- 8 September 2010
- 474
"Ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό" ή μπορεί και όχι - Μάλερ, Συμφωνία αρ. 1
Ο Μάλερ ολοκλήρωσε την 1η συμφωνία του το 1888 και την παρουσίασε στο κοινό το 1889 στη Βουδαπέστη - χωρίς μεγάλη επιτυχία είν' η αλήθεια. Μετά την πρώτη κρυάδα, ακολούθησε μια σειρά τροποποιήσεων μέχρις ότου το έργο να λάβει την οριστική του μορφή, με τα 4 μέρη, το 1896.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η 1η Συμφωνία αποτελεί ένα είδος εισαγωγής στο έργο του Μάλερ, με την έννοια ότι προλέγει τα βασικά ζητήματα με τα οποία αυτός θα ασχοληθεί ενδελεχώς στις επόμενες συμφωνίες του. Ο Μάλερ κάνει τις συστάσεις, δίνοντάς μας μια ιδέα του ποιος είναι, τί μπορεί και τί σκοπεύει να κάνει. Σ' αυτό το συμπυκνωμένο έργο μπορεί κανείς να διακρίνει τα βασικά ζητήματα που απασχολούν το συνθέτη σε όλη τη ζωή του: την αποξένωση από τον κόσμο, την έλλειψη της ευτυχίας, τη ματαιότητα, τον θάνατο, αλλά και την σαρκαστική διάθεση με την οποία στέκεται απέναντι σε όλα αυτά.
Το πρώτο μέρος ξεκινάει λιτά και ήρεμα, όπως ξημερώνει μια καινούρια μέρα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα γαλήνης που παραπέμπει στη φύση. Αυτή την αίσθηση έρχεται να επιβεβαιώσει το κλαρινέτο, μιμούμενο τακτικά το κελάηδημα ενός κούκου, αλλά και το βασικό μουσικό θέμα, το 2ο από τα Lieder eines fahrenden Gesellen, "Ging heut' Morgen ubers Feld". Με το μουσικό αυτό θέμα, μας γίνεται γνωστό και το στόρυ του έργου: ο ήρωάς μας κάνει έναν περίπατο στη φύση. Θαυμάζει την αρμονία και την τελειότητά της, όμως είναι δυστυχισμένος, γιατί η αγαπημένη του τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλο, κι αυτό το γεγονός δεν τον αφήνει να αντλήσει χαρά από πουθενά... Ο Μάλερ στήνει ένα σκηνικό αντιθέσεων: χαρά και λύπη, γαλήνη και αγωνία, ευτυχής πληρότητα και μοναξιά, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από την ομορφιά και τη γαλήνη της φύσης σε αντιδιαστολή με τα αισθήματα θλίψης και αγωνίας του ερωτευμένου νέου...οι μελωδίες εναλλάσσονται και συμπλέκονται αναδεικνύοντας αυτές τις αντιθέσεις, παρασύροντας κι εμάς μέσα στον κόσμο του Μάλερ, έναν κόσμο γεμάτο εικόνες και μελωδίες που, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, αρχίζουν σιγά σιγά να μας γυρίζουν τα μέσα έξω, θέτοντάς μας σε μία διαδικασία ασυνείδητης ενδοσκόπησης ... το πρώτο μέρος μας αφήνει με μία διάθεση αισιοδοξίας - πλην όμως, απατηλής.
Το δεύτερο μέρος είναι ένα αυστριακό Landler, ένας χαρούμενος χορός. Η αισιοδοξία παρατείνεται καθώς ο νεαρός αναπολεί τις όμορφες στιγμές με την αγαπημένη του. Είναι όμορφη η αγάπη όταν βρίσκει ανταπόκριση. Η μουσική μας πλημμυρίζει με αυτή την αίσθηση και κάπου στα μισά κορυφώνεται, για να διακοπεί ξαφνικά - και μαζί της και η χαρούμενη αναπόληση.. Στο Τrio που ακολουθεί, η μουσική γίνεται πιο εκλεπτυσμένη, μελαγχολική...κάπου σ' αυτό το σημείο φθάνει η στιγμή της συνειδητοποίησης -του ότι και του διότι- και η χαρούμενη διάθεση πάει περίπατο. Τί κι αν το το Landler ξαναρχίζει, η μελωδία έχει τώρα κάτι το βεβιασμένο, είναι γεμάτη από ψήγματα βιαιότητας... τί κι αν ο ήρωάς μας επιχειρεί να πιαστεί απ' τις χαρούμενες στιγμές - όλα αυτά δεν είναι παρά σπασμωδικές αντιδράσεις, μάταιες προσπάθειες να υπεκφύγει...να αποφύγει τον επακόλουθο πόνο...όμως, στ' αλήθεια, πώς μπορεί κανείς να ξεφύγει απ' τον εαυτό του;
Το τρίτο μέρος είναι τα αποκαλυπτήρια. Σηκώνεις το χαλί και βρίσκεις όλα τα σκουπίδια από κάτω, ακριβώς εκεί που τα είχες κρύψει..Έχει προηγηθεί μία μεγάλη παύση μετά το τέλος του δεύτερου μέρους, κι έπειτα αρχίζει ένα πένθιμο εμβατήριο, μία πομπή θανάτου, εμπνευσμένη από ένα ξυλόγλυπτο του Moritz von Schwind, την Κηδεία του Κυνηγού: τα ζώα του δάσους οδηγούν το νεκρό κυνηγό στην τελευταία του κατοικία. Πρόκειται άραγε για κηδεία ή για γιορτή; Χμμ...ανάλογα από ποια πλευρά στέκεσαι...Και πάνω που πάμε να το συνηθίσουμε, το πένθιμο εμβατήριο σβήνει αργά και δίνει τη θέση του σε μια γλυκιά μελωδία, κάτι ανάμεσα σε βαλς και παραδοσιακή εβραϊκή μουσική (συγχωρήστε με, δεν το κατέχω τί ακριβώς είναι) , για να επιστρέψει πάλι σε λίγο, και να δώσει τη θέση του στο τρίτο μουσικό θέμα αυτού του μέρους, το 4ο από τα Lieder eines fahrenden Gesellen, "Die zwei blauen Augen von meinem Schatz". Η απόρριψη, ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση, η ζωή που δεν έχει πια νόημα, ο θάνατος που μοιάζει να' ναι η μόνη παρηγοριά για τον νεαρό ερωτευμένο... Η δική μας ενδοσκόπηση που έχει ξεκινήσει ήδη από το πρώτο μέρος του έργου, κάπου εδώ αρχίζει και γίνεται συνειδητή. Το βάρος μετατίθεται από τον ήρωα του έργου σε μας, - άλλωστε η ερωτική απογοήτευση δεν είναι στην πραγματικότητα το θέμα του έργου, αλλά το μέσο για τις εσωτερικές διεργασίες που ακολουθούν - τα τρία μουσικά θέματα εναλλάσσονται συνεχώς και μας λένε ότι σ' αυτή τη φαρσοκωμωδία που λέγεται ζωή, και στην οποία κληθήκαμε και παίζουμε ρόλους, - άλλοτε ως πρωταγωνιστές, άλλοτε ως κομπάρσοι, κι άλλοτε ως απλοί θεατές -, η χαρά και η λύπη, η ευτυχία και η δυστυχία, η ελπίδα και η απελπισία, η ομορφιά και η ασχήμια, εντέλει η ίδια η ζωή και ο θάνατος, όλα συνυπάρχουν. Η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης