Ποίηση....γιατί όχι;

caerbannog

Established Member
7 May 2008
290
Μέρες που είναι ένα ποίημα του αγαπημένου Β.Β. (μάλλον εμπνευσμένο από το Θουκυδίδη και τον Αριστοτέλη):

ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΜΕΝΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΠΑΛΗ

Εκείνος που μένει στο σπίτι όταν αρχίζει η πάλη
κι αφήνει άλλους να αγωνίζονται για τη δική του υπόθεση
αυτός πρέπει να προσέχει: διότι
όποιος δεν μοιράστηκε την πάλη
θα μοιραστεί την ήττα.
Ούτε καν την ήττα αποφεύγει
όποιος θέλει να αποφύγει την πάλη: διότι
παλεύει για την υπόθεση του εχθρού
εκείνος που δεν πάλεψε για τη δική του υπόθεση.
 
17 June 2006
62,715
Χολαργός
Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού
Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν
Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες
Τρώγαν πικρό ψωμί καπνίζαν φημερίδες
Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτήν τη γη.
Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν
Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη φωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους.

Κλείτος Κύρου.
Κραυγή Δεκάτη Πέμπτη,από τίς ''Κραυγές τής Νύχτας''(1960)
 
17 June 2006
62,715
Χολαργός
Πάνος Θασίτης: Ας υποχωρούσαν λίγο

Τι θέλουν τώρα αυτοί και μας θυμώνουν;
Τι κουταμάρες λένε πάλι για δήθεν ύποπτους συνδυασμούς
γι' ανόμως κερδισμένα;

Είναι ζηλιάρηδες, ανάγωγοι, ξυπόλητοι πάππου προς πάππον,
πεινασμένοι –και δικαίως τέτοιοι που 'ναι–
δεν ξέρουν τι θα πει ζωή
–την πήρανε στα εύκολα ψωμοζητώντας–
και τώρα κάνουν τους ενάρετους,
παίζουν τους Ροβεσπιέρους!

*

Στο κάτω-κάτω, ας ήταν ικανοί κι αυτοί,
ας υποχωρούσαν λίγο, ας ελίσσονταν λιγάκι,
ας άρπαζαν τις ευκαιρίες, ας σπρώχναν κι ας πατούσαν στην ανάγκη
αφού κανείς δεν τ' απαγόρεψε αυτά
–όλοι με κάτι τέτοια ζούμε και περνούμε.

Τους έξυπνους μας κάνουν τώρα;

Από τη συλλογή Ελεεινόν θέατρον (1980)
 

Stephania Gk.

AVClub Addicted Member
23 April 2008
2,381
http://www.youtube.com/watch?v=PmOCE6_voBI

«Ἀφοῦ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης, - ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ κύταλον καὶ ψύχαν. - Καὶ διὰ τὴν πείναν τὴν πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν, - ὑβρίζω τὴν γραμματικήν, καὶ κλαίγω καὶ φωνάζω: - Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα! Χριστέ, καὶ ποὺ τὰ θέλει! - Ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρόν, κι ἐκείνην τὴν ἡμέραν, - ὅπου μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ σκολιὸν ἐμέναν!». Καλύτερα, λέγει, νὰ μάθαινα μία τέχνη, νὰ γινόμουνα ράφτης. Γιατὶ ἂν μάθαινα «τὴν κλαποτήν», δηλαδὴ τὴ ραφτική: «Νὰ ἄνοιγα τὸ ἀρμάριν μου, νὰ τό ῾βρισκα γεμᾶτον - ψωμίν, κρασίν, πληθυντικὸν καὶ θυνομαγερίαν, - καὶ παλαμηδοκόμματα, καὶ τζίρους καὶ σκουμπρία, - παροῦ ὅτι τώρ᾿ ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους, - καὶ βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τὰ χαρτία». Ὕστερα λέγει πὼς ἔχει ἕναν γείτονα μπαλωματή, «πετζοτῶν τάχα ψευδοτζαγγάρην, - πλὴν ἔνε καλοψουνιστής, ἔνε καὶ χαροκόπος (γλεντζές, χαρούμενος)». Κάθε πρωὶ λέγει στὸ τσιράκι του νὰ πάγει ν᾿ ἀγοράσει «χορδόκοιλα» (μεζέδες, κάτι σὰν κοκορέτσι).....

