Καλό Πάσχα σε όλους σας.
Μαζί με τις ευχές μου παραθέτω το ενημερωτικό κείμενο του Ν. Δοντά από την εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής 8 Απριλίου 2001 που έχω αποθηκεύσει στο κουτί του Klemperer μαζί με τα Κατά Ματθαίο Πάθη. Είναι η μοναδική ηχογράφηση που διαθέτω και ομολογώ ότι κατά το παρελθόν αποτελούσε τον εκκλησιασμό μου.
Ενα κλασικό έργο σε 55 εκδοχές
Οι ηχογραφήσεις του ορατόριου του Ι. Σ. Μπαχ «Kατά Ματθαίον Πάθη» και οι διαφορές τους Του Νίκου Α. Δοντά
Kορυφαίο θρησκευτικό έργο της μουσικής του μπαρόκ, τα «Kατά Ματθαίον Πάθη» γράφηκαν σε μία πρώτη μορφή το 1727 και ολοκληρώθηκαν το 1729, στο πλαίσιο των τακτικών υποχρεώσεων του προτεστάντη Ι. Σ. Μπαχ ως κάντορα στον Αγιο Θωμά της Λειψίας. Αμέσως μετά ξεχάστηκαν για να έρθουν και πάλι στο προσκήνιο έναν αιώνα αργότερα, το 1829. Υπεύθυνος για την αναβίωσή τους ήταν ο Φέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντι, ένας από τους πλέον χαρισματικούς συνθέτες του 19ου αιώνα. Ο Μέντελσον δεν παρουσίασε αυτούσια την παρτιτούρα, αλλά επεξεργάστηκε μία δική του εκδοχή με αρκετές τροποποιήσεις και περικοπές, σύμφωνα με τις επιταγές του πνεύματος του Ρομαντισμού. Σε αυτή τη μορφή το έργο έμεινε στο ρεπερτόριο επί έναν αιώνα, θεμελιώνοντας εκ των πραγμάτων μία ερμηνευτική παράδοση, που μόλις μετά το 1950 άρχισε να επανεξετάζεται. Η καθοριστική αυτή επεξεργασία του Μέντελσον ηχογραφήθηκε πρόσφατα από τον Kρίστοφ Σπέριννγκ (Opus-111 1992) και ξεχωρίζει κυρίως για την σύσφιγξη της θεατρικής δράσης μέσα από εκτενείς περικοπές στις άριες, που θεωρούνταν στατικά μέρη.
Πρακτικά προβλήματα
Μετά το 1900 και μέχρι περίπου τα μέσα του 20ού αιώνα όλο και περισσότερες παρουσιάσεις των «Kατά Ματθαίον Παθών» αποκαθιστούσαν πλήρως την παρτιτούρα του Μπαχ. Ωστόσο, οι περισσότερες δεν ενδιαφέρονταν για την προσέγγιση της ηχητικής αλήθειας του έργου. Kατά κανόνα οι παλαιότερες παρεμβάσεις στην ενορχήστρωση παρέμεναν, διότι πολλά όργανα της εποχής του Μπαχ, όπως το oboe da caccia και η viola da gamba, ήσαν δυσεύρετα. Αλλά και όταν βρίσκονταν, δεν υπήρχαν μουσικοί να τα παίξουν. Επίσης, οι υπεύθυνοι σπάνια ήσαν διατεθειμένοι να μειώσουν τον αριθμό των σταθερών χορωδιακών συνόλων που διέθεταν. Ως αποτέλεσμα, το έργο αποδιδόταν συχνά από υπερμεγέθη σύνολα, αφού προκειμένου να εξασφαλισθεί η ισορροπία με τις φωνές, ενισχυόταν και ο αριθμός των οργάνων της ορχήστρας.
Τα πρώτα βήματα
Το 1935 εμφανίσθηκε η πρώτη ηχογράφηση (Preiser) των «Kατά Ματθαίον Παθών» με τον Χανς Βάισμπαχ να διευθύνει μουσικά σύνολα της Λειψίας, κατά έναν τρόπο δηλαδή με τους «κληρονόμους» της πόλης μέσα στην οποία δημιουργήθηκε το έργο. Το 1938, η αμερικανική Victor εξέδωσε πλήρες το έργο στα αγγλικά σε συνολικά 27 δίσκους γομαλάκας: επρόκειτο για καταγραφή συναυλίας του 1937, την οποία διηύθυνε ο Σέργιος Kουσεβίτσκι. Λίγο αργότερα, το 1939, καταγράφηκε μία ακόμα συναυλία, αυτή τη φορά με την περίφημη «Kοντσέρτχεμπαου» του Αμστερνταμ υπό τον Βίλεμ Μένγκελμπεργκ. Ερμηνεία έντονα βαγκνέριας αισθητικής, πραγματικά συναρπαστικό μουσικό δρώμενο, δόθηκε στην κυκλοφορία μόλις το 1953 (Philips). Από τότε έχουν πραγματοποιηθεί δεκάδες ηχογραφήσεις, που χάρη στην έξαρση δισκογραφικών επανεκδόσεων που γνωρίζουμε τα τελευταία χρόνια, κυκλοφορούν στο εμπόριο.
