Re: Πόθος Πάθος Τρυφερότητα Θάνατος Tchaikovsky, Συμφωνία Νο 6 ‛Παθητική’
Το πρώτο μέρος ανοίγει ένα μουδιασμένο και κακόκεφο –πλην πανέμορφο- θέμα στο φαγκότο το οποίο σύντομα δίνει την σκυτάλη σε μικρά τμήματα της ορχήστρας…. Το βλέμμα κοιτά πίσω και μέσα, με το σώμα καθισμένο κατάχαμα σε κάποιο λόφο, με το πρόσωπο βαθιά μέσα στα δύο χέρια,
…..πίσω σε γονικές ανισορροπίες και εύθραστους ψυχισμούς, σε διαφορετικότητες αποκλεισμένες από τον μέσο όρο, σε πνιγηρές εφηβείες, σε έρωτες που γρήγορα μεταλλάσσονταν σε μικρές μα κοφτερές δαγκωματιές των μέσα τρυφερών ιστών, που πονούσαν οι γαμημένες, ενώ και αυτή η νοητή σάρκα των σωθικών μας, προϊόν μαζοχιστικής συνταγής, αργούσε… αργούσε πολύ να εξελιχθεί σε αναίσθητο πετσί , που να μην καταλαβαίνει από πόνο….
….σύντομα, σαν αντίδραση στα συναισθήματα λύπης για τον ίδιο τον εαυτό μας, για την ύπαρξη όλης αυτής της οδύνης, όλης αυτής της ατελείωτης απελπισίας, ένα υπέροχο μελωδικό θέμα αναπτύσσεται συγκινητικά (σημείωση του Πιότρ προς την ορχήστρα : τρυφερά, λυρικά και διαχυτικά), δίνοντας άφεση, λες, προς τους δυνάστες μιας ζωής, καταλαβαίνοντας ίσως και τα δικά τους αδιέξοδα, το ανεδαφικό της προσμονής ότι τα ζητούμενα τους θα συμπίπτουν με τα δικά μας…
…κυρίως όμως το αναγκαίο είναι η άφεση, η συγχώρεση του ίδιου του εαυτού μας, για τις παρατεταμένες εμμονές, για τις μαλακισμένες επιλογές σε πείσμα κάθε λογικής, για το απατηλό των ονειρώξεων και των φαντασιώσεων… πώς να μην είναι έτσι …. θυμάται ότι πόθος και πάθος είναι ένα αναπόσπαστο δίπτυχο, θυμάται ότι όσο πιο ανυψωτική ήταν η αγάπη, τόσο πιο οδυνηρή ήταν η προσγείωση, θυμάται ότι όταν γινόταν κατορθωτό να βγεις από τα οριοθετημένα περιγράμματα του κορμιού και να υπερίπτασαι σαν ένας μικρός θεός, μακριά χέρια με τεράστια νύχια σε γράπωναν και σε γύριζαν βίαια πίσω, θυμάται ότι η λαχτάρα να φτιάξει ένα φυλαχτό συλλέγοντας τα ματοτσίνορα ένα ένα ενώ ο ‛άγιος άλλος’ κοιμόταν, σύντομα μεταλλασσόταν σε μανία να κατακρεουργήσει την καρδιά του με κοφτερή λεπίδα μπας και πατσίσει τον πόνο …..
….οι κορυφώσεις διαδέχονται τις σιωπές κατά τις αλλεπάλληλες παραθέσεις των δύο βασικών θεμάτων του πρώτου μέρους…. Σύντομα όμως η ορχήστρα με μικρές αγωνιώδεις, κοφτές και βίαιες φράσεις, δείχνει πάλι το συνθέτη (και μας) παγιδευμένο, να κοιτά με τρόμο γύρω του, ζωάκι που φοβάται επίθεση από κει που δεν περιμένει, πανικόβλητο με διεσταλμένες κόρες ….
…το τέλος της αγωνίας, -ή την αρχή μίας καινούριας;- το δίνει η ‛παραιτημένη’, βαριά, εκ νέου ανάπτυξη του δεύτερου θέματος το οποίο σβήνει αργά και βαρύθυμα ….