΕΑΜ
Βλέποντας ο Σικελιανός το φασισμό να απλώνει πάνω από την Ευρώπη και να αρπάζει στα βρόγχια του τον χιλιοβασανισμένο ελληνικό λαό, πετά τον ιδεαλισμό, τον εγωτισμό, την ωραιοπάθειά του και στρέφει την καρδιά και το πνεύμα του στη ζωή και το λαό. Σμίγει την ποίησή του με τον απελευθερωτικό αγώνα και τους σοσιαλιστικούς πόθους του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο ΕΑΜ και πρωτοστατεί στην προπαγάνδισή του με πέντε χειρόγραφα ποιήματα, με τίτλο «Ακριτικά», τα οποία, εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, κυκλοφορούν παράνομα. Σ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής, υποφέρει όπως όλοι οι αγωνιστές του λαού, γυρίζοντας την πλάτη στη δυνατότητα να ζήσει με άνεση και ασφάλεια. Δημοσιεύει συνεχώς ποιήματά του σε ΕΑΜίτικα έντυπα για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ, στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (25/3/1942):

Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνάν μιαν άνοιξη
καινούρια, Ελλάδα, κι από τον τάφο Σου γιγάντια γέννα...
Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρω Σου...
Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα.


Παράλληλα γράφει τα σπουδαία, επίσης αντιστασιακής πνοής, θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα».....

Ο ποιητής δε θεώρησε ότι επιτελούσε το καθήκον του με το να υμνεί απλώς τον ΕΑΜικό αγώνα κλεισμένος στο σπίτι του. Τον υμνούσε και δημόσια. Διακινδυνεύοντας. Εφτασε να «χτυπήσει» με τους στίχους του, την καμπάνα του αγώνα και στην κηδεία του Παλαμά. Εβγαζε εγερτήριους λόγους σε διάφορες εκδηλώσεις. Τόλμησε σε εκδήλωση στο Ηρώδειο (Αύγουστος του 1944) να απαγγείλει με τη βροντώδη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του. Αλλά και σε εκδήλωση μετά την απελευθέρωση (1946) ύμνησε τον αγώνα και τις ιδέες του ΕΑΜ.
Και καθώς είχε, ήδη, πει το μεγάλο «ΝΑΙ» και το μεγάλο «ΟΧΙ» του, στην πρώτη μεταπολεμική εκδήλωση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, ως πρόεδρός της, έκανε μια μεγαλόπνοη προγραμματική ομιλία με θέμα «Προς μια αποφασιστική πνευματική στροφή». Οι ΕΑΜικές ιδέες του Σικελιανού δε λύγισαν ούτε με τον Δεκέμβρη, ούτε στα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου. Γιατί, όπως έβαζε τον Μακρυγιάννη να λέει, «Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο, και δε θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι, γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ' αυτό να ξαναμπούμε πίσω, μα εγίναμε πουλιά, και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε», ο Σικελιανός βλέποντας τη νέα, μετά το Δεκέμβρη, σκλαβιά των αγωνιστών, τοποθετούσε υπεράνω όλων των αγαθών τη Λευτεριά, βάζοντας τον Βλαχογιάννη να λέει:

Τη Λευτεριά, τη Λευτεριά ως τα ύψη,
τη Λευτεριά ως το θάνατο,
τη Λευτεριά ως τον Αδη,
κι απέκει τ' άλλα είναι καλά, απάνου ή κάτου κόσμος!.


Και στο επίγραμμά του «25 Μάρτη 1821 - 25 Μάρτη 1946» έλεγε:

Του αγώνα μας πρωτόφλεβα, καρδιά του Εικοσιένα,
για να σε χαιρετίσουνε ορθό είναι σηκωμένοι
γυναίκες, γέροντες,
παιδιά κ' εγώ στη σύναξή τους
για βιαστικό αντροκάλεσμα, για σημερινό σημάδι.
Τι τώρα σμίγει το αίμα Σου στην πιο πλατιά του κοίτη
μ' όσο αίμα χύθηκεν εχτές, και δες το, ξεχειλίζει
να μπει ποτάμι ακράταγο με τα ποτάμια τ' άλλα
των Λαών ορμάν στη Λευτεριά π' ανοίγεται μπροστά τους
Ανθρωποθάλασσα της Ζωής, σ' Εσέ, Δημοκρατία!.


Τιμωρημένος αλλά περήφανος
Δεν του τα συγχώρεσε όλα αυτά η μεταπολεμική σκοταδιστική εξουσία. Γι' αυτό και σαμποτάρισε τρεις φορές την υποψηφιότητά του για το Νόμπελ, την οποία έθεσε η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Τον πολέμησε και για έναν ακόμα λόγο. Επειδή η ΕΑΜοθραφείσα ΕΕΛ το 1947 τον ανακήρυξε τιμητικά ως επίτιμο πρόεδρό της.Το αντιδραστικό κατεστημένο κατηγόρησε την ΕΕΛ ότι προπαγανδίζει το δεύτερο αντάρτικο. Το «επιχείρημα» ήταν ότι στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή της ΕΕΛ (Γενάρης του '48), την ώρα που ο επίτιμος πρόεδρος της εταιρίας έκοβε την πρωτοχρονιάτικη πίτα, ο Μάρκος Αυγέρης του ευχήθηκε «Να ζήσει σαν τα Ψηλά Βουνά», προπαγανδίζοντας, υποτίθεται, έτσι, τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Με αυτήν την κατηγορία μπήκε μπροστά η «μηχανή» τρομοκράτησης του πνευματικού κόσμου. «Μηχανή», που χώρισε τους λογοτέχνες σε «εθνοπροδότες» και «εθνικόφρονες» και διέσπασε το παλαιότερο σωματείο της χώρας, την ΕΕΛ, με τη δημιουργία της «Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών».

«Απόγονος» του Σολωμού και του Κάλβου
Ποιητής «απόγονος» του Σολωμού και του Κάλβου. «Θηλασμένος» με τους μύθους και το απολλώνιο κάλλος της αρχαιοελληνικής ποίησης. «Μεθυσμένος» με τον ήλιο και τη φύση της υπαίθρου. «Ανδρωμένος» με την κυριαρχούσα την εποχή της νιότης του νιτσεϊκή φιλοσοφία. «Γητεμένος» από την ποιητική μεγαλαυχία του Ντ' Ανούστσιο και τον εκθαμβωτικό αισθητισμό του Κλωντέλ, αλλά και «ομοαίματος» του Παλαμά, ο Σικελιανός νιώθοντας σαν ημίθεος - Ηνίοχος, άνοιξε με το μεγαλόπνοο, οραματικό, επικολυρικό «άρμα» της ποίησης και της «Δελφικής Ιδέας» του για αδελφοσύνη και ειρήνη των λαών, νέους δρόμους στα Ελληνικά Γράμματα του 20ού αιώνα.
«Δρόμοι», που όσο κι αν κατά την πρώτη και δεύτερη δημιουργική του περίοδο δεν οδηγούσαν κατευθείαν στο λαό και για την προκοπή του λαού (όπως, αντίθετα, καθυστερημένα βέβαια, αλλά αταλάντευτα μέχρι το τέλος της ζωής του, συνέβη με την τρίτη και τελευταία δημιουργική του περίοδο), προικοδότησαν όμως - και αυτοί - για πάντα την πνευματική μας κληρονομιά.
Ο Σικελιανός παραμένει αθάνατος και κατατάσσεται στην κορυφαία τετράδα των δημιουργών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα -Παλαμάς, Βάρναλης, Σικελιανός, Καζαντζάκης - ιδιαίτερα με το έργο της τρίτης δημιουργικής περιόδου του. Περίοδος, που μετρά από το 1941, αφ' ότου, ιδεολογικά ξεκάθαρος και συνειδητοποιημένος πια, απαλλαγμένος από τον ουτοπικό ιδεαλισμό του, τον απόμακρο από την κοινωνική πραγματικότητα και το λαό εγωτικό «αριστοκρατισμό» του και το μότο του «αρχά των αρίστων», δεμένος πια αταλάντευτα με το λαό και τα απελευθερωτικά και σοσιαλιστικά του οράματα, εντάχθηκε στο ΕΑΜ....

Πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς ακόμα για τον Άγγελο Σικελιανό. Απλά να θυμίσω ότι αυτό, το εκτυφλωτικής πνευματικής και ανθρώπινης λάμψης «αστέρι», έσβησε στις 19 του Ιούνη του 1951. Αντί περισσοτέρων, παραθέτω το επίγραμμα για την Εθνική Αντίσταση:

Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος
Εδώ σηκώνετ' όλ' η γη με τους αποθαμένους
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.

Κι απάνω - απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους,
φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες
- χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια,-
κ' είν' οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες.