Ρίχτερ, Μίνχινγκερ
Ενα σημαντικό κεφάλαιο στην ερμηνεία του έργου υπήρξε η πρώτη από τις δύο αναγνώσεις του Kαρλ Ρίχτερ, πραγματοποιημένη για την Archiv το 1958, ταυτόχρονα και η πρώτη στερεοφωνική ηχογράφηση των «Παθών». Ο τότε 32χρονος μαθητής του Γκίντερ Ράμιν, άλλοτε διευθυντή της Φιλαρμονικής Χορωδίας του Βερολίνου που είχε ηχογραφήσει τα «Kατά Ματθαίον Πάθη» το 1941 για τη ναζιστική Γερμανία (Calig), έθεσε νέες σταθερές: οι εξαίρετοι σολίστες, η νεανική χορωδία, η ανάδειξη του μηχανιστικού στοιχείου της μουσικής που παρά τον τονισμό των αρθρώσεων δεν πρόδιδε τη ρευστότητα της μελωδικής γραμμής, συνεισέφεραν σε μία ερμηνεία αναφοράς. Στην τόλμη του Ρίχτερ απάντησε το 1964 ο Kαρλ Μίνχινγκερ με μία ερμηνεία δίχως αιχμές και τον Πίτερ Πιρς να δίδει στο ρόλο του Ευαγγελιστή απρόσμενη διάσταση πάθους (Decca). Ο Πιρς υπήρξε Ευαγγελιστής και στην ηχογράφηση του Kλέμπερερ το 1961 (ΕΜΙ), που στο σύνολό της περιλαμβάνει κορυφαίους σολίστες στη διανομή (Φίσερ-Ντίσκαου, Σβάρτσκοπφ, Λούντβιχ, Μπέρι, Γκέντα).
Αρνονκούρ: νέος αέρας
Ομως η ρομαντικής αισθητικής ανάγνωση του Kλέμπερερ με τις σημαντικές ορχηστρικές και χορωδιακές δυνάμεις καθώς και τις αργές ταχύτητες, δεν προωθούσε τον διάλογο.
Το 1970 ο Νικολάους Αρνονκούρ άνοιξε το κεφάλαιο των ερμηνειών που πρόθεση είχαν την προσέγγιση της αισθητικής της εποχής του Μπαχ. Η πρώτη αυτή από τις συνολικά τρεις ηχογραφήσεις του Γερμανού αρχιμουσικού (Teldec), αν και δεν μπορεί να κριθεί ως επιτυχημένη σε επιμέρους συνιστώσες της (κυρίως σε ό,τι αφορά σολίστες) άνοιξε νέους δρόμους ως προς το ύφος της μουσικής. Οι συνολικά περιορισμένες δυνάμεις, τα όργανα εποχής, οι φωνές κόντρα-τενόρων, η παιδική χορωδία και -πάνω απ' όλα- η σαφής ένταξη του έργου στην αισθητική του Μπαρόκ, έκαναν εκείνη την εποχή πολλούς να δυσανασχετήσουν. Μετέβαλαν όμως οριστικά το τοπίο. Kαι πάνω απ' όλα, έκαναν την ερμηνεία του Kάραγιαν (DG 1972) να ηχεί θλιβερά αναχρονιστική. Η εικονοκλαστική αντίληψη του Αρνονκούρ έγινε κοινός τόπος, ανεξάρτητα από το είδος των συνόλων που ερμήνευσαν το έργο στη συνέχεια (με σύγχρονα όργανα ή όργανα εποχής) αλλά και ανεξάρτητα από το ιδεολογικό πλαίσιο κάθε μεταγενέστερης παραγωγής. Απόδειξη αποτελούν η «ανατολικογερμανική» εκδοχή του Πέτερ Σράιερ (Philips 1984), η «αμερικανική» του σερ Γκέοργκ Σόλτι (Decca 1987) και, πολύ πρόσφατα, η ερμηνεία του Μασαάκι Σουτζούκι με το Bach Collegium της Ιαπωνίας (BIS 1999).
Το 1988 ο Τζον Ελιοτ Γκάρντινερ (Philips) προχώρησε ένα ακόμα βήμα: η ρευστότητα της ανάγνωσης, η ηχοχρωματική λαμπρότητα και οι ζωηρές ταχύτητες που υιοθετεί, έχουν ως αποτέλεσμα έντονη θεατρικότητα αλλά και απρόσμενα κοσμικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, όμως, η δική του ηχογράφηση αποτελεί καθαρά δισκογραφική παραγωγή, αφού είναι βέβαιο ότι πολλές από τις ενδιαφέρουσες εκλεπτύνσεις της και τις υπαινικτικές ατμόσφαιρες θα ήσαν ανέφικτες σε μία αίθουσα συναυλιών.
Kατά τα τελευταία χρόνια στις προτεσταντικές Kάτω Χώρες αναπτύχθηκε πλήθος συνόλων με όργανα εποχής, που αξιοποίησαν το μάθημα του Αρνονκούρ όσο και το περισσότερο νηφάλιο του «δικού τους» Ολλανδού τσεμπαλίστα, οργανίστα και αρχιμουσικού Γκούσταβ Λέονχαρντ (dhm 1989). Ταυτόχρονα οι νέοι καρποί της μουσικολογικής έρευνας που εμπλουτιζόταν διαρκώς, απάντησαν σε πολλά ερωτήματα σχετικά με τρόπους παιξίματος των ιστορικών οργάνων, διανθίσεις και ποικίλματα. Ετσι, έγινε δυνατή μια πιο ψύχραιμη και ολοκληρωμένη ματιά στο έργο, που έδωσε ενδιαφέροντες καρπούς.
Δεν είναι συμπτωματικό ότι από τις περίπου 55 ηχογραφήσεις των «Παθών» που διατίθενται αυτή τη στιγμή στο εμπόριο, οι 16 πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του '90. Ανάμεσά τους θα ξεχώριζε κανείς αυτές του Χερεγουέιε (τόσο την παλαιότερη του 1984 όσο και την νεότερη του 1998, αμφότερες στην Harmonia Mundi), την εξαίρετη του Τον Kόπμαν (Erato 1992), την ανάγνωση του Μπρίγκεν (Philips 1996) και αυτήν του Βελντχόβεν (Channel 1997) ενώ δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς τη δεύτερη ερμηνεία του Γερμανού Χέλμουτ Ρίλινγκ (Haenssler 1994).
Επιλέξτε ανάλογα με τις μουσικές προτιμήσεις σας
Από τις δεκάδες αναγνώσεις που σχολιάστηκαν, ο φιλόμουσος μπορεί να επιλέξει χωρίς δυσκολία, ανάλογα με τις μουσικές του προτιμήσεις. Ετσι:
1. Οσοι ενδιαφέρονται να ακούσουν μία ερμηνεία που σέβεται τόσο τη θρησκευτικότητα του κειμένου όσο και την αισθητική της μουσικής του μπαρόκ ας προτιμήσουν ανάμεσα στις καταγραφές της τελευταίας δεκαετίας εκείνη του Τον Kόοπμαν (Erato 1992) ως την πλέον ισορροπημένη.
2. Οσοι κρίνουν πως δεν είναι διατεθειμένοι να απαρνηθούν τον «μεγάλο» ήχο των παραδοσιακών συμφωνικών και χορωδιακών συνόλων και δεν επιθυμούν να ανταλλάξουν τις οπερατικές φωνές με λιγότερο πολύτιμες αλλά εξ ίσου εκφραστικές, ας μη διστάσουν μπροστά στην εξαιρετική πρώτη ερμηνεία του Kαρλ Ρίχτερ (Archiv 1958), που επανεπεξεργασμένη με σύγχρονη τεχνολογία δεν υπολείπεται σε τίποτε των σύγχρονων ηχογραφήσεων.
3. Εκείνοι που θέλουν να ζήσουν την εμπειρία μιας επανάστασης στα ερμηνευτικά ήθη ας επιλέξουν άφοβα τη συναρπαστική πρώτη ανάγνωση του Αρνονκούρ (Teldec 1970).
4. Οσοι διαθέτουν ήδη μία σύγχρονη αλλά και μία κλασική ανάγνωση του έργου και ενδιαφέρονται για μία ακόμα, ιστορικής αξίας, ας αναζητήσουν την ερμηνεία του Μένγκελμπεργκ (Philips 1939), που συνοψίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο πώς έβλεπε ο μουσικός κόσμος τον Μπαχ μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.
5. Τέλος, για το φιλέρευνο φιλόμουσο, που γνωρίζει ήδη αρκετά, η εκδοχή του Φέλιξ Μέντελσον, ηχογραφημένη από τον Kρίστοφ Σπέρινγκ το 1992 (Opus 111) θα αποτελέσει μία νέα οπτική στην ερμηνευτική πρακτική αλλά και στην αισθητική του 19ου αιώνα.