Άλλο ένα του Τσαρλς Μπουκόφσκι
Εμπόριο
κάποτε οδηγούσα φορτηγά
τόσο γρήγορα και τόσες ώρες
που το δεξί μου πόδι μούδιαζε στο γκάζι.
η μια φορτωτική μετά την άλλη,
δεκατέσσερις ώρες τη μέρα
για 1,10 δολάρια την ώρα. μαύρα.
πήγαινα ανάποδα σε μονόδρομους
στα χειρότερα σημεία της πόλης.
μες στα μεσάνυχτα
μες στο καταμεσήμερο,
έτρεχα σαν τρελός
ανάμεσα σε κτίρια ψηλά
πάντα με την μπόχα
από κάτι ψόφιο
ή έτοιμο να ψοφήσει
κατά την παράδοση
στον ανελκυστήρα εμπορευμάτων.
ήταν ένας μηχανικός ανελκυστήρας,
που έβγαζε σ’εναν χώρο
μεγάλο φωτεινό
στριμωγμένες
κάτω από τα γυμνά φώτα
γυναίκες
έσκυβαν βουβά πάνω από τα μηχανήματα,
σταυρωμένες ζωντανές στην αλυσίδα παραγωγής.
κι εγώ παρέδιδα το δέμα
σ’ έναν χοντρό μαλάκα με κόκκινες τιράντες.
αυτός υπέγραφε,
σκίζοντας το φτηνό χαρτί με το στιλό του,
αυτό θα πει εξουσία,
αυτό θα πει αμερικανικός
κόσμος της εργασίας.
σου ‘ρχεται να σκοτώσεις τον προϊστάμενο επιτόπου
αλλά διώχνεις τη σκέψη και φεύγεις,
παίρνεις πάλι τον ανελκυστήρα
που ζέχνει κάτουρο,
και σε σταυρώνει κι εσένα
ο αμερικανικός κόσμος της εργασίας,
σου ξεριζώνει τα σπλάχνα
και τον εγκέφαλο
τη θέληση
το πνεύμα.
σε ξεζουμίζει,
σε πετάει στ’ αζήτητα.
ο καπιταλισμός.
η ηθική της εργασίας.
το κίνητρο του κέρδους.
η ανάμνηση όλων όσα έλεγε ο πατέρας σου,
“δούλεψε σκληρά και θα σ’ εκτιμήσουν”.
αλλά, βέβαια, υπό τον όρο να παράγεις
πολύ περισσότερα απ’ αυτά που σε πληρώνουν.
βγαίνεις από το στενό δρομάκι
και ξαναβρίσκεσαι στον ήλιο,
στην κυκλοφοριακή συμφόρηση,
σχεδιάζεις τη διαδρομή
μέχρι την επόμενη στάση,
τον καλύτερο δρόμο,
για να γλιτώσεις χρόνο,
ενώ δεν ξέρεις κανένα κόλπο
κι αν σκεφτείς όλες τις παραδόσεις
που έχεις στο πρόγραμμα της μέρας
θα οδηγηθείς στην τρέλα.
μία μία,
η μία μετά την άλλη
οι φορτωτικές.
μπαινοβγαίνεις στα μποτιλιαρίσματα
ανάμεσα σε άλλους
που οδηγούν για να βγάλουν το ψωμί τους
χωρίς καμιά αίσθηση του κινδύνου,
της πραγματικότητας,
της ροής του χρόνου
ή της συμπόνιας.
νιώθεις την απόγνωση
που βγάζουν οι μηχανές τους,
η ζωή τους είναι το ίδιο απελπισμένη
και μονότονη με τη δική σου.
ανοίγεις δρόμο ανάμεσά τους
στον δρόμο για την επόμενη στάση,
διασχίζεις το πλημμυρισμένο
κεντρικό Λος Άντζελες
του 1-εννιά-πέντε-δύο,
βρωμοκοπάς, ζαλίζεσαι,
δεν έχεις χρόνο για φαγητό,
δεν έχεις χρόνο για καφέ,
είσαι στο δρομολόγιο αρ. 10,
κι είσαι καινούργιος στη δουλειά,
δώστε στον νεαρό
το πιο σπασαρχίδικο δρομολόγιο,
να δούμε αν μπορεί
να καταπιεί την τιμωρία.
κοιτάς το καντράν
και η βελόνα ταλαντεύεται στο κόκκινο.
ίχνος βενζίνη.
κρίμα ρε πούστη.
το σανιδώνεις,
ανάβοντας ένα σβησμένο τσιγάρο
με το ένα χέρι
από ένα βρώμικο σπιρτόκουτο.
.
βρε, δεν πάει να γαμηθεί ο κόσμος όλος.