Ποίηση....γιατί όχι;

17 June 2006
62,715
Χολαργός
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=34&artId=309643&dt=18/07/2010
Από τό ´Βήμα τής Κυριακής´ένα μικρό αφιέρωμα στην Επίδαυρο τού σπουδαίου σκηνογράφου Διονύση Φωτόπουλου..
Μιά τρυφερή ποιητική ματιά-αποτίμηση 40 ετούς τουλάχιστον εμπειρίας..,
Μοίρα καλή,μέ συντρόφεψε καί μού προσέφερε τήν τύχη πολλά απ´αυτά τά ´μαγικά´νά τάχω ζήσει και εγώ ως θαμπωμένος παρατηρητής..
 
Last edited:

opsim

Moderator
Staff member
11 May 2008
15,839
Αθήνα
Μόλις τελείωσα και εγώ να διαβάσω αυτό το κομμάτι της εφημερίδας....ωραίες εποχές, κάτι λίγα πρόλαβα και εγώ!
 

Elina

Senior Member
13 January 2009
556
Γέρακας
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=34&artId=309643&dt=18/07/2010
Από τό ´Βήμα τής Κυριακής´ένα μικρό αφιέρωμα στην Επίδαυρο τού σπουδαίου σκηνογράφου Διονύση Φωτόπουλου..
Μιά τρυφερή ποιητική ματιά-αποτίμηση 40 ετούς τουλάχιστον εμπειρίας..,
Μοίρα καλή,μέ συντρόφεψε καί μού προσέφερε τήν τύχη πολλά απ´αυτά τά ´μαγικά´νά τάχω ζήσει και εγώ ως θαμπωμένος παρατηρητής..

Κύριε Σούρλα, μας κάνετε να ζηλεύουμε!!!:speechless-smiley-0
 

Emilot

AVClub Fanatic
18 June 2006
32,823
Εξάρχεια
Xαρτοσακούλες με άψυχα κορμιά,
αβυσσαλέοι πόθοι σε πλημμυρίζουν μα
εσυ ακίνητος, αγέρωχος, αμίλητος, κοιτάς...

Άκαπνος εδώ και τρείς μέρες, περιμένεις....
το φώς του ουράνιου κεριού να σβήσει στις παλάμες σου,
για να αντιληφθείς, ότι έζησες, ότι έχασες και ότι απομένει.

Ζωντανός ανάμεσα στους νεκρούς, νεκρός ανάμεσα σε φαντάσματα.
Η ώρα δεν ήρθε ακόμα, αλλά κάποια συμπαντική δύναμη,
το πήρε απόφαση, θα πάς.....θα γίνεις Όν.
 
17 June 2009
3,594
Message - Jacques Prevert

La porte que quelqu’un a ouverte
La porte que quelqu’un a refermee
La chaise ou quelqu’un s’est assis
Le chat que quelqu’un a caresse
Le fruit que quelqu’un a mordu
La lettre que quelqu’un a lue
La chaise que quelqu’un a renversee
La porte que quelqu’un a ouverte
La route ou quelqu’un court encore
Le bois que quelqu’un traverse
La riviere ou quelqu‘un se jette
L’hopital ou quelqu’un est mort
 

Stephania Gk.

AVClub Addicted Member
23 April 2008
2,381
Σκάβοντας με την αξίνα του εφήμερου

Πρόοδος είναι να επιστρέφεις από νοημοσύνη
να πίνεις νεράκι απ'το βράχο
με νεολιθική ωριμότητα με ανώγεια μάτια.
Η ορμή μου σε πρόβλημα η καρδιά μου σε θάμβος
τανυσμένος ολούθε
στην πλατειά πολυμέρεια ο απείθαρχος Νόμος
καθιστός ωσάν ξόανο που φυλάσσει το νερό ενάντια στη δίψα(στέρεμα θα'ρθει)
οι κλειδώσεις του άνθους.


