Η μοίρα της 7ης συμφωνίας του Σοστακόβιτς - αφιερωμένης στην πόλη του, το τότε Λένινγκραντ - ήταν συνυφασμένη με το (μεγάλο) μέγεθος. Αποτελεί την μεγαλύτερη σε διάρκεια συμφωνία του. Γράφτηκε εν μέσω της μεγαλύτερου πολέμου στην ιστορία της Ανθρωπότητας. Απετέλεσε το σύμβολο της αντίστασης των κατοίκων της πόλης, αλλά και όλων των Σοβιετικών στους εισβολείς του Άξονα. Απετέλεσε επίσης την αιχμή του δόρατος της σοβιετικής προπαγάνδας για την πολιτιστική υπεροχή των αγωνιζόμενων σοβιετικών απέναντι στους εισβολείς και την πίστη τους στην τελική νίκη.
Η (ραδιοφωνική) πρεμιέρα της επί αμερικανικού εδάφους έγινε το αντικείμενο της έριδας μεταξύ τριών ογκόλιθων του αμερικανικού μουσικού κατεστημένου -Τοσκανίνι, Στοκόφσκυ και Κουσσεβίτσκυ- με νικητή τελικά τον πρώτο. Το NBC εκτιμά ότι την μετάδοση αυτή την άκουσαν 20 εκατομμύρια ακροατές. Τη χρονιά 1942-43 παρουσιάζεται 63 φορές στις ΗΠΑ. Η ευρύτατη όμως αποδοχή από το κοινό και η συμβολική της δύναμη, επιτάχυναν τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου την επίθεση των κριτικών στην καλλιτεχνική αξία της με σκοπό να τη θέσουν στο περιθώριο. Ακόμη και το 2000 ο πολύς καθηγητής μουσικολογίας Ρ. Ταρούσκιν στο άρθρο του Ο Σοστακόβιτς και Εμείς δεν φείδεται βαρύτατων χαρακτηρισμών, όπως π.χ. ότι αποτελεί στομφώδη αναχρονισμό και ότι με τις χονδροειδείς μεθόδους της επιτίθεται στο καλό γούστο, ακριβώς όπως οι εισβολείς στην Μητέρα Ρωσία!!! fukfd . Οι πολυάριθμες ηχογραφήσεις του έργου όμως και η συνεχιζόμενη ενασχόληση των μουσικολόγων δείχνουν ότι όσο και να προσπαθούν δεν μπορούν να ξεμπερδέψουν έτσι εύκολα μαζί του.
Η συμφωνία είναι σε 4 μέρη. Το πρώτο μέρος (το πιο γνωστό) ολοκληρώθηκε κατά δήλωση του συνθέτη στις 3 Σεπτέμβρη του 1941, όταν οι Γερμανοί και οι Φινλανδοί είχαν φθάσει έξω από την πόλη. Μετά από μια ζωηρή εισαγωγή εμφανίζεται το πασίγνωστο μονότονο θέμα παιγμένο χαμηλά από το στρατιωτικό τύμπανο, που προοδευτικά αυξάνει σε ένταση επαναλαμβανόμενο από διαδοχικές ομάδες οργάνων της ορχήστρας, κατ' αναλογία με το Μπολερό του Ραβέλ. Το θέμα καταλήγει σε ένα ανατριχιαστικό κρεσέντο και το μέρος κλείνει με καταθληπτική, εξαντλημένη μουσική που ο ίδιος ο συνθέτης την είχε χαρακτηρίσει ρέκβιεμ για τα θύματα και σπαραγμό των φίλων και συγγενών για το χαμό τους. Ο Σοστακόβιτς διάλεξε σκόπιμα τη φόρμα του μπολερό για να εκφράσει τις δυνάμεις της καταστροφής. Η διαρκής επανάληψη κυριεύει το υποσυνείδητο και υποβάλλει σε μαζική ψύχωση, με τους ακροατές να ευθυγραμμίζονται με τις επιταγές του ρυθμού, στερούμενοι την αυτοβουλία τους. Από μεταγενέστερες δηλώσεις ανθρώπων που τον γνώριζαν προσωπικά, προκύπτει η πιθανότητα το μέρος αυτό και ειδικότερα το διαβόητο μονότονο θέμα του να είχαν απασχολήσει το συνθέτη πριν το ξέσπασμα της επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα και κατ' επέκταση τα αρχικά του ερεθίσματα να προέρχοντο από τη ζωή στη σταλινική Ρωσία. Το ξέσπασμα όμως της εισβολής οδήγησε το συνθέτη να το προσανατολίσει στα γεγονότα του πολέμου και να χαρακτηριστεί έκτοτε ως θέμα της εισβολής.
