- 17 June 2006
- 49,356
Για τον Ruben Gonzalez που γεννήθηκε το 1919 και ξεκίνησε να γίνει γιατρός θα μπορούσε να πει κανείς ότι αν και έχασε αρκετές φορές το τραίνο της διεθνούς αναγνώρισης, τελικά γνώρισε την αποδοχή μόλις στην τελευταία δεκαετία της ζωής του και όντα πλέον συνταξιούχος.
Μεγάλο ταλέντο από παιδί, όταν εγκατέλειψε την ιατρική, και αργότερα καταξιωμένος πιανίστας την ορχήστρα του θρύλου της Κούβας, Arsenio Rodriguez. Έκανε λαμπρή καριέρα στη δεκαετία του 40 αλλά δυστυχώς δεν σκέφτηκε όπως άλλοι συμπατριώτες του να περάσει απέναντι στη γη της επαγγελίας όταν ήρθαν τα χρόνια του ψυχρού πολέμου.
Μετά την απομόνωση και το εμπάργκο, όταν η Κούβα άρχισε να γίνεται μέρα με τη μέρα μια όλο και πιο ξεθωριασμένη παλιά καρτ ποστάλ, έτσι και ο μεγάλος Ruben πέρασε γρήγορα στην αφάνεια την ίδια ώρα που ονόματα όπως ο Tito Puente θησαύριζαν στη Florida…
Γρήγορα αποσύρθηκε, βγήκε στη σύνταξη, χτυπημένος και από αρθρίτιδα δεν είχε ούτε και πιάνο. Έτσι κάπου εκεί μέσα στη λιτή ζωή ενός 77χρονου, μια μέρα του χτύπησε την πόρτα η φήμη, στο πρόσωπο του Ry Cooder.
Ο σχεδόν περιθωριοποιημένος αμερικάνος μουσικός, με ελάχιστες προσωπικές επιτυχίες και αντίστοιχα τρανταχτές συνεργασίες με κολοσσιαία ονόματα, όπως οι Stones αλλά και σημαντικές επιτυχίες στον κινηματογράφο (Paris- Texas) σε μια διαρκή αναζήτηση ταλέντων μέσα από τα αζήτητα του τρίτου κόσμου και της απομόνωσης σε ένα ταξίδι στην Κούβα τον ανακαλύπτει, ανάμεσα σε μια 10άδα σχεδόν ξεχασμένων υπέργηρων μουσικών. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο Ry Cooder μαζί με τον παραγωγό της World Circuit Nick Gold τρέχουν στην Κούβα και ηχογραφούν τον περίφημο δίσκο Buena Vista Social Club. Χτυπάνε φλέβα. Ο πλανήτης αγκαλιάζει σφιχτά το ξεχασμένο αυτό διαμάντι της Κούβας και τα ταμεία σπάνε. Η κυβέρνηση Clinton τρέχει στα δικαστήρια τους παραγωγούς γιατί σπάσανε το εμπάργκο, αλλά πλέον είναι αργά. Η υπέργηρη μπάντα κάνει τουρνέ σε όλο τον πλανήτη. Ακόμα και στην Αθήνα.
Αμέσως ηχογραφείται (πάντα στα παλιά αναλογικά και ρημαγμένα Egrem Studios της Αβάνας) ο πρώτος δίσκος του Ruben Gonzalez: Ιntroducing.
****
Στα 77 του χρόνια ο πιανίστας κυκλοφορεί τον πρώτο του διεθνή δίσκο.
Οι παραγωγοί αναφέρουν στο δίσκο ότι στην πρώτη τους συνάντηση σε μεγάλο ξενοδοχείο της Αβάνας δυσκολεύονταν να τον κάνουν να συγκεντρωθεί στη συζήτηση καθώς ο καημένος είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω στο μεγάλο πιάνο που υπήρχε στο lobby και δεν είχε διάθεση για συζητήσεις για συμβόλαια και τέτοια. Αφού πήραν την άδεια από τη διεύθυνση, ο πιανίστας έκατσε στο πιάνο, ξέχασε την αρθρίτιδα και μετά βίας τον πήραν σηκωτό από το όργανο δυό ώρες μετά.