Ἀνάθεμά με, Βασιλεῦ, καὶ τρισανάθεμά με! -Ὅταν στραφῶ καὶ ἴδω τὸν λοιπὸν τὸ πὼς καθίζει, - τὸ πῶς ἀνασκουμπώνεται νὰ πιάσει τὸ κουτάλιν, - καὶ δὲν τρέχουν τὰ σάλια μου, ὡς τρέχει τὸ ποτάμι. - Κι ἐγὼ ὑπάγω κι ἔρχομαι πόδας μετρῶν τῶν στίχων. -Εὐθὺς ζητῶ τὸν ἴαμβον, γυρεύω τὸν σπονδεῖον, - γυρεύω τὸν πυρρίχιον καὶ τὰ λοιπὰ τὰ μέτρα, - ἀλλὰ τὰ μέτρα ποὺ φελοῦν στὴν ἄμετρόν μου πείναν;».

Φώτης Κόντογλου - Πτωχοπρόδρομος, ὁ πεινασμένος καλόγερος

Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου
 
Last edited:
17 June 2006
62,715
Χολαργός
Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατής...

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται
Ξένος περιφέρεται στῶν ὁδῶν τὸ κάλεσμα-

Ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ οἱ νέοι σαλπιγκτὲς
Τῶν ἐπίλεκτων κλάσεων τοῦ μέλλοντος
Οἱ κραυγὲς τοὺς γκρεμίζουν τὰ σαθρὰ τείχη
Τήκουν τὴ λάσπη σὲ φωτεινοὺς ρύακες
Ἔρχονται οἱ ἁγνοί, οἱ ἀνυπόκριτοι.
Οἱ βιαστές, οἱ ἀμέτοχοι, οἱ παρθένοι.
Οἱ πονηροὶ συνδαιτυμόνες, οἱ ἀθῶοι
Οἱ ληξίαρχοι τῶν ἡμερῶν μας
Ἔρχεται τὸ μεγάλο παρανάλωμα
Μέσα στοὺς πίδακες τῶν πρόσχαρων νερῶν.
Ἔρχονται οἱ τελευταῖες προδιαγραφές

Μὰ τώρα αὐτὸς εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀνώνυμος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος
Μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὰν ἕτοιμος νεκρὸς
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται.
(Νὰ ξέρεις πάντα τὸ πότε καὶ τὸ πῶς)

Μανώλης Αναγνωστάκης
 

Marilyn

Senior Member
8 September 2010
474
Child in Red - R.M. Rilke
Sometimes she walks through the village in her
little red dress
all absorbed in restraining herself,
and yet, despite herself, she seems to move
according to the rhythm of her life to come.
She runs a bit, hesitates, stops,
half-turns around…
and, all while dreaming, shakes her head
for or against.
Then she dances a few steps
that she invents and forgets,
no doubt finding out that life
moves on too fast.
It’s not so much that she steps out
of the small body enclosing her,
but that all she carries in herself
frolics and ferments.
It’s this dress that she’ll remember
later in a sweet surrender;
when her whole life is full of risks,
the little red dress will always seem right.
 
17 June 2009
3,594
Recuillement - Η περισυλλογή

Sois sage, ο ma Douleur, et tiens-toi plus tranquille.
Tu reclamais le Soir; il descend; le voici:
Une atmosphere obscure enveloppe la ville,
Aux uns portant la paix, aux autres le souci.

Pendant que des mortels la multitude vile,
Sous le fouet du Plaisir, ce bourreau sans merci,
Va cueillir des remords dans la fete servile,
Ma Douleur, donne-moi la main; viens par ici,

Loin d'eux. Vois se pencher les defuntes Annees,
Sur les balcons du ciel, en robes surannees;
Surgir du fond des eaux le Regret souriant;

Le Soleil moribond s'endormir sous une arche,
Et, comme un long linceul trainant a l'Orient,
Entends, ma chere, entends la douce Nuit qui marche.

* * *

Φρόνιμος γίνου, ω Πόνε μου, και ησύχασε..η Εσπέρα
νάτην, που την αποζητούσες´κατεβαίνει αργά´
Την πολιτεία σκοταδερή τυλίγει μια ατμόσφαιρα,
Σ' άλλους γαλήνη φέρνοντας και σ' άλλους τρικυμιά.

