Υπάρχει όμως και ο αστάθμητος αυτός παράγοντας με το πολυφορεμένο όνομα “Μοίρα”…
“Και αν δεν θελήσει η μοίρα μας…” αγωνιά η Αρετούσα…
Δεν εθέλησε φυσικά, η μοίρα τους, η Μοίρα, που σχεδόν ποτέ δεν μας κάνει τα χατήρια.
Βέβαια όταν πήρε το Νόμπελ κάποιος μιλώντας στην τελετή είπε…
“Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' όλ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.”
Κάτι που φυσικά κατά την Ελληνική παράδοση και την όση ποίηση αναμφισβήτητα περιλαμβάνει το παραδοσιακό και μη Ελληνικό τραγούδι, ο έλεγχος της Μοίρας είναι σχεδόν αδύνατος.
Έτσι, παρακάμπτοντας τη θέληση της κόρης, ο Πατέρας αποφασίζει να φέρει τα αρχοντόπουλα να κονταροχτυπηθούν, να κερδίσουν, να “ντροπιαστούν όσοι πέσουν” και έτσι να επιλέξει τον κατάλληλο για την κόρη του.
Αρχίζει μια προσέγγιση του ποιήματος εδώ (2ος “δρόμος”) με αφηγητή τον Νίκο Ξυδάκη και τραγούδι τον Αλκίνοο Ιωαννίδη.
Υπέροχο παραμύθι, λαογραφικό αλλά συνάμα ιδιαίτερα συναισθηματικό.
Ο παραμυθάς Ξυδάκης βάζει να παρελαύνουν αρχοντόπουλα, περιοχές, νοοτροπίες, ενδυματολογικά στοιχεία, εθνικά μα καθόλου εθνικιστικά στερεότυπα σε ενα 12λεπτο συνεχόμενο ενοποιημένο μουσικό δρώμενο.
Ο Αλκίνοος πιάνει κορυφή άρθρωσης και απόδοσης ρυθμού και συναισθήματος.
Υπάρχει κίνηση, δράση, ομορφιά αλλά πάνω από όλα υπάρχει ο Έρωτας. “Τόσοι αρχοντόπουλοι όμορφοι ήταν εκεί στη μέση, μα μονον ο Ερωτόκριτος της Αρετής αρέσει!”
Μόλις εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος όλα τελειώνουν.
Μουσική, στίχος και έρωτας γίνονται ένα. (Με τον Ορφέα στην αγκαλιά το “χωρεύαμε” από τους πρώτους μήνες της ζωής του, όταν ακόμα δεν ήξερα αν θα τον βαφτίσω Ορφέα, προτιμούσα το Ρωτόκριτος, ευτυχώς που με “συγκράτησε” η γυναίκα μου…)