Το δεύτερο μέρος ολοκληρώθηκε στις 17 Σεπτέμβρη και κατ' αναλογία με το αντίστοιχο της δεύτερης συμφωνίας του Μάλερ, είναι μέρος αναπόλησης ευτυχισμένων στιγμών και μιας ομορφιάς που έχει πλέον εκτοπιστεί. Το τρίτο μέρος ολοκληρώθηκε στις 29 του Σεπτέμβρη, όταν οι μάχες γύρω από την πόλη είχαν φθάσει στην κορύφωση τους. Σπαρακτικό και απελπισμένο, είναι από τα ωραιότερα συμφωνικά adagio που έγραψε ο συνθέτης, με φανερές της επιρροές του Μάλερ. Την επόμενη μέρα ο Σοστακόβιτς διατάχθηκε να εγκαταλήψει την πολιορκημένη πόλη μαζί με την οικογένεια του. Φεύγοντας, πήρε μαζί του τρία μόνο έργα: τη συμφωνία των Ψαλμών του Στραβίνσκυ, την όπερα του Λαίδη Μακμπέθ του Μτσένσκ και τα χειρόγραφα της έβδομης συμφωνίας.
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος της συμφωνίας ολοκληρώθηκε στις 27 του Δεκέμβρη στο Κουΐμπισεφ, την εφεδρική πρωτεύουσα που είχαν ετοιμάσει οι σοβιετικοί σε περίπτωση κατάληψης της Μόσχας. Είναι το μέρος που (απαπόφευκτα) πρέπει να μιλά για νίκη και να συντηρεί την ελπίδα. Το κάνει συγκρατημένα, με διαβαθμίσεις συναισθημάτων και μια σαφή αίσθηση καταπόνησης προκειμένου να φθάσει στην τελική κόντα, που αποπνέει περισσότερο ελπίδα, παρά θρίαμβο. Στις 5 Μαρτίου του 1942 δόθηκε στην πόλη η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου.
Ο πόλεμος δεν ανέχεται τις διαβαθμίσεις και προσπαθεί να πνίξει οτιδήποτε του είναι ξένο. Μάλιστα μια παλιά ρώσικη παροιμία λέει πως: όταν μιλούν τα όπλα, οι Μούσες σωπαίνουν. Ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, μέσα στο Β' ΠΠ πόλεμο γράφτηκαν λίγα σπουδαία έργα (π.χ. το κουαρτέτο για το τέλος του χρόνου, η φανφάρα για έναν κοινό άνθρωπο κλπ), κανένα άλλο όμως δεν κατάφερε να εκφράσει τέτοια έκταση συναισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων όπως το έκανε η 7η.
Συνιστώμενη εκτέλεση του Γεβγκένι Σβετλάνωφ με την Ακαδημαϊκη Συμφωνική της ΕΣΣΔ σε μελοντίγια ή σε angel (βινύλια).
Αναφορές:
Το βιβλίο Σοστακόβιτς, για τον ίδιο και την εποχή του, έκδοση της Σύγχρονης Εποχής.
http://historynet.com/mhq/blleningrad-symp...ony/index1.html
http://www.geocities.com/kuala_bear/featur...res/pers-7.html
Η (ραδιοφωνική) πρεμιέρα της επί αμερικανικού εδάφους έγινε το αντικείμενο της έριδας μεταξύ τριών ογκόλιθων του αμερικανικού μουσικού κατεστημένου -Τοσκανίνι, Στοκόφσκυ και Κουσσεβίτσκυ- με νικητή τελικά τον πρώτο. Το NBC εκτιμά ότι την μετάδοση αυτή την άκουσαν 20 εκατομμύρια ακροατές. Τη χρονιά 1942-43 παρουσιάζεται 63 φορές στις ΗΠΑ. Η ευρύτατη όμως αποδοχή από το κοινό και η συμβολική της δύναμη, επιτάχυναν τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου την επίθεση των κριτικών στην καλλιτεχνική αξία της με σκοπό να τη θέσουν στο περιθώριο. Ακόμη και το 2000 ο πολύς καθηγητής μουσικολογίας Ρ. Ταρούσκιν στο άρθρο του Ο Σοστακόβιτς και Εμείς δεν φείδεται βαρύτατων χαρακτηρισμών, όπως π.χ. ότι αποτελεί στομφώδη αναχρονισμό και ότι με τις χονδροειδείς μεθόδους της επιτίθεται στο καλό γούστο, ακριβώς όπως οι εισβολείς στην Μητέρα Ρωσία!!! fukfd . Οι πολυάριθμες ηχογραφήσεις του έργου όμως και η συνεχιζόμενη ενασχόληση των μουσικολόγων δείχνουν ότι όσο και να προσπαθούν δεν μπορούν να ξεμπερδέψουν έτσι εύκολα μαζί του.