Την ώρα το άθλιο ανθρώπινο κοπάδι που, αναμμένο,
Για να τρυγήσει τύψεις πάει να χαρεί,
από ένα δήμιο αλύπητο, την ηδονή, σπρωγμένο,
πόνε μου εσύ, δώσε μου το χέρι, πόνε μου, εδώθε, εσύ

Έλα μακριά τους. Παλαιικά ντυμένα, ιδές τα χρόνια,
τα πεθαμένα, απ' τ' ουρανού να γέρνουν τα μπαλκόνια´
χαμογελώντας η Θύμηση να βγαίνει από τα νερά´

Τον Ήλιο ιδές, κάτω από μιαν αψίδα που πεθαίνει,
κι ίδιο ένα σάβανο σερμένο αργά, εκεί ψηλά,
Άκου, καλέ μου, άκου η γλυκιά η Νύχτα που προβαίνει.

Charles Baudelaire - μετάφραση Κλέωνα Παράσχου
 
17 June 2006
62,715
Χολαργός
Τὸ φῶς

Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια
πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν-
καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες
φωνές,
βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια-
ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν, σὲ γελοῦσαν,
τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς
ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.
Ὅπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,
ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζώου
ποὺ ἔφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου
τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι-
ὁ δωρικὸς χιτώνας
ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,
εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ
σκοτάδι.
Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν
δοξάρια
καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο
κι ἐκεῖνος εἶδε τὴ σφενδόνη ν᾿ ἀρμενίζει στὸ αἷμα
ν᾿ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι
καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια-
τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾿ τὰ μπαστούνια
πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,
σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς
μ᾿ ἕνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,
καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες
πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια-
ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ
πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ
οἱ ἄσπρες λήκυθοι.

Ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, φῶς,
γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σὲ βλέπει ὁ γέροντας ἱκέτης
πηγαίνοντας νὰ δρασκελίσει τὶς ἀόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στὸ αἷμα του
ποὺ γέννησε τὸν Ἐτεοκλῆ καὶ τὸν Πολυνείκη.
Ἀγγελικὴ καὶ μαύρη, μέρα-
ἡ γλυφὴ γέψη τῆς γυναίκας ποὺ φαρμακώνει τὸ φυλακισμένο
βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κύμα δροσερὸ κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρὴ Ἀντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δὲ σοῦ μιλῶ γιὰ περασμένα, μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη
στόλισε τὰ μαλλιά σου μὲ τ᾿ ἀγκάθια τοῦ ἥλιου,
σκοτεινὴ κοπέλα-

ἡ καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ βασίλεψε,
ὁ τύραννος μέσα ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο ἔχει φύγει,
κι ὅλες οἱ κόρες τοῦ πόντου, Νηρηίδες, Γραῖες
τρέχουν στὰ λαμπυρίσματα τῆς ἀναδυομένης
ὅποιος ποτέ του δὲν ἀγάπησε θ᾿ ἀγαπήσει,
στὸ φῶς-
καὶ εἶσαι
σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ
τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ
νὰ κοιτάξεις πρῶτα,
γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκα καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ
καὶ τὸ τιτιβισμάτων πουλιῶν
θ᾿ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ
καὶ νότο
θ᾿ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας
πῶς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.

....................................................................................................
Τελευταίο μέρος τής Κίχλης τού αριστουργήματος τού Σεφέρη..



Υ.Γ.
Στον αδελφό μου Λύμπε..........................
 

Marilyn

Senior Member
8 September 2010
474
[FONT=verdana,geneva]Οι περιπλανώμενοι - Πωλ Βερλαίν[/FONT]