Φοβερός από μειλιχιότητα

Φεύγω απ'το στόμα μου φεύγω απ´το μυαλό μου
δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας
τα διάπυρα σημάδια του Δήθεν εντειχισμένα στο στήθος.
Φεύγω απ'τα χέρια μου φεύγω απ'τη στύση
διατρέχοντας ηχηρά το νευρικό μου σύστημα
είμαι σαν άκοπο βιβλίο που πάλιωσε
στα μαυρισμένα ράφια της θεότητας
διαθέτω μονάχα την Άνοιξη διαθέτω τ'αστέρια
είμαι άλλωστε εγώ που ταρίχευσα μαζεύοντας όσο μπόρεσα χημικό σκοτάδι-
την καθημερινότητα.


Νίκος Καρούζος
 
17 June 2009
3,594
Ένα από τα σπάνια ποιήματα του Schubert

Mein Gebet (Η προσευχή μου)

Tiefer sehnsucht heil' ges bangen
will in schon 're welten langen
mochte fullen dunklen raum
mit allmacht'gem Liebestraum

Grosser Vater! reich'dem Sohne
tiefer schmerzen nun zum Lohne
endlich als erlosungsmahl
deiner liebe ew'gen strahl

sieh, vernichtet liegt im staube
unerhortem gram zum raube
meines lebens martergang
nahend ew'gem untergang

todt'es und mich selber todte
sturz 'nun alles in die lethe
und ein reines kraft'ges sein
lass' o Grosser, dann gedeih'n.


και η μετάφραση, όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Gibbs

Οι ιεροί φόβοι της βαθύτερης λαχτάρας
θέλουν να ζήσουν σε ομορφότερους κόσμους
ήθελαν να γεμίσουν το σκοτεινό χώρο
με πανίσχυρα όνειρα αγάπης

Συ μεγάλε Πατέρα! πρόσφερε στο γιό σου
σαν ανταμοιβή του μεγάλου πόνου του
επιτέλους σαν λυτρωτική τροφή
τιε αιώνιες ακτίνες της αγάπης σου

Δες τη, διαλυμένη να κείτετα στη σκόνη
θύμα ανήκουστης θλίψης
την αγωνία που είχα όλη μου τη ζωή
καθώς πλησιάζει η ύστατη πτώση.

Σκότωσέ την και σκότωσε κι εμένα
καταδίκασέ τα όλα στη λησμονιά
και κάνε, Θεέ μου, ν' ανθήσει μετά
η αγνή και δυνατή ζωή.
 
17 June 2006
14,350
Ενας από τους αγαπημένους μου αντιήρωες, ο στρατηγός Γκόρτνον του Χαρτούμ, ή αλλιώς Γκόρντον πασσά. Ενας θυμόσοφος 'στραβωμένος', με κλίση στο μπράντυ, που η Βρετανική Αυτοκρατορία τον έστειλε να πεθάνει στο Χαρτούμ. Εγινε και ταινία με τον Τσάρλτον Ηστον στον ομώνυμο ρόλο, ο Ολίβιε, ως Μάχντι, έδωσε πραγματικό ρεσιτάλ.
Αντιγράφω από το βιβλίο 'Μερόη' του Ολιβιέ Ρολλέν, εκδόσεις Αγρα, στην εξαιρετική μετάφραση της Εφης Γιαννακοπούλου.