Και βέβαια, οι μεγαλειώδεις στίχοι του δικού του Πνευματικού Εμβατήριου (απόσπασμα):

.....
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»

"Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!


Καλό απόγευμα και θα επανέλθω.
-
 

Emilot

AVClub Fanatic
18 June 2006
32,852
Εξάρχεια
BFAaKVFCEAIHeUv.jpg:large
 

D I M __ Z

AVClub Fanatic
27 June 2006
11,111
Ελλάδα
Η ΑΠΟΚΡΙΑ

Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μεσ’ στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανεβαίναν ολοένα στον ουρανό
κατεβαίναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν-δυο
εν-δυο με παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο

Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά



M.Σαχτούρης
(από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)
 

D I M __ Z

AVClub Fanatic
27 June 2006
11,111
Ελλάδα
Ρήγμα στον κρόταφο


Με τι ακόμα να μετρούσα της γενιάς μου
το εμβαδόν;
Με τι άλλο.
Ο πλανήτης έτριζε από αιμοφιλία
απ’ της γενιάς μου όλα τα έναστρα
τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα
όλα σπάνιες πέτρες
να φύγει ο κόμπος στο λαιμό.
Ο πλανήτης έτριζε
με τις περήφανες σιωπές μου
τα συνομήλικα μου σχήματα τις φωταψίες
τα μανάλια που
ακόμα φέγγουνε όλα σ’ εκκλησιές κρυφές.


Όμως το ρήγμα στον κρόταφο
απ’ τη ριπή σου πίκρα
εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση
στον κρόταφο.


Ε.Κακναβάτος (1967)
 

D I M __ Z

AVClub Fanatic
27 June 2006
11,111
Ελλάδα
Κακναβάτος – Χάθηκε ο ποιητής

Στον Έκτορα Κακναβάτο

Χάθηκε σήμερα ο ποιητής

Που είχε πράγματα να πει

Σε ορθούς ανθρώπους

με λυγισμένα γόνατα

με τη στερνή σιωπή του.

Χάθηκε σήμερα ο αγωνιστής.

Δραπέτευσε οριστικά από τις εξορίες

Έκτορα

Ξέρω

Στους τεθλιμμένους υπαλλήλους

του κρατικού πολιτισμού

τους στέλνεις ένα μήνυμα

Μόνο μην το φωνάζεις

Άδικος ο κόπος

Δεν ακούνε

Μα, πάλι

Εσύ είσαι σουρρεαλιστής

Φώναζε

Δεν πειράζει

Θα ακούσουμε οι άλλοι

Κι ας είμαστε μισόκουφοι από τις Σειρήνες

Γιάννης Γκίρμπας 9.11.2010

http://asyntaxtostypos.wordpress.com/2010/11/10/κακναβάτος-χάθηκε-ο-ποιητής/
 
Λυκόφως δίκην λυκαυγούς

Σκορπίζω πάντα περιτρίμματα
Μπροστά στην άδεια θέση στο τραπέζι
Ενώπιον της ανοιχτής κουρτίνας
Σαν να τους λέω για λίγο πως σηκώθηκες
Και σε προσμένω ν’ αποφάς
Πριν παραδώσω καθαρή τη θέα

Αγαθοκλής Αζέλης, 2013

Με αφορμή τα Τραγούδια για τα Νεκρά Παιδιά
 
Αναδρομή

Οξειδωμένο ψεύδος του καθρέφτηΦενάκης τέκνο είδωλο σαθρό
Ψυχής δεν είναι έκτακτες θαμβώσεις
Μόνο πουκάμισο εκ γενετής κενό
Λικνίζεται πια πάνω στην κρεμάστρα
Της κιβωτού μιας θλίψης μυστικής
Ίχνος καιρού που οι στενές συμφύσειςΣώματος νου θνησιγενώς ακροβατούν

Αγαθοκλής Αζέλης
 

KleKoR

Supreme Member
30 November 2007
7,568
Παγκόσμια ημέρα ποίηση σήμερα.

Όπως ο Κερέμ

Ναζίμ Χικμέτ


Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι

Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του

Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη


 

Emilot

AVClub Fanatic
18 June 2006
32,852
Εξάρχεια
http://www.youtube.com/watch?v=W5dA7pp2bKk

Η μοναξιά…


δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.

Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.

Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.

Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.

Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.

Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.

Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.

Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει.
 