[FONT=verdana,geneva]Αυτοί δεν έχουν άλογα, τα πόδια καβαλάνε[/FONT]
ούτε και πλούτη, μα έχουνε χρυσάφινη ματιά,
για όπου ο άνεμος καλεί, για κει όλο ξεκινάνε
κουρελιασμένοι πάντοτε, μ' αγριωπή θωριά.
Με περιφρόνια οι γνωστικοί συχνά τους δασκαλεύουν
με οίκτο για τους τρελλούς αυτούς οι ανόητοι μιλούν,
κορίτσια σαν τους βλέπουνε, κι αυτά τους κοροιδεύουν
και τα παιδιά τους δείχνουνε τη γλώσσα και γελούν.
Κι αυτοί, που όλοι τους οικτίρουνε και τους περιγελούνε
καθώς τραβούν απαίσιοι, μοιραίοι, κωμικοί,
όλοι φοβισμένα τους κοιτούνε
σα να κοιτούν στο σούρουπο κάποιο όνειρο κακό, γιατί
στις άρπες τις μελωδικές τρεμάμενα σα βάζουν
το χέρι που τις λευτεριές σκορπίζει στην καρδιά,
κάποια τραγούδια αλλιώτικα μας σιγαναστενάζουν
τραγούδια όμορφα, νοσταλγικά κι επαναστατικά,
μα και γιατί δείχνουνε στα μάτια τα βαθιά τους
πως κλαίει πικρά και πως γελά παράξενα πολύ
ο έρωτας ο ασάλευτος των αιωνίων πραγμάτων
ο έρωτας των αρχαίων νεκρών και των θεών μαζί!
Εμπρός λοιπόν! Αδιάκοπα το δρόμο σας τραβάτε!
Καταραμένοι, πλάνητες, τραβάτε θλιβεροί!
στα έρημα ακρογιάλια, στους γκρεμούς, όπου κι αν τριγυρνάτε
για σας είναι οι παράδεισοι του κόσμου ερμητικά κλειστοί!
Κι η φύση με τον Ανθρωπο τα δυνατά της βάνει
κι οι δυο για να χτυπήσουνε όσο μπορούνε πιο βαριά,
τη θεία και περήφανη μελαγχολία που σας κάνει
σαν περπατάτε ναχετε το μέτωπο ψηλά.
Κι έτσι για να εκδικηθεί η Φύση την τρελλή αφοβιά σας
πούχετε τέτοιες λευτεριές κι ελπίδες στην ψυχή
στ' αναθεματισμένα τσακισμένα μέτωπά σας,
τη λύσσα των στοιχείων της την ξαμολάει σκληρή.
Τα καλοκαίρια καίνε κι οι πάγοι του χειμώνα
παγώνουν ως το κόκκαλο, το κρέας σας μαδούν
και τρέμουν από τον πυρετό και απ' τον αγώνα
τα κορμιά σας που γυμνά τ' αγκάθια τα τρυπούν.
Όλα σας διώχνουνε άσπλαχνα και σας βαριολυπούνε
κι όταν για σας ο θάνατος θαρθεί κάποια φορά
το μελανό σας κι άσαρκο κουφάρι κι αν το βρούνε
θα το περιφρονήσουνε κι οι λύκοι στα βουνά!
 
17 June 2009
3,594
Επίκλησις - Κώστα Καρυωτάκη

Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.
Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνώτα
σου βλέπω που ωχριούν άνθη και φώτα.
Στ' απλωμένα φτερά σου με σκεπάζεις.

Δωσ' μου λίγο καιρό, Νύχτα μεγάλη!
Θα καταβάλω όλη τη θέλησή μου.
Σα μορφασμό θα πάρω στη μορφή μου
τη χαρά που στα στήθη έχουν οι άλλοι.

Και τότε κάποια πρόφαση θα μείνει
(σημαίας κουρέλι από χαμένη μάχη),
η ψυχή για να μη δειλιά μονάχη
και για να λησμονεί τη σκέψη εκείνη.

Το πάθος όχι, το ίνδαλμά του μόνο,
ή τη γαλήνη, θέλω ν' αντικρίσω
μια φορά. Κι ύστερα πάρε με πίσω
και καλά τύλιξε με, ω Νύχτα αιώνων!
 
17 June 2006
14,350
Stop all the clocks, cut off the telephone,
Prevent the dog from barking with a juicy bone,
Silence the pianos and with muffled drum
Bring out the coffin, let the mourners come.

Let aeroplanes circle moaning overhead
Scribbling on the sky the message He Is Dead,
Put crepe bows round the white necks of the public doves,
Let the traffic policemen wear black cotton gloves.

He was my North, my South, my East and West,
My working week and my Sunday rest,
My noon, my midnight, my talk, my song;
I thought that love would last for ever: I was wrong.