'Μόνο που ο Γκόρντον ήταν ένας κυκλοθυμικός. Ενας μανιοκαταθλιπτικός για ην ακρίβεια (ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται, γι αυτό και μου αρέσει τόσο). Και βρισκόταν σε μία καταθλιπτική φάση – έτσι θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον. Εξάλλου, παρόλο που ήταν στρατιώτης, δεν αγαπούσε τον πόλεμο. Αυτό που πραγματικά θα του άρεσε, θα ήταν να διασχίζει τις ερήμους του Σουδάν στη ράχη μιάς καμήλας, με μιά Βίβλο στο χέρι, το τσιγάρο στο στόμα και μερικά μπουκάλια κονιάκ στις αποσκευές του, και να χαϊδεύει το μικρό ξυρισμένο κρανίο των μικρών παιδιών ενώ θα τους δίδασκε την αληθινή πίστη. Πίστευε πως το καθήκον του ήταν να μείνει στο Χαρτούμ, αλλά, προσωπικά, η έκβαση της υπόθεσης τον άφηνε αρκετά αδιάφορο. Αν δεν υπήρχε ο Θεός (και, βέβαια, αυτό το καταφύγιο δεν ήταν ασήμαντο) θα είχε γίνει αυτόχειρας. Υπήρχε επίσης η βασίλισσα, η Αυτοκρατορία, εννοείται. Αλλά, παρ όλο που ήταν πατριώτης, δεν αγαπούσε την Αγγλία. 'Υπολογίζω στην ευτυχία να μην ξαναδώ ποτέ τη Μεγάλη Βρετανία, με τα πληκτικά δείπνα της και άλλα τέτοια μαρτύρια, έγραφε, εκείνον περίπου τον καιρό στο ημερολόγιό του. Ελπίζω, πρόσθετε, αν κάποιος Αγγλος στρατηγός φτάσει επιτέλους μέχρι το Χαρτούμ, να μη με καλέσει σε δείπνο'. Εντέλει, θα προτιμούσε πιθανώς να πεθάνει παρά να προσκληθεί σε δείπνο. Μια φορά, στην Αγγλία, ο πρίγκιπας της Ουαλίας τον είχε προσκαλέσει για φαγητό. Είχε απαντήσει ότι δεν μπορούσε να δεχθεί αυτή την τιμή, επειδή πλάγιαζε κάθε βράδυ στις εννέα. Στο Κέηπ Τάουν, μη καταφέρνοντας να αρνηθεί μία πρόταση στο σπίτι του Λόρδου κυβερνήτη, είχε σκεφτεί να πατήσει πάνω στην ουρά του φορέματος της Λαίδης Ρόμπινσον, της συζύγου του, αφήνοντας το επιβλητικό αυτό πλάσμα ημίγυμνο μέσα στο ξεσκισμένο φόρεμά του. Στο Κένσινγκτον, στο σπίτι της νύφης του, κρυβόταν κάτω από το τραπέζιθ κάθε φορά που ανήγγελαν κάποιον επισκέπτη. Με δυό λόγια, δεν ήταν κοσμικός, και απ αυτή την άποψη, η θανάσιμη μοναξιά στην οποία βρισκόταν είχε για κείνον μεγαλύτερη γοητεία από τα σαλόνια του Μπάλμοραλ.'



και παρακάτω ο Ρολλέν 'στροφάρει' πια, τελείως φευγάτος, στα κόκκινα:

'Ο πολιτισμός στον οποίο έχω αφιερωθεί είναι αυτός: ο φυλακισμένος που πεθαίνει την προηγούμενη της άλωσης της Βαστίλλης, ή του φρουρίου Πέτρου και Παύλου, ο Πρώσσος ή ο Γάλλος στρατιώτης που τον διαπερνά μία σφαίρα τα χαράματα της 11ης Νοέμβρη 1918, μιά στιγμή πριν ηχήσουν πάνω από τα ματωμένα χιόνια οι σάλπιγγες της ειρήνης. Ο Γκόρντον που δολοφονήθηκε και αποκεφαλίσθηκε δύο μέρες πριν φτάσουν στο πολιορκημένο Χαρτούμ τα πλοία της Αγγλικής εμπροσθοφυλακής. Αυτή η αιώνια μελαγχολία του ‛πολύ αργά’, καταλαβαίνετε; Η ανθρωπότητα, πάντοτε πίστευα πως είναι αυτό, αυτή η παρεκτροπή: κάτι που θα μπορούσε σχεδόν να λειτουργήσει, και μετά όχι, οικτρή αποτυχία. Αυτή η μεγαλοπρεπής, αυτή η αινιγματική δύναμη της ήττας, να τι διαφοροποιεί τους ανθρώπους, το πνεύμα, απ όλα τ’ άλλα - τις μεγάλες μετακινήσεις των βράχων, των ζώων, των όγκων νερού ή αέρα. Είναι αυτή η αρνητική δύναμη, αυτή η ατυχία αν θέλετε, που εξαιτίας της υπάρχει η τέχνη, και που εξαιτίας της εξάλλου, δεν υπάρχουν οι 'επιστήμες του ανθρώπου': αυτή η αξιοθρήνητη παραχώρηση στο νεκρό κόσμο της επιτυχίας. Πως θέλετε να υπάρξει μία επιστήμη της αποτυχίας, των χαμένων περιπτώσεων; Μία επιστήμη αυτού που διαρκώς απειλεί και περιγελά την επιστήμη;'
 
