- 17 June 2006
- 14,350
O Runt, σε γενικές γραμμές, ήταν ένας ήσσων συνθέτης. Ηταν όμως σπουδαίος παραγωγός και “καβαλημένο καλάμι”: ένιωθε, περίπου, σαν ο Μότσαρτ της εποχής του. Πάνω απ όλα, ήταν ένας εκλεκτικός πειραματιστής που μισούσε την πεπατημένη. Τα άλμπουμ του κινούνται σ ένα ευρύτατο φάσμα: από μπαλάντες μέχρι hard rock κι από περίχαρη, θριαμβευτική ποπ μέχρι garage και τον πλουσιοπάροχο ήχο της Philadelphia Soul.
To A Wizard/A True Star έρχεται από το 1973 και είναι ένας τυπικός δίσκος του Todd Rundgren: ασυνήθιστος, εκκεντρικός, δύσκολος, απίστευτα έντεχνος έως εξεζητημένος. Είναι ένας δίσκος εξαιρετικά άνισος και παραφορτωμένος που, με κάποιο απίθανο τρόπο, καταφέρνει ώρες ώρες και ακούγεται υπέροχος. Είναι post-psychedelic, post-progressive, post-glam, όλα μαζί. O Runt δήλωσε πως φιλοδοξούσε να αναπαράγει ηχητικά ένα ολόκληρο ψυχεδελικό ταξίδι και το παράκανε με το remix.
Το εξώφυλλο μοιάζει σαν να το ζωγράφισε ο Νταλί, αφού πρώτα μάσησε φύλλα πεγιότλ και έκανε τον εγκέφαλό του πουρέ. Ο δίσκος είναι ένας κυκεώνας, στη διάρκεια του οποίου, συχνά, χάνεται η μπάλα. Η μουσική κυριολεκτικά σου μιλάει, μιά απίστευτη ποικιλία από ήχους, funky ψυχεδέλεια με δυνατά ντράμς, σιτάρς και συνθεσάϊζερς – μουσικές βινιέτες άλλοτε φανταχτερές κι άλλοτε πένθιμες, σαν acid trip σε αργή κίνηση. Και στη μέση όλων αυτών ο Runt, παθιασμένος και φλεγόμενος στο “I’m So Proud” του Curtis Mayfield, στο “Ooh Baby Baby” του Smokey Robinson και στο δικό του “Sometimes I Don’t Know What To Feel”, σκέτη υπερβατική ευδαιμονία.
Η αποτυχία, έχει κι αυτή τις διαβαθμίσεις της. Εγώ αγαπώ αυτούς που αποτυγχάνουν εκστατικοί, γιατί τους δέρνει άμετρη φιλοδοξία κι έβαλαν τον πήχη πολύ ψηλά: αγαπώ αυτούς που αποτυγχάνουν σαν Ικαροι και Φαέθωνες.
Οι δίσκοι τους έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται, ακόμα κι από τα ειδικευμένα καταστήματα: πλήρη δισκογραφία τους, είναι πιά αδύνατον να βρείς. Οι ίδιοι δεν ενδιαφέρονται να τους επανεκδόσουν και φαίνεται ότι αποτραβιούνται, σιγά σιγά, από κάθε είδους καλλιτεχνική δραστηριότητα και απο το εμπόριο. Σύντομα τα άλμπουμ των Residents θα κυκλοφορούν μόνο χέρι με χέρι, σαν ανατρεπτικές μπροσούρες ανάμεσα στους “μυημένους”. Η πραγματικότητα τους ξέρασε και είναι οριστικό. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο, τους αρέσει που τα πράγματα έγιναν έτσι: είναι τιμή τους και καμάρι τους που ποτέ τους δεν έγιναν cool. 30 χρόνια στο κουρμπέτι...δεν είναι και λίγα. Ειδικά όταν είσαι ανυποχώρητος και παίζεις με τους όρους σου.
Καθετί σχετικά με τους Residents ανήκει στη σφαίρα του μύθου.