The stars are not wanted now: put out every one;
Pack up the moon and dismantle the sun;
Pour away the ocean and sweep up the wood.
For nothing now can ever come to any good.


W.H. Auden (1907-1973)
 

o-Zone

AVClub Addicted Member
1 August 2010
2,282
::...MilkyWay...::
BWV 517

Wie wohl ist mir, o Freund der Seelen,
Wenn ich in deiner Liebe ruh'.
Ich steige aus der Schwermuts-Höhlen
Und eile deinen Armen zu.
Da muss die Nacht des Traurens scheiden,
Wenn mit so angenehmen Freuden
Die Liebe strahlt aus deiner Brust.
Hier ist mein Himmel schon auf Erden,
Wer wollte nicht vergnüget werden,
Der in dir findet Ruh und Lust.

----------------------------

How blest I am, O friend of spirits,
When I within thy love may rest.
I climb forth from the depths of sadness
And hasten to thine arms' embrace.
Then must the night of sorrow vanish
When with such great joy and gladness
Pure love doth beam from thy dear breast.
Here is on earth now my true heaven,
Who would not rest in full contentment
Who in thee findeth rest and joy.

Wolfgang Christoph Dreßler, verse 1 of the hymn, 1692 (Fischer-Tümpel, V, #390)
Clavierbüchlein for Anna Magdalena Bach
 
Last edited:

o-Zone

AVClub Addicted Member
1 August 2010
2,282
::...MilkyWay...::
BWV 517

Wie wohl ist mir, o Freund der Seelen,
Wenn ich in deiner Liebe ruh'.
Ich steige aus der Schwermuts-Höhlen
Und eile deinen Armen zu.
Da muss die Nacht des Traurens scheiden,
Wenn mit so angenehmen Freuden
Die Liebe strahlt aus deiner Brust.
Hier ist mein Himmel schon auf Erden,
Wer wollte nicht vergnüget werden,
Der in dir findet Ruh und Lust.

----------------------------

How blest I am, O friend of spirits,
When I within thy love may rest.
I climb forth from the depths of sadness
And hasten to thine arms' embrace.
Then must the night of sorrow vanish
When with such great joy and gladness
Pure love doth beam from thy dear breast.
Here is on earth now my true heaven,
Who would not rest in full contentment
Who in thee findeth rest and joy.

Wolfgang Christoph Dreßler, verse 1 of the hymn, 1692 (Fischer-Tümpel, V, #390)
Clavierbüchlein for Anna Magdalena Bach

:eek:fftopic:
Προσπάθησα να "ανεβάσω" το σχετικό mp3 αρχείο, αλλά δε τα κατάφερα...
Μπορεί κάποιος παρακαλώ, να μου υποδείξει το τρόπο που μπορώ να το κάνω?
 

o-Zone

AVClub Addicted Member
1 August 2010
2,282
::...MilkyWay...::
Ας φρόντιζαν

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους—
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.

Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

K.Π. Kαβάφη
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
 

Emilot

AVClub Fanatic
18 June 2006
32,823
Εξάρχεια
Ορμώμενος απο ένα άρθρο, θα ήθελα να θέσω τους προβληματισμούς που αυτό(το άρθρο) δημιουργεί, και σε εσάς....

Ενάντια στη χυδαιότητα

του Κίμωνα Ρηγόπουλου

«Είμαι από τις πιο ένθερμες θαυμάστριές του». Τάδε έφη η ποιήτρια Κική Δημουλά για τον Ηλία Ψινάκη. Και όταν δύο κόσμοι, φαινομενικά τόσο ασύμβατοι, σχεδόν παράλληλοι, συναντώνται, το σημείο της τομής τους είναι η χυδαιότητα.

Στην «κάθοδο προς τον πραγματικό κόσμο» η ποίηση παραιτείται από τον συμπαντικό της ρόλο για κάποια αργύρια ενός εφήμερου αχταρμά. Στην συνεύρεσή της με τα τελάρα της τηλεόρασης πολτοποιείται κι αυτή μαζί με τα ιλουστρασιόν φρούτα της.