D I M __ Z

AVClub Fanatic
27 June 2006
11,111
Ελλάδα
Η ΚΑΚΗ ΦΗΜΗ

Στο χωριό μου
το λέω χωρίς αδιαντροπιά
πως έχω υπόληψη κακιά.
Είτε φωνάζω είτε σωπαίνω
όλοι με θεωρούν βλαμμένο
Κι όμως κανέναν δεν αδικώ
που δρόμο βαδίζω ξεχωριστό
Μα ο καθωσπρέπει κόσμος δεν αγαπά
εκείνον που πάει χωριστά
Καθόλου οι άνθρωποι δεν αγαπούν
αυτούς που δεν ακολουθούν.
Κι όλοι τους με κακολογούν
πλην απ’τους άλαλους,
εννοείται, που δεν μπορούν

Ανήμερα εθνική γιορτή
εγώ μένω στο κρεβατάκι μου
Σε παρελάσεις και εμβατήρια
ποτέ δε δίνω διαπιστευτήρια
Κι όμως κανέναν δεν αδικώ
εάν τη σάλπιγγα δεν αγαπώ
Μα ο καθωσπρέπει κόσμος δεν αγαπά
εκείνον που πάει χωριστά
καθόλου οι άνθρωποι δεν αγαπούν
αυτούς που δεν ακολουθούν.
Κι όλοι τους με δακτυλοδείχνουν
πλην από εκείνους φυσικά
που όλα τα δάχτυλα τους λείπουν

Αν τύχει στο δρόμο και συναντήσω
κάποιο φτωχούλη Γιάννη Αγιάννη
που άθλιος μπάτσος τον κυνηγάει
απλώνω το πόδι τάχα στην τύχη
τρικλοποδιά στο μπάτσο που πέφτει κάτω
Κι όμως κανένα δεν αδικώ
που δύστυχο φουκαρά εγώ βοηθώ
Μα ο καθωσπρέπει κόσμος δεν αγαπά
εκείνον που πάει χωριστά
καθόλου οι άνθρωποι δεν αγαπούν
αυτούς που δεν ακολουθούν.
Κι όλοι ορμάνε πάνω σε μένα
πλην από ανάπηρους
που έχουνε πόδια κομμένα

Δε χειάζομαι εγώ τον Ιερεμία
να κλάψει αυτή μου την ατυχία
σκοινί σαν βρούνε που θα τους κάνει
θα με κρεμάσουν στο μάνι μάνι
Κι όμως κανέναν δεν αδικώ
που ο δικοί μου δρόμοι
ποτέ δεν οδηγούν στη Ρώμη
Μα ο καθωσπρέπει κόσμος δεν αγαπά
εκείνον που πάει χωριστά
καθόλου οι άνθρωποι δεν αγαπούν
αυτούς που δεν ακολουθούν.
Κι όλοι τους θα’θουν να με δούν
εκεί που θα’μαι κρεμασμένος
μα όχι οι τυφλοί, δικαιολογημένως…

 

Δημοκηδής

Μέλος Σωματείου
23 June 2006
9,984
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
 

Marilyn

Senior Member
8 September 2010
474
Άτιτλα - Σάμιουελ Μπέκετ

Ο δικός μου τόπος βρίσκεται πάνω στη ρέουσα άμμο
ανάμεσα απ’ τα βότσαλα και τους αμμόλοφους
η καλοκαιρινή βροχή βρέχει τη ζωή μου
και η ταλαιπωρημένη μου ζωή
τρέπεται σε φυγή
μία στην αρχή της και μία στο τέλος της

Η γαλήνη μου βρίσκεται εκεί-
στην υποχωρούσα ομίχλη
όταν ίσως παύσω να περπατώ
αυτά τα μακριά ασταθή κατώφλια
και ζήσω μέσα στο χώρο μιας πόρτας
που ανοίγει και κλείνει

*

Τι θα έκανα χωρίς αυτή την απρόσωπη αδιαφορία του κόσμου
όπου το να βρίσκεσαι διαρκεί παρά μια στιγμή, όταν η κάθε στιγμή
ρίχνει μέσα στο κενό την άγνοια του να έχεις υπάρξει
Χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος
το σώμα και η σκιά του καταπίνονται
Τι θα έκανα χωρίς αυτή την σιωπή
όπου τα μουρμουρίσματα πεθαίνουν
τα λαχανιάσματα, οι φρενίτιδες οδεύουν προς την αγάπη
Χωρίς αυτό τον ουρανό που ίπταται
πάνω απ’ τη σαβουριασμένη σκόνη του

Τι θα έκανα που δεν έχω ήδη κάνει χθες και προχθές
περιεργαζόμενος το σκοτεινό μου φως
και ψάχνοντας για κάποιο άλλο
περιπλανώμενος μέσα στη δίνη μακριά από καθετί ζωντανό
μέσα σ’ ένα σπασμωδικό μέρος
άφωνος μέσα σε φωνές χιλιάδες
που συνωστίζονται στην κρυψώνα μου

*
Θα ήθελα η αγάπη μου να πεθάνει
και η βροχή να πέφτει πάνω στον τάφο της
και σε μένα καθώς θα περπατώ στους δρόμους
πενθώντας την που σκέφτηκε να με αγαπήσει
 

schubert

AVClub Enthusiast
21 August 2009
914
Θεσσαλία
Απουσία

Στην Ελένη

Του όρθρου μου σε βρήκα πρώτη ύλη
Θύρα και οίκο, γέλιο φωτεινό
Μάρμαρο, βάθρο, της ζωής μου σμίλη
Φως, οδοδείκτη, έκθεση, κοινό

Μα εζήλεψεν ο χρόνος τον βλαστό του
Τη σμίλη οξύ την έσυρε δεινά
Έξυσε από την πέτρα το γλυπτό του
Τα όστρακα τα άφησε αδειανά

Προορισμούς στερήθηκεν η πόλη
Διαδρομές χαθήκαν στη σιγή
Εχάθη κάθε θλίψης μου η σχόλη
Δεν έχει πια η φυγή διαφυγή

Της μέρας έμεινα εγώ καινούργια μέρα
Σε σένα μ’ επιστρέφει βήμα αργό
Απέμεινα της μνήμης μου μητέρα
Την κόρη μου θαμπά να νοσταλγώ
 

Emilot

AVClub Fanatic
18 June 2006
32,852
Εξάρχεια
Μ’ αρέσει να σκέφτομαι τη Χάριετ Τάμπμαν.
Τη Χάριετ Τάμπμαν που κουβαλούσε ένα περίστροφο,
που ’χε το κεφάλι σημαδεμένο από πέτρα που της πέταξε
το αφεντικό (επειδή
αντιμίλησε), που την
είχαν επικηρύξει
για χιλιάδες δολάρια και
ποτέ δεν την έπιασαν, που
δεν έβρισκε καμία χρησιμότητα στο νόμο
όταν ο νόμος ήταν λάθος,
αυτή που αψήφησε το νόμο. Μου αρέσει
να τη σκέφτομαι.
Μ’ αρέσει να τη σκέφτομαι ιδιαιτέρως
όταν σκέφτομαι το πρόβλημα
της σίτισης των παιδιών.

Ο νόμος απαντά
στο πρόβλημα της σίτισης των παιδιών
με παροχή δέκα δωρεάν γευμάτων το μήνα,
που σημαίνει, στην καθημερινότητα του παιδιού,
πως τρώει μεσημεριανό μέρα παρά μέρα.
Δευτέρα αλλά όχι Τρίτη.
Μ’ αρέσει να σκέφτομαι τον Πρόεδρο
Να τρώει μεσημεριανό τη Δευτέρα, αλλά όχι την
Τρίτη.
Και όταν σκέφτομαι τον Πρόεδρο
και το νόμο, και το πρόβλημα της
σίτισης των παιδιών, μ’ αρέσει να
σκέφτομαι τη Χάριετ Τάμπμαν
και το περίστροφό της.

Κι άλλοτε πάλι
σκέφτομαι τον Πρόεδρο
και άλλους άνδρες,
άνδρες που εξασκούν το νόμο,
που σέβονται το νόμο,
που επιβάλλουν το νόμο,
που κρύβονται πίσω
και λειτουργούν μέσω
και τρέφονται
εις βάρος
παιδιών που πεινάνε
εξαιτίας του νόμου,

άνδρες που κάθονται σε γραφεία με χώρισμα
και σκέφτονται τις διακοπές
και λένε στις γυναίκες
ποιανού έγνοια είναι
να ταΐζει τα παιδιά
να μην είναι υστερικές
να μην είναι υστερικές όπως στη λέξη
υστερικός, ελληνική που θα πει
μήτρα που υποφέρει,
να μην υποφέρουν στη
μήτρα,
να μην νοιάζονται,
να μην ενοχλούν τους άντρες
γιατί εκείνοι προτιμούν να σκέφτονται
άλλα πράματα
και δε θέλουν να πάρουν
τις γυναίκες στα σοβαρά.