Η συμφωνία είναι σε 4 μέρη. Το πρώτο μέρος (το πιο γνωστό) ολοκληρώθηκε κατά δήλωση του συνθέτη στις 3 Σεπτέμβρη του 1941, όταν οι Γερμανοί και οι Φινλανδοί είχαν φθάσει έξω από την πόλη. Μετά από μια ζωηρή εισαγωγή εμφανίζεται το πασίγνωστο μονότονο θέμα παιγμένο χαμηλά από το στρατιωτικό τύμπανο, που προοδευτικά αυξάνει σε ένταση επαναλαμβανόμενο από διαδοχικές ομάδες οργάνων της ορχήστρας, κατ' αναλογία με το Μπολερό του Ραβέλ. Το θέμα καταλήγει σε ένα ανατριχιαστικό κρεσέντο και το μέρος κλείνει με καταθληπτική, εξαντλημένη μουσική που ο ίδιος ο συνθέτης την είχε χαρακτηρίσει ρέκβιεμ για τα θύματα και σπαραγμό των φίλων και συγγενών για το χαμό τους. Ο Σοστακόβιτς διάλεξε σκόπιμα τη φόρμα του μπολερό για να εκφράσει τις δυνάμεις της καταστροφής. Η διαρκής επανάληψη κυριεύει το υποσυνείδητο και υποβάλλει σε μαζική ψύχωση, με τους ακροατές να ευθυγραμμίζονται με τις επιταγές του ρυθμού, στερούμενοι την αυτοβουλία τους. Από μεταγενέστερες δηλώσεις ανθρώπων που τον γνώριζαν προσωπικά, προκύπτει η πιθανότητα το μέρος αυτό και ειδικότερα το διαβόητο μονότονο θέμα του να είχαν απασχολήσει το συνθέτη πριν το ξέσπασμα της επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα και κατ' επέκταση τα αρχικά του ερεθίσματα να προέρχοντο από τη ζωή στη σταλινική Ρωσία. Το ξέσπασμα όμως της εισβολής οδήγησε το συνθέτη να το προσανατολίσει στα γεγονότα του πολέμου και να χαρακτηριστεί έκτοτε ως θέμα της εισβολής.
Το δεύτερο μέρος ολοκληρώθηκε στις 17 Σεπτέμβρη και κατ' αναλογία με το αντίστοιχο της δεύτερης συμφωνίας του Μάλερ, είναι μέρος αναπόλησης ευτυχισμένων στιγμών και μιας ομορφιάς που έχει πλέον εκτοπιστεί. Το τρίτο μέρος ολοκληρώθηκε στις 29 του Σεπτέμβρη, όταν οι μάχες γύρω από την πόλη είχαν φθάσει στην κορύφωση τους. Σπαρακτικό και απελπισμένο, είναι από τα ωραιότερα συμφωνικά adagio που έγραψε ο συνθέτης, με φανερές της επιρροές του Μάλερ. Την επόμενη μέρα ο Σοστακόβιτς διατάχθηκε να εγκαταλήψει την πολιορκημένη πόλη μαζί με την οικογένεια του. Φεύγοντας, πήρε μαζί του τρία μόνο έργα: τη συμφωνία των Ψαλμών του Στραβίνσκυ, την όπερα του Λαίδη Μακμπέθ του Μτσένσκ και τα χειρόγραφα της έβδομης συμφωνίας.
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος της συμφωνίας ολοκληρώθηκε στις 27 του Δεκέμβρη στο Κουΐμπισεφ, την εφεδρική πρωτεύουσα που είχαν ετοιμάσει οι σοβιετικοί σε περίπτωση κατάληψης της Μόσχας. Είναι το μέρος που (απαπόφευκτα) πρέπει να μιλά για νίκη και να συντηρεί την ελπίδα. Το κάνει συγκρατημένα, με διαβαθμίσεις συναισθημάτων και μια σαφή αίσθηση καταπόνησης προκειμένου να φθάσει στην τελική κόντα, που αποπνέει περισσότερο ελπίδα, παρά θρίαμβο. Στις 5 Μαρτίου του 1942 δόθηκε στην πόλη η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου.
Ο πόλεμος δεν ανέχεται τις διαβαθμίσεις και προσπαθεί να πνίξει οτιδήποτε του είναι ξένο. Μάλιστα μια παλιά ρώσικη παροιμία λέει πως: όταν μιλούν τα όπλα, οι Μούσες σωπαίνουν. Ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, μέσα στο Β' ΠΠ πόλεμο γράφτηκαν λίγα σπουδαία έργα (π.χ. το κουαρτέτο για το τέλος του χρόνου, η φανφάρα για έναν κοινό άνθρωπο κλπ), κανένα άλλο όμως δεν κατάφερε να εκφράσει τέτοια έκταση συναισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων όπως το έκανε η 7η.
Συνιστώμενη εκτέλεση του Γεβγκένι Σβετλάνωφ με την Ακαδημαϊκη Συμφωνική της ΕΣΣΔ σε μελοντίγια ή σε angel (βινύλια).
Αναφορές:
Το βιβλίο Σοστακόβιτς, για τον ίδιο και την εποχή του, έκδοση της Σύγχρονης Εποχής.
http://historynet.com/mhq/blleningrad-symp...ony/index1.html
http://www.geocities.com/kuala_bear/featur...res/pers-7.html