Απενοχοποίηση: η διαδικασία με την οποία κάποιος ή κάποια παύει να έχει ενοχές. Απενοχοποιημένη λοιπόν η κ. Δημουλά σπεύδει να εναγκαλιστεί τον κ. Ψινάκη εκεί που η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι καταργεί το είναι και προπαγανδίζει το φαίνεσθαι ως το μόνο δυνατό καταφύγιο της ύπαρξής μας. Και μέσα στον υπέροχο στρόβιλο αυτού του χορευτικού κρεσέντου χάνεται το τρίτο συνθετικό της απενοχοποίησης, δηλαδή η ποίηση.

Σε μια εποχή που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα και σε μια κοινωνία που ορίζεται όχι από τους θεσμούς, αλλά από την απουσία θεσμών, ο ποιητής καλείται να θεσμοθετήσει. Με τον λόγο ή με την σιωπή του, με τα έργα και τις ημέρες του. Γιατί η ποίηση δεν ήταν και δεν μπορεί ποτέ να είναι στιχάκια όμορφα μπλεγμένα, αλλά η οικοδόμηση της ομορφιάς με υλικά παρμένα απ’όλες τις μάντρες του κόσμου. Ακόμα και από την μάντρα του κ. Ψινάκη, επεξεργασμένα όμως από την αλήθεια του δημιουργού τους και όχι παραδομένα στο έλεος μιας αγάπης, όπως την διατυμπανίζει ο μαντρούχος κ. Ψινάκης.

Η ποίηση δεν φθέγγεται ακόμα κι όταν παριστάνει ότι φθέγγεται.
Η αγαπητική αποστολή της ποίησης εξεγείρεται με το «αγάπη μου» του κ. Ψινάκη, που φέρνει διαφημίσεις.

Και στο έργο του ποιητή μεταγγίζονται οι ημέρες του ποιητή, που δεν μπορούν να είναι πλήρεις αν καταντήσουν αναίμακτες και χαζοχαρούμενες βολτίτσες στο Κολωνάκι της στιχουργικής."

Και μερικές "άλλες" πηγές...
http://www.tlife.gr/Article/FN/0-68-8582.html
http://www.lifo.gr/blogs/u4614/22587

Τι λέτε??
 

Elina

Senior Member
13 January 2009
556
Γέρακας
[Από την ενότητα Νεκρή πιάτσα]

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Κακόφημη συνοικία

Κάθε λίγο και λιγάκι βγαίνει στο μπαλκόνι της και τινάζει, όλο τινάζει, πότε ένα σελτεδάκι, πότε μια μικρή κουρελού, πότε ένα τραπεζομάντιλο. Της είπαν ότι κάτω από το σπίτι τους συχνάζουν πρόστυχες και ανώμαλοι, κ από τότε την τρώει η περιέργεια. Και δος του και τινάζει, ρίχνοντας κι από καμιά ματιά. Μα, τι παράξενο, ποτέ της δεν κατάφερε ν' αντιληφθεί τίποτε. Πολλά φορτηγά σταματούν για λίγο, οι φορτηγατζήδες ελέγχουν τα λάστιχα, παίρνουν νερό από τη βρύση και τα λένε λιγάκι μεταξύ τους. Συχνά περνούν ζευγαράκια, μεθυσμένοι, νεαροί με τα μοτοποδήλατα. Μερικοί τύποι κοντοστέκονται και μετά χάνονται στο βάθος της αλάνας, σε κάποιο ημιυπαίθριο μηχανουργείο∙ εκεί, λένε, είναι τα Σόδομα και τα Γόμορα – μα δε φαίνεται τίποτε, ούτε καβγάδες ακούγονται, ούτε προστυχόλογα. Ή μήπως όλα αυτά γίνονται μετά τα μεσάνυχτα, και γι' αυτό δεν παίρνει χαμπάρι; Πάντως, κάτι συμβαίνει, κάτι πολύ σοβαρό. Η επάνω οικογένεια έφυγε, γιατί είχαν, λέει, παιδιά και δε μπορούσαν να ζουν σε τέτοιο περιβάλλον. Ο απόστρατος του τρίτου πατώματος φωνάζει κάθε λίγο το 100. Ο ιερεύς που μένει στο ρετιρέ έγραψε στις εφημερίδες διά τον βούρκον της ακολασίας και καλεί τους αρμοδίους να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα. Ο δήμος, βέβαια, έβαλε κάτι φανάρια, μα κι αυτά όλο σβήνουν. Κι αυτή, δος του και βγαίνει κάθε λίγο στο μπαλκόνι, τα χέρια της πιαστήκανε απ' το πολύ να τινάζει, ούτε ένα μόριο σκόνης δεν έμεινε πια στις κουρελούδες της – μα η κακόφημη συνοικία εξακολουθεί να κρατάει κρυφά τα μυστικά της.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (1986)

Αφιερωμένο στο νέο δήμαρχο της Αθήνας


 

ecodrifter

Supreme Member
27 January 2009
3,012
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

Ορμώμενος απο ένα άρθρο, θα ήθελα να θέσω τους προβληματισμούς που αυτό(το άρθρο) δημιουργεί, και σε εσάς....