Θέλω αυτοί να σκέφτονται τη Χάριετ Τάμπμαν,
και να θυμούνται,
να θυμούνται ότι χτυπήθηκε από έναν λευκό
και επέζησε
έζησε για να επανορθώσει τις αδικίες που υπέστη
και έζησε σε βάλτους
φορώντας ρούχα ανδρικά
φυγάδευσε εκατοντάδες
σκλάβους, και ποτέ δεν την ’πιασαν,
και ηγήθηκε ενός στρατού,
και κέρδισε μια μάχη,
και αψήφησε τους νόμους
γιατί οι νόμοι ήταν λάθος, θέλω οι άντρες
να μας πάρουν στα σοβαρά.
Κουράστηκα να τους περιμένω να σκεφτούν
τι είναι σωστό και τι λάθος.
Θέλω να φοβηθούν.
Θέλω να φοβηθούν τώρα
όπως εγώ υπέφερα στη μήτρα, και
θέλω να ξέρουν
ότι πάντα φτάνει η ώρα
φτάνει πάντα η ώρα να διορθώσεις
κάθε λάθος,
φτάνει πάντα η ώρα
της τιμωρίας
και η ώρα αυτή
ξεκινά μόλις τώρα.

http://teflon.wordpress.com/2012/02/28/susan-griffin-μ-αρέσει-να-σκέφτομαι-τη-χάριετ-το/#more-4961
 

Emilot

AVClub Fanatic
18 June 2006
32,852
Εξάρχεια
Νεοελληνική ιστορία

του Γιάννη Υφαντή

Είκοσι χρόνια δούλεψα καπνά∙ είκοσι χρόνια
φυντάνια, βοτανίσματα, ποτίσματα,
όργωμα, ξαναόργωμα και σβάρνισμα
και φύτεμα και σκάλισμα και πότισμα και μάζεμα κι
αρμάθιασμα και διάλεγμα και λιάσιμο και κόψιμο
και τέλος
δεμάτιασμα
για να ‛ρθει ο έμπορας και να βαθμολογήσει
66 τοις εκατό στο κράτος
27 τοις εκατό στην τσέπη του
κι 7 τοις εκατό σ’ εμάς
και μες σ’ αυτά τα εφτά τοις εκατό,
να ‛ναι λιπάσματα, ποτίσματα, οργωτικά, εργατικά
δικός μας μόχτος, χρέη, κ’ η ζωή
που θέλει τη ζωή και τίποτε
δεν την παρηγορεί έξω απ’ αυτή.

Αν είναι που οι μισοί ξενιτευτήκαμε
αν είναι που δεν έχουμε μια σιγουριά
και δεν χορταίνουμε ξεκούραση και ύπνο και φαΐ
δεν είναι που δεν εργαστήκαμε
δεν είναι που δεν κάναμε οικονομίες
δεν είναι που δεν ήμασταν οι τυχεροί∙
είναι που μας ληστεύανε και μας ληστεύουν:

Όχι οι Πέρσες μήτε οι Ενετοί
μήτε οι Τούρκοι μήτε οι Γερμανοί
μα οι δικοί μας
γενίτσαροι του πλούτου και της μόρφωσης
πολιτικοί κι ακαδημαϊκοί
και Εκκλησία και βιομήχανοι.
Είναι που μας ληστεύανε
και μας ληστεύουν.
 

Marilyn

Senior Member
8 September 2010
474
Όσα δε μάθαμε ποτέ για τα σκυλιά - Ορέστης Αλεξάκης

Εχουν δική τους μοίρα τα σκυλιά
δικό τους πρόσωπο θεού λατρεύουν
δικό τους αγναντεύουν ουρανό
δίνουν δικό τους ορισμό για τους ανθρώπους
Κρατούν τη μνήμη
του κατακλυσμού
το ρίγος για μιαν άγνωστη πατρίδα
ψάχνουν το δάσος κάτω από την πόλη
θέλουν να ξεψυχήσουν σ' άλλους τόπους
Κάποτε μες στον ύπνο των σκυλιών
θρηνούν οι λύκοι
σαλεύει ο φόβος τα βαριά κλαδιά του
φίδι σφυρίζει η πείνα την οργή της
Ακούν στα βάθη την παλιά οιμωγή
της ερημιάς τον προσκλητήριο θρήνο
δαγκώνουν την αόρατη αλυσσίδα
κόκκινο φως τα μάτια τους τυφλώνει

Θυμούνται φλόγες και
ξεριζωμό

Ξυπνά το αγρίμι μέσα τους
και κλαίει