Buddy Guy (Α) και
Junior Wells (Δ) εμφανίζονται στο Φολκ Φεστιβάλ του Νιούπορτ του Ρόουντ Άιλαντ, τον Ιούλιο του 1968
Ένας από τους πρώτους που ανταποκρίθηκε σ' αυτό, ήταν ο άσος της φυσαρμόνικας
Junior Wells. Η πρώτη επιτυχία του
Wells, "
Messing With The Kid", ήταν μπλουζ με οδηγικό ρυθμό και υπέροχο κιθαριστικό ριφ, σηματοδοτώντας για άλλη μια φορά, ότι τα μπλουζ είχαν επανεφεύρει τον εαυτό τους για να ακολουθήσουν το πλήθος. Δουλεύοντας μαζί με τον
Buddy Guy στο
Pepper's Lounge, το δίδυμο λειτούργησε σαν μια μειωμένης κλίμακας παράσταση μπλουζ εντ σόουλ, συνδυάζοντας φάνκι ρυθμούς με τα μπλουζ της περιοχής του. Στα μέσα της δεκαετίας του '60, το Σικάγο επέδειξε το πρώτο του φυλετικά μικτό γκρουπ με τη γέννηση της εξαιρετικά επιδραστικής
Paul Butterfield Blues Band, διαθέτοντας το υψηλής τάσης κιθαριστικό παίξιμο του
Michael Bloomfield και μέλη από τη ρυθμ σέξιον του
Howlin' Wolf. Και οι παραλλαγές που ήρθαν από τότε και ανθίζουν στην τρέχουσα σκηνή των κλαμπ του Σικάγο απηχούν αυτές τις δύο τελευταίες εξελίξεις του στυλ του Σικάγο. Οι ρυθμοί και οι μπασογραμμές μπορεί να γίνουν πιο φάνκι στην προσέγγιση, οι κιθάρες μπορεί να παίζουν με πιο μοντέρνο στυλ, πλησιάζοντας καμιά φορά ακόμα και τα ροκ πυροτεχνήματα. Αλλά κάθε φορά που ένας αρμονικίστας κρατάει τη φυσαρμόνικά του γύρω από ένα φτηνό μικρόφωνο ή ένα πλήθος φωνάζει για ένα αργό κομμάτι, η δομή μπορεί να αλλάξει και κάθε μουσικός και θαμώνας βγάζει το καπέλο του σε ένδειξη εκτίμησης για τον
Muddy Waters και τις απαρχές των μπλουζ του Σικάγο, που παραμένει ακόμα πολύ ζωντανό και καλό σήμερα. Από το 1983, η πόλη του Σικάγου διοργανώνει έκτοτε μια ετήσια εκδήλωση για την αναζωογόνηση της μπλουζ αναβίωσης, το
Chicago Blues Festival[6].
Πιθανώς κανένα μπλουζ στυλ δεν έχει παγκοσμίως μια πιο αναγνωρίσιμη φόρμα, αίσθηση και ήχο από το Σικάγο μπλουζ, όπως αυτό τελικά εξελίχθηκε μετά από όλες αυτές τις ζυμώσεις. Το Σικάγο είναι όπου η μουσική ενισχύθηκε και απέκτησε τον μεγάλο ρυθμό. Είναι ο ήχος με τις ενισχυμένες φυσαρμόνικες, των ηλεκτρικών σλάιντ κιθαρών, του μεγάλου μπούγκι πιάνου και ενός ασταμάτητου ρυθμικού τμήματος, με άγρια, στομφώδη φωνητικά να εκρήγνυνται από πάνω του. Είναι η ιδιοφυΐα των
Muddy Waters,
Howlin' Wolf,
Elmore James και
Little Walter που στόχευαν τα συλλογικά αυτιά ενός αστικού κοινού σε μια καπνισμένη, θορυβώδη ταβέρνα της Νότιας πλευράς, εκπέμποντας σήμα στον κόσμο. Είναι το μολυσματικό μπούγκι των
Hound Dog Taylor,
John Brim,
Jimmy Reed και
Joe Carter που εξόρυξαν παρόμοια εδάφη, την ώρα που ο
Robert Nighthawk και ο
Big John Wrencher έπαιζαν με γκρουπάκια για περαστικούς τα πρωινά της Κυριακής στην υπαίθρια αγορά της
Maxwell Street. Και είναι τα σύγχρονα, εμπνευσμένα από τα γκόσπελ, φωνητικά και το στυλ μονής-νότας του
B.B. King, των
Otis Rush,
Magic Sam και
Buddy Guy που συμπλέκονταν με όλα αυτά.
Yπάρχει μια πρωτόγονη ομορφιά σε αυτό το είδος της μουσικής, χωρίς να υπάρχει τίποτα δυσνόητο, συγκεκαλυμμένο, μεταμφιεσμένο ή προσποιούμενο. Η ατμόσφαιρα των αιχμηρών άκρων του, είναι ο ήχος του Δέλτα, που αποδέχεται τα διάφορα στοιχεία της ζωής στην πόλη και εξηλεκτρίζεται για να συμβαδίσει με έναν κόσμο που αλλάζει. Το μπλουζ του Σικάγο ήταν το πρώτο στυλ που έφτασε σε ένα μαζικό κοινό και, με την πάροδο του χρόνου, το πρώτο που έφτασε επίσης σε ένα παγκόσμιο κοινό. Όταν ο απλός ακροατής σκέφτεται τα μπλουζ, δύο μουσικοί ήχοι ανακαλούνται στο μυαλό του. Ο ένας είναι ο ήχος του
Δέλτα μπλουζ - συνήθως σλάιντ - που παίζεται με ακουστική κιθάρα και ο άλλος - αν παίζεται μέσω ενισχυτή - είναι σχεδόν πάντα
Σικάγο μπλουζ.
________________________
[1]. Ο
Lester Melrose (1891–1968) ήταν ανιχνευτής ταλέντων και ένας από τους πρώτους Αμερικάνους παραγωγούς δίσκων μπλουζ του Σικάγο.
[2]. Με χρήση της φυσικής ρητίνης, γομαλάκας ή σελάκης/
shellac, φτιάχνονταν δίσκοι φωνογράφου και γραμμοφώνου 78 στροφών, ωστόσο μετά το 1948, αντικαταστάθηκαν από τους δίσκους βινυλίου μακράς διάρκειας.
[3]. Στυλ παιξίματος κιθάρας στο οποίο δημιουργείται ένα γκλισάντο εφέ με το σύρσιμο/γλίστρημα ενός λαιμού μπουκαλιού ή παρόμοιου αντικειμένου πάνω από τις χορδές.
[4]. Το πάρτι για το ενοίκιο/
rent party (μερικές φορές ονομάζεται πάρτι στο σπίτι/
house party), προέρχεται από το Χάρλεμ κατά τη δεκαετία του 1920, και είναι μια κοινωνική εκδήλωση όπου οι ένοικοι προσλαμβάνουν έναν μουσικό ή συγκρότημα για να παίξουν ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα για να πληρώσουν το ενοίκιό τους. Αυτά τα πάρτι ήταν ένα μέσο για τους Μαύρους ενοικιαστές να φάνε, να χορέψουν και να ξεφύγουν από τις καθημερινές κακουχίες και τις διακρίσεις. Το πάρτι ενοικίου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της τζαζ και μπλουζ μουσικής, παράλληλα με τις τεχνικές χορού σουίνγκ.
[5]. Αρχικά το 1966 κυκλοφόρησαν δεκατρία κομμάτια στην
Testament Records ως
Down on Stovall's Plantation και το 1993, σε μια εκτεταμένη επανέκδοση, στην
Chess ως
The Complete Plantation Recordings.
[6]. Το
Chicago Blues Festival διοργανώνεται για ένα τριήμερο κάθε Ιούνιο, και έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο φεστιβάλ μπλουζ και, στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο δωρεάν φεστιβάλ μουσικής οποιουδήποτε είδους, παγκόσμια. Εκεί παρουσιάζονται τα μεγαλύτερα ονόματα στο μπλουζ, αλλά παρέχεται και η απαραίτητη δημοσιότητα στα άγνωστα τοπικά ταλέντα, προσελκύοντας ετήσιο κοινό εκατοντάδων χιλιάδων από όλο τον κόσμο.
(πηγές: wikipedia.org, Feel Like Going Home / Peter Guralnick, Outerbridge & Dienstfrey, 1971, Chicago Blues: The City & the Music / Mike Rowe, Da Capo Press, 1981, All Music Guide to the Blues / Michael Erlewine, Vladimir Bogdanov, Chris Woodstra, Backbeat Books, 1999, Encyclopedia of the Blues / Edward M. Komara, Psychology Press, 2006, Cub Koda)