Ενάντια στη χυδαιότητα


του Κίμωνα Ρηγόπουλου

«Είμαι από τις πιο ένθερμες θαυμάστριές του». Τάδε έφη η ποιήτρια Κική Δημουλά για τον Ηλία Ψινάκη. Και όταν δύο κόσμοι, φαινομενικά τόσο ασύμβατοι, σχεδόν παράλληλοι, συναντώνται, το σημείο της τομής τους είναι η χυδαιότητα.

Στην «κάθοδο προς τον πραγματικό κόσμο» η ποίηση παραιτείται από τον συμπαντικό της ρόλο για κάποια αργύρια ενός εφήμερου αχταρμά. Στην συνεύρεσή της με τα τελάρα της τηλεόρασης πολτοποιείται κι αυτή μαζί με τα ιλουστρασιόν φρούτα της.

Απενοχοποίηση: η διαδικασία με την οποία κάποιος ή κάποια παύει να έχει ενοχές. Απενοχοποιημένη λοιπόν η κ. Δημουλά σπεύδει να εναγκαλιστεί τον κ. Ψινάκη εκεί που η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι καταργεί το είναι και προπαγανδίζει το φαίνεσθαι ως το μόνο δυνατό καταφύγιο της ύπαρξής μας. Και μέσα στον υπέροχο στρόβιλο αυτού του χορευτικού κρεσέντου χάνεται το τρίτο συνθετικό της απενοχοποίησης, δηλαδή η ποίηση.

Σε μια εποχή που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα και σε μια κοινωνία που ορίζεται όχι από τους θεσμούς, αλλά από την απουσία θεσμών, ο ποιητής καλείται να θεσμοθετήσει. Με τον λόγο ή με την σιωπή του, με τα έργα και τις ημέρες του. Γιατί η ποίηση δεν ήταν και δεν μπορεί ποτέ να είναι στιχάκια όμορφα μπλεγμένα, αλλά η οικοδόμηση της ομορφιάς με υλικά παρμένα απ’όλες τις μάντρες του κόσμου. Ακόμα και από την μάντρα του κ. Ψινάκη, επεξεργασμένα όμως από την αλήθεια του δημιουργού τους και όχι παραδομένα στο έλεος μιας αγάπης, όπως την διατυμπανίζει ο μαντρούχος κ. Ψινάκης.

Η ποίηση δεν φθέγγεται ακόμα κι όταν παριστάνει ότι φθέγγεται.
Η αγαπητική αποστολή της ποίησης εξεγείρεται με το «αγάπη μου» του κ. Ψινάκη, που φέρνει διαφημίσεις.

Και στο έργο του ποιητή μεταγγίζονται οι ημέρες του ποιητή, που δεν μπορούν να είναι πλήρεις αν καταντήσουν αναίμακτες και χαζοχαρούμενες βολτίτσες στο Κολωνάκι της στιχουργικής."

Και μερικές "άλλες" πηγές...
http://www.tlife.gr/Article/FN/0-68-8582.html
http://www.lifo.gr/blogs/u4614/22587

Τι λέτε??

Δεν ειμαι σιγουρος τι εννοει ο ποιητης
γιαυτο αντι απαντησης μερικα στιχακια που σιγουρα τα καταλαβαινω (καθε μερα και πιο πολυ)

Πολιορκούμεθα λοιπόν
Πολιορκούμεθα από ποιον

Από σένα κι από μένα απ’ τον τάδε και τον δείνα
Πολιορκούμεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,
Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς καλλονής, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων,

πολιορκούμεθα από τους βάναυσους τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας. Από τον εαυτό μας
Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.

Νανος Βαλαωριτης - Κατασταση Πολιορκιας