17 June 2009
3,594
Σχεδόν διάβασες τη σκέψη μου Κώστα, είχα σκοπό να παραθέσω κάτι από ένα άλλο βιβλίο του Ρολλέν, το Πορτ Σουδάν, και συγκεκριμένα αποσπάσματα από τις σελίδες 87 και 88. Σήμερα όμως είχα μαζί μου το βιβλίο του Γκιμπς....
Το συγκεκριμένο, δεν το έχω, θα το αναζητήσω όμως.
 
17 June 2009
3,594
Winter's Broken




All suddenly the wind comes soft,
And Spring is here again;
And the hawthorn quickens with buds of green,
And my heart with buds of pain.




My heart all Winter lay so numb,
The earth so dead and frore,
That I never thought, the Spring would come,
Or my heart wake any more.




But Winter's broken and earth has woken,
And the small birds cry again;
And the hawthorn hedge puts forth its buds,
And my heart puts forth its pain.

του Rupert Brooke.
Από το Aire and Angels.
Δεν υπάρχει στο you tube.​

Mπορείς όμως να κλείσεις τα μάτια και ν' ακούσεις μια φωνή μαγευτική, σαν ψίθυρο, τρυφερή σα χάδι, σαγηνευτική σα σειρήνα, και να την αφήσεις να σε ταξιδέψει στις γκρίζες παγωμένες θάλασσες του Βορρά, σε μέρη που ο ήλιος αχνοφαίνεται μέσα από βαριά σύννεφα του παντοτινού χειμώνα, εκεί που σχεδόν πάντα είναι νύχτα, νύχτα γεμάτη σκιές μα και κρυμμένες λάμψεις.....και μετά, ακούγεται το Almost Like Missing You....
well...almost?​
 
17 June 2009
3,594
La Chevelure




O toison, moutonnant jusque sur l'encolure!
O boucles! O parfum charge de nonchaloir!
Extase! Pour peupler ce soir l'alcove obscure
Des souvenirs dormant dans cette chevelure,
Je la veux agiter dans l'air comme un mouchoir!

La langoureuse Asie et la brulante Afrique,
Tout un monde lointain, absent, presque defunt,
Vit dans tes profondeurs, foret aromatique!
Comme d'autres esprits voguent sur la musique,
Le mien, o mon amour! nage sur ton parfum.

J'irai la-bas ou l'arbre et l'homme, pleins de seve,
Se pament longuement sous l'ardeur des climats;
Fortes tresses, soyez la houle qui m'enleve!
Tu contiens, mer d'ebene, un eblouissant reve
De voiles, de rameurs, de flammes et de mats:

Un port retentissant ou mon ame peut boire
A grands flots le parfum, le son et la couleur
Ou les vaisseaux, glissant dans l'or et dans la moire
Ouvrent leurs vastes bras pour embrasser la gloire
D'un ciel pur ou fremit l'eternelle chaleur.

Je plongerai ma tete amoureuse d'ivresse
Dans ce noir ocean ou l'autre est enferme;
Et mon esprit subtil que le roulis caresse
Saura vous retrouver, o feconde paresse,
Infinis bercements du loisir embaume!

Cheveux bleus, pavillon de tenebres tendues
Vous me rendez l'azur du ciel immense et rond;
Sur les bords duvetes de vos meches tordues
Je m'enivre ardemment des senteurs confondues
De l'huile de coco, du musc et du goudron.

Longtemps! toujours! ma main dans ta criniere lourde
Semera le rubis, la perle et le saphir,
Afin qu'a mon desir tu ne sois jamais sourde!
N'es-tu pas l'oasis ou je reve, et la gourde
Ou je hume a longs traits le vin du souvenir
?

- Charles Baudelaire

a toi
 
Last edited:
17 June 2009
3,594
(79)

.....................
.....................

Elle est bien jeune encore! — Son ame exasperee
Et ses sens par l'ennui mordus
S'etaient-ils entr'ouverts a la meute alteree
Des desirs errants et perdus?

L'homme vindicatif que tu n'as pu, vivante,
Malgre tant d'amour, assouvir,
Combla-t-il sur ta chair inerte et complaisante
L'immensite de son desir?

................................
................................

Loin du monde railleur, loin de la foule impure,
Loin des magistrats curieux,
Dors en paix, dors en paix, etrange creature,
Dans ton tombeau mysterieux;
Ton epoux court le monde, et ta forme immortelle
Veille pres de lui quand il dort;
Autant que toi sans doute il te sera fidele,
Et constant jusques a la mort
.
 
17 June 2009
3,594
Παραθέτω τμηματικά το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη


Ι​

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.
 
17 June 2009
3,594
ΙΙ

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές, πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σου
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξες καί μού ήρθε ο κόσμος.
 

Elina

Senior Member
13 January 2009
556
Γέρακας
Εις την Οδόν των Φιλελλήνων

(Στον Conrad Russel Rooks)

Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω
απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην
καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία
πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας,
και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η
κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο
πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την
σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από
ιδρωμένον κόσμο — από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας
βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από
πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και
τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν
(όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με
στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους
επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι
ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων
των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα
εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η
Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο
σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται
ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η
ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την
γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής
προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι
εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε
να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή,
απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο
μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που
και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή,
ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή
ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
"Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως
αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα
πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον
εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".

Ανδρέας Εμπειρίκος
 
17 June 2009
3,594
III.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’ αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά - κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουνε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "τι"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’ αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
 
17 June 2009
3,594
Francois Villon - Ballade du concours de Blois



Je meurs de seuf aupres de la fontaine,
Chaud comme feu, et tremble dent a dent ;
En mon pays suis en terre lointaine ;
Lez un brasier frissonne tout ardent ;
Nu comme un ver, vetu en president,
Je ris en pleurs et attends sans espoir ;
Confort reprends en triste desespoir ;
Je m'ejouis et n'ai plaisir aucun ;
Puissant je suis sans force et sans pouvoir,
Bien recueilli, deboute de chacun.

Rien ne m'est sur que la chose incertaine ;
Obscur, fors ce qui est tout evident ;
Doute ne fais, fors en chose certaine ;
Science tiens a soudain accident ;
Je gagne tout et demeure perdant ;
Au point du jour dis : " Dieu vous doint bon soir ! "
Gisant envers, j'ai grand paour de choir ;
J'ai bien de quoi et si n'en ai pas un ;
Echoite attends et d'homme ne suis hoir,
Bien recueilli, deboute de chacun.

De rien n'ai soin, si mets toute ma peine
D'acquéeir biens et n'y suis pretendant ;
Qui mieux me dit, c'est cil qui plus m'ataine,
Et qui plus vrai, lors plus me va bourdant ;
Mon ami est, qui me fait entendant
D'un cygne blanc que c'est un corbeau noir ;
Et qui me nuit, crois qu'il m'aide a pourvoir ;
Bourde, verte, aujourd'hui m'est tout un ;
Je retiens tout, rien ne sait concevoir,
Bien recueilli, deboute de chacun.

Prince clement, or vous plaise savoir
Que j'entends mout et n'ai sens ne savoir :
Partial suis, a toutes lois commun.
Que sais-je plus ? Quoi ? Les gages ravoir,
Bien recueilli, deboute de chacun.

και η Αγγλική μετάφραση


I’m dying of thirst beside the fountain,
Hot as fire, and with chattering teeth:
In my own land, I’m in a far domain:
Near the flame, I shiver beyond belief:
Bare as a worm, dressed in a furry sheathe,
I smile in tears, wait without expectation:
Taking my comfort in sad desperation:
I rejoice, without pleasures, never a one:
Strong I am, without power or persuasion,
Welcomed gladly, and spurned by everyone.

Nothing is sure for me but what’s uncertain:
Obscure, whatever is plainly clear to see:
I’ve no doubt, except of everything certain:
Science is what happens accidentally:
I win it all, yet a loser I’m bound to be:
Saying: ‛God give you good even!’ at dawn,
I greatly fear I’m falling, when lying down:
I’ve plenty, yet I’ve not one possession,
I wait to inherit, yet I’m no heir I own,
Welcomed gladly, and spurned by everyone.

I never take care, yet I’ve taken great pain
To acquire some goods, but have none by me:
Who’s nice to me is one I hate: it’s plain,
And who speaks truth deals with me most falsely:
He’s my friend who can make me believe
A white swan is the blackest crow I’ve known:
Who thinks he’s power to help me, does me harm:
Lies, truth, to me are all one under the sun:
I remember all, have the wisdom of a stone,
Welcomed gladly, and spurned by everyone.

Merciful Prince, may it please you that I’ve shown
There’s much I know, yet without sense or reason:
I’m partial, yet I hold with all men, in common.
What more can I do? Redeem what I’ve in pawn,
Welcomed gladly, and spurned by everyone
 

Budda

Supreme Member
2 February 2009
3,734
Orc Village(Λουτσα)
Για τους Γερμανοφωνους φιλους του φορουμ (τους εχουμε παραμελησει)

Die Gretchenfrage

GRETCHEN: ... Glaubst du an Gott?
FAUST: Mein Liebchen, wer darf sagen:
Ich glaub an Gott!
Magst Priester oder Weise fragen,
Und ihre Antwort scheint nur Spott
Über den Frager zu sein.
GRETCHEN: So glaubst du nicht?
FAUST: Mißhör mich nicht, du holdes Angesicht!
Wer darf ihn nennen
Und wer bekennen:
Ich glaub' ihn.
Wer empfinden
Und sich überwinden
Zu sagen: ich glaub ihn nicht!
Der Allumfasser,
Der Allerhalter,
Faßt und erhält er nicht
Dich, mich, sich selbst?
Wölbt sich der Himmel nicht dadroben?
Liegt die Erde nicht hierunten fest?
Und steigen freundlich blickend
Ewige Sterne nicht herauf?
Schau ich nicht Aug in Auge dir,
Und drängt nicht alles
Nach Haupt und Herzen dir
Und webt in ewigem Geheimnis
Unsichtbar-sichtbar neben dir?
Erfüll davon dein Herz, so groß es ist,
Und wenn du ganz in dem Gefühle selig bist,
Nenn es dann, wie du willst:
Nenns Glück! Herz! Liebe! Gott!
Ich habe keinen Namen
Dafür! Gefühl ist alles;
Name ist Schall und Rauch,
Umnebelnd Himmelsglut.
GRETCHEN: Das ist alles recht schön und gut;
Ungefähr sagt das der Pfarrer auch,
Nur mit ein bißchen andern Worten.
FAUST: Es sagens allerorten
Alle Herzen unter dem himmlischen Tage,
Jedes in seiner Sprache:
Warum nicht ich in der meinen?