Λέγεται ότι είναι τέκνα του Shreveport, μιάς μικρής πολής της Λουιζιάνα που δεν τη ...χωράει ο χάρτης, εκεί που κυμάτισε για τελευταία φορά, περήφανη, η σημαία της Ομοσπονδίας του Νότου στον εμφύλιο. Μέσα προς τέλη των 60ς, “την έκαναν” για το Σαν Φρανσίσκο να βρούν την τύχη τους και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Σάν Ματέο. Αρχισαν να φτιάχνουν μουσική, “με πεταμένα όργανα που είχαν μαζέψει δεξιά κι αριστερά, μαγνητόφωνα και samples”, όπως έλεγαν οι ίδιοι, ένα δικό τους υβρίδιο. Πρώϊμες μουσικές επιρροές το R&B, ο James Brown (Live at the Apollo), ο Captain Beefheart, ο Frank Zappa, ο Sun Ra, ο Harry Partch. Οχι ότι σκάμπαζαν ιδιαίτερα πως να παίζουν τα όργανα ή ότι ήξεραν να συνθέτουν. Ισα ίσα: η αδεξιότητά τους έδινε στη μουσική τους ένα DIY χρώμα, τους έκανε να ηχούν λίγο σαν παιδιά που παίζουν με τα όργανα των μεγάλων. Αλλά σε αντίβαρο διέθεταν άφθονο πνεύμα και είχαν μιά αχαλίνωτη φαντασία. Στα χρόνια που ακολούθησαν αρνήθηκαν πεισματικά να εξελίξουν την τεχνική τους. Ηταν τυπικοί αβαν-γκαρντίστες που κοίταζαν πάντα μπροστά και πειραματίζονταν με τα πάντα: είχαν κόλλημα με κάθε λογής νέες τεχνολογίες που τις ενσωμάτωναν στις ηχογραφήσεις και στα live. Είναι από τους πρώτους που έφτιαξαν ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία για να διακινούν τους δίσκους τους και από τους πρώτους που αγκάλιασαν την έλευση του CD.
Η επίσημη παρουσία τους στη δισκογραφία αρχίζει την Πρωταπριλιά (!) του 1974 με το Meet The Residents. To 1978 κυκλοφορούν το Νot Available, 4o στη σειρά αλλά το Press Department του γκρούπ λέει ότι το ηχογράφησαν 2ο και το άφησαν να σιτέψει καθώς “συμφώνησαν να το κυκλοφορήσουν μόνο αφού είχαν ξεχάσει την υπαρξή του”. Τι θα ήταν η ζωή χωρίς παραμυθίες; Οι Residents φαίνονταν να γνωρίζουν τη δύναμη της μυθοπλασίας.
“Το Not Available είναι μιά mini-Οπερα σε 4 μέρη, με επίκεντρο μιά γυναίκα, την Edweena, και τον αντίχτυπο που έχει πάνω στις ζωές των ανδρών, γύρω της”. Στην ουσία είναι μιά σειρά από παράξενα, εκκεντρικά τραγούδια που δεν έμοιαζαν με τίποτε άλλο σύγχρονο ή προγενέστερό τους. Σαν ματιά πάνω στη μουσική αλλά και στη ζωή, είναι μοναδικό. Σαν άκουσμα παραπέμπει στον κόσμο του David Lynch, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που δείχνει. Ενας λαβύρινθος με καθρέφτες, ένα μωσαϊκό από αλλόκοσμους ήχους και φωνές που έρχονται και φεύγουν, ένας κόσμος τρελλός, όπου δεν ξεχωρίζεις το καλό απ το κακό, την παιδική χαρά απ τον εφιάλτη. Η ατμόσφαιρα του άλμπουμ κινείται από το μαύρο χιούμορ στην απόλυτη μελαγχολία χαρτογραφώντας καθετί ενδιάμεσο. Αυτή η σκορδόπιστη Edweena μοιάζει πανταχού παρούσα, ακόμα κι όταν λείπει. Δεν καταλαβαίνεις Τι ακριβώς κάνει στους άνδρες γύρω της, υποψιάζεσαι τα καλύτερα και τα χειρότερα, φωνές βγαίνουν απ το πουθενά, άλλοτε ψυχρές κι άλλοτε θυμωμένες, τρελλές... άλλοτε αναγγέλουν, άλλοτε, σαν σε αρχαίο δράμα, υποδύονται το Χορό, λένε διάφορα “κουφά” – τα πιστεύεις Ολα. Ο δίσκος ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου σαν παραμύθι για ενήλικους, τρομαχτικό και υπέροχο.
Ενα διαμάντι του avant-rock.