Στο δίσκο αυτό, βλέπει κανείς να ενσαρκώνεται η καταπιεσμένη φύση του πιανίστα και η μεγάλη του λαχτάρα να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Παίζει βιαστικά και ενθουσιασμένα σαν να θέλει να πει μέσα στα 50 λεπτά του δίσκου όλα όσα δεν μπόρεσε να πει στα τελευταία 50 χρόνια. Η μπάντα ακολουθεί μαγεμένη τα αυτοσχεδιαστικά περάσματα και το κέφι είναι μεγάλο. Ο δίσκος είναι ασύνδετος με αυστηρά κριτήρια αλλά από την άλλη κρύβει μεγάλο ρομαντισμό. Τα κομμάτια είναι κλασικά κουβανέζικα σουξε, όλα παλιά και τετριμένα και χιλιοακουσμένα. Όμως η προσέγγιση είναι διαφορετική. Είναι αυτή του υποσιτισμένου ρακένδυτου ναυαγού που του απλώνουν μπροστά του ένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Και ήταν ένας δίσκος που υπόσχονταν πολλά.
Στο μεταξύ οι περιοδείες συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό. Ο σκηνοθέτης Βιμ Βεντερς τρέχει μαζί με τον Ry Cooder στην Κούβα και γυρίζει την αντίστοιχη Buena Vista Social Club ταινία – ντοκυμανταίρ. Όλα τα γραφικά γερόντια μουσικοί εμφανίζονται να περιγράφουν με τρακ την απλή ζωή τους και το πέρασμά τους από την αφάνεια στο πρόσωπο της κάμερας.
Οι «τυμβωρύχοι» παραγωγοί, που μας έκαναν αυτό το ανέλπιστο δώρο σε μας αλλά και στους ίδιους τους μουσικούς στο λυκόφως της ζωής τους, τρίβουν τα χέρια τους. Βγάζουν δίσκο μετά το δίσκο από κάθε έναν τους χωριστά, ξεθάβοντας κάθε παλιά κουβανέζικη επιτυχία ή μη.
Η ταινία σπάει ταμεία και γυρίστηκε ταυτόχρονα με την ηχογράφηση του τραγουδιστή Ibrahim Ferrer, στο δίσκο του οποίου επίσης ο Ruben Gonzalez δείχνει την μεγάλη του τέχνη.
Μεγάλο ταλέντο από παιδί, όταν εγκατέλειψε την ιατρική, και αργότερα καταξιωμένος πιανίστας την ορχήστρα του θρύλου της Κούβας, Arsenio Rodriguez. Έκανε λαμπρή καριέρα στη δεκαετία του 40 αλλά δυστυχώς δεν σκέφτηκε όπως άλλοι συμπατριώτες του να περάσει απέναντι στη γη της επαγγελίας όταν ήρθαν τα χρόνια του ψυχρού πολέμου.
Μετά την απομόνωση και το εμπάργκο, όταν η Κούβα άρχισε να γίνεται μέρα με τη μέρα μια όλο και πιο ξεθωριασμένη παλιά καρτ ποστάλ, έτσι και ο μεγάλος Ruben πέρασε γρήγορα στην αφάνεια την ίδια ώρα που ονόματα όπως ο Tito Puente θησαύριζαν στη Florida…
Γρήγορα αποσύρθηκε, βγήκε στη σύνταξη, χτυπημένος και από αρθρίτιδα δεν είχε ούτε και πιάνο. Έτσι κάπου εκεί μέσα στη λιτή ζωή ενός 77χρονου, μια μέρα του χτύπησε την πόρτα η φήμη, στο πρόσωπο του Ry Cooder.
