Και μιλώντας για κείμενο, θα ξαναπαραθέσω εδώ (γιατί το συνημμένο που έχω στην πρώτη σελίδα μάλλον θα μπουν στον κόπο να το δουν ελάχιστοι
), από την μοναδική ελληνική μετάφραση των ποιημάτων του έργου που γνωρίζω, του Νικόλαου Λίβου, από το πρόγραμμα συναυλίας που δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 14 και 15 Ιανουαρίου 1994, την μετάφραση του Αποχαιρετισμού
DER ABSCHIED
(Mong-Kao-Yen & Wang-Wei)
Die Sonne scheidet hinter dem Gebirge.
In alle Täler steigt der Abend nieder
mit seinen Schatten, die voll Kühlung sind.
O sieh! Wie eine Silberbarke schwebt
der Mond am blauen Himmelssee herauf.
Ich spüre eines feinen Windes Wehn
hinter den dunklen Fichten!
Der Bach singt voller Wohllaut durch das Dunkel
Die Blumen blassen im Dämmerschein.
Die Erde atmet voll von Ruh' und Schlaf.
Alle Sehnsucht will nun träumen.
die müden Menschen gehn heimwärts,
um im Schlaf vergeßnes Glück
und Jugend neu zu lernen!
Die Vögel hocken still in ihren Zweigen.
Die Welt schläft ein!
Es wehet kühl im Schatten meiner Fichten.
Ich stehe hier and harre meines Freundes;
ich harre sein zum letzten Lebewohl.
Ich sehne mich, o Freund, an deiner Seite
die Schönheit dieses Abends zu genießen
Wo bleibst du? Du läßt mich lang allein!
Ich wandle auf und nieder mit meiner Laute
auf Wegen, die von weichem Grase schwellen.
O Schönheit! O ewigen Lebens - Lebens - trunkne Welt!
Er stieg vom Pferd und reichte ihm den Trunk
des Abschieds dar.
Er fragte ihn, wohin
er führe und auch warum es müßte sein.
Er sprach, seine Stimme war umflort: Du mein Freund,
mir war auf dieser Welt das Glück nicht hold!
Wohin ich geh'? Ich geh', ich wandre in die Berge.
Ich suche Ruhe für mein einsam Herz.
Ich wandle nach der Heimat, meiner Stätte.
Ich werde niemals in die Ferne schweifen.
Still ist mein Herz und harret seiner Stunde!
Die liebe Erde allüberall blüht auf im Lenz und grünt
aufs neu!
Allüberall und ewig blauen licht die Fernen!
Ewig... ewig...
Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
(Μονγκ-Κάο-Γιεν και Βανγκ-Βέι)
Ο ήλιος γέρνει πίσω απ' τα βουνά.
Ξεχύνεται το δειλινό στους κάμπους κάτω όλους,
ο ίσκιος του τυλίγοντας το καθετί στην ψύχρα.
Ω δες! Σ αν ασημένια βάρκα το φεγγάρι
τη βαθυγάλαζη διαπλέει λίμνη τ' ουρανού.
Ανάλαφρη του ανέμου νιώθω μια πνοή,
καθώς σηκώνεται στο σκιερό πευκώνα!
Του ρυακιού κελαριστό αντηχεί στη σκοτεινιά τραγούδι.
Τ' άνθη χλομιάζουν στο φως του εσπερινού.
Με ύπνο και γαλήνη τα πνευμόνια της η γη γεμίζει.
Κάθε πόθος τώρα αφήνεται στο όνειρο.
Οι άνθρωποι απ' τον κάματο στο σπίτι τους γυρνάνε
την ευτυχία που ξέχασαν, τη νιότη
στον ύπνο θέλουνε ξανά να διδαχθούν!
Στων δέντρων τα κλαδιά κουρνιάζουν τα πουλιά.
Τον κόσμο παίρνει ο ύπνος!
Ψυχρό τ' απόγειο αναδεύεται στον ίσκιο των πεύκων μου.
Κι εγώ εδώ, τον φίλο ν' απαντέχω,
τον καρτερώ για να του πω το ύστατο «έχε γεια».
Ποθώ, ω φίλε, στο πλευρό σου
την ομορφιά του δειλινού ετούτου να χαρώ.
Πού έχεις χαθεί; Μονάχο τόσον καιρό μ' έχεις αφήσει!
Με το λαούτο μου πλανήθηκα παντού,
σε μονοπάτια πού 'πνιγε το τρυφερό χορτάρι.
Αχ ομορφιά! Ω μεθυσμένε αιώνια κόσμε
απ' αγάπη και ζωή!
Ξεπέζεψε από τ' άλογο και το ποτό του πρόσφερε
του αποχαιρετισμού.
Να μάθει ζήτησε για πού
πηγαίνει, κι ακόμη, αν δεν γινότανε αλλιώς.
Εκείνος μίλησε με πέπλο στη φωνή του:
Αχ, φίλε μου εσύ,
στον κόσμο αυτό δεν μου 'λαχε της τύχης ένα χάδι!
Για πού πηγαίνω; Ψηλά στα όρη φεύγω.
Γαλήνη αποζητώ για τη μοναχική καρδιά μου.
Στον τόπο μου πηγαίνω, στην πατρίδα.
Στα ξένα πια δεν θα γυρνώ.
Την ώρα της προσμένει η καρδιά μου σιωπηλή!
Η αγαπημένη γη παντού τριγύρω ανθίζει
την άνοιξη και πρασινίζει πάλι!
Παντού και πάντα μες στο φως ο γαλανός ορίζων!
Παντοτινά... για πάντα...
Αυτή η αρμονία της αναχώρησης που βρίσκεται στους στίχους, αποτελεί για τον Μάλερ ένα ζητούμενο, με το οποίο προσπαθεί να ξορκίσει την αγωνία του θανάτου. Δεν είναι τυχαίες άλλωστε οι πινελιές αμφιβολίες που πρόσθεσε ο Μάλερ, π.χ. τόνισα με έντονα το σημείο στο οποίο αναφέρθηκε ο Σπύρος ο Δημοκηδής μερικά μηνύματα πριν. Ας μην ξεχνούμε μάλιστα πως αυτή η ίδια η αγωνία τον ώθησε να κάνει κριφτούλι με τον εαυτό του για την επιλογή της ονομασίας του ίδιου του του έργου.