Ο σχεδόν περιθωριοποιημένος αμερικάνος μουσικός, με ελάχιστες προσωπικές επιτυχίες και αντίστοιχα τρανταχτές συνεργασίες με κολοσσιαία ονόματα, όπως οι Stones αλλά και σημαντικές επιτυχίες στον κινηματογράφο (Paris- Texas) σε μια διαρκή αναζήτηση ταλέντων μέσα από τα αζήτητα του τρίτου κόσμου και της απομόνωσης σε ένα ταξίδι στην Κούβα τον ανακαλύπτει, ανάμεσα σε μια 10άδα σχεδόν ξεχασμένων υπέργηρων μουσικών. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο Ry Cooder μαζί με τον παραγωγό της World Circuit Nick Gold τρέχουν στην Κούβα και ηχογραφούν τον περίφημο δίσκο Buena Vista Social Club. Χτυπάνε φλέβα. Ο πλανήτης αγκαλιάζει σφιχτά το ξεχασμένο αυτό διαμάντι της Κούβας και τα ταμεία σπάνε. Η κυβέρνηση Clinton τρέχει στα δικαστήρια τους παραγωγούς γιατί σπάσανε το εμπάργκο, αλλά πλέον είναι αργά. Η υπέργηρη μπάντα κάνει τουρνέ σε όλο τον πλανήτη. Ακόμα και στην Αθήνα.
Αμέσως ηχογραφείται (πάντα στα παλιά αναλογικά και ρημαγμένα Egrem Studios της Αβάνας) ο πρώτος δίσκος του Ruben Gonzalez: Ιntroducing.
****
Στα 77 του χρόνια ο πιανίστας κυκλοφορεί τον πρώτο του διεθνή δίσκο.
Οι παραγωγοί αναφέρουν στο δίσκο ότι στην πρώτη τους συνάντηση σε μεγάλο ξενοδοχείο της Αβάνας δυσκολεύονταν να τον κάνουν να συγκεντρωθεί στη συζήτηση καθώς ο καημένος είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω στο μεγάλο πιάνο που υπήρχε στο lobby και δεν είχε διάθεση για συζητήσεις για συμβόλαια και τέτοια. Αφού πήραν την άδεια από τη διεύθυνση, ο πιανίστας έκατσε στο πιάνο, ξέχασε την αρθρίτιδα και μετά βίας τον πήραν σηκωτό από το όργανο δυό ώρες μετά.
Στο δίσκο αυτό, βλέπει κανείς να ενσαρκώνεται η καταπιεσμένη φύση του πιανίστα και η μεγάλη του λαχτάρα να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Παίζει βιαστικά και ενθουσιασμένα σαν να θέλει να πει μέσα στα 50 λεπτά του δίσκου όλα όσα δεν μπόρεσε να πει στα τελευταία 50 χρόνια. Η μπάντα ακολουθεί μαγεμένη τα αυτοσχεδιαστικά περάσματα και το κέφι είναι μεγάλο. Ο δίσκος είναι ασύνδετος με αυστηρά κριτήρια αλλά από την άλλη κρύβει μεγάλο ρομαντισμό. Τα κομμάτια είναι κλασικά κουβανέζικα σουξε, όλα παλιά και τετριμένα και χιλιοακουσμένα. Όμως η προσέγγιση είναι διαφορετική. Είναι αυτή του υποσιτισμένου ρακένδυτου ναυαγού που του απλώνουν μπροστά του ένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Και ήταν ένας δίσκος που υπόσχονταν πολλά.
Στο μεταξύ οι περιοδείες συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό. Ο σκηνοθέτης Βιμ Βεντερς τρέχει μαζί με τον Ry Cooder στην Κούβα και γυρίζει την αντίστοιχη Buena Vista Social Club ταινία – ντοκυμανταίρ. Όλα τα γραφικά γερόντια μουσικοί εμφανίζονται να περιγράφουν με τρακ την απλή ζωή τους και το πέρασμά τους από την αφάνεια στο πρόσωπο της κάμερας.
Οι «τυμβωρύχοι» παραγωγοί, που μας έκαναν αυτό το ανέλπιστο δώρο σε μας αλλά και στους ίδιους τους μουσικούς στο λυκόφως της ζωής τους, τρίβουν τα χέρια τους. Βγάζουν δίσκο μετά το δίσκο από κάθε έναν τους χωριστά, ξεθάβοντας κάθε παλιά κουβανέζικη επιτυχία ή μη.
Η ταινία σπάει ταμεία και γυρίστηκε ταυτόχρονα με την ηχογράφηση του τραγουδιστή Ibrahim Ferrer, στο δίσκο του οποίου επίσης ο Ruben Gonzalez δείχνει την μεγάλη του τέχνη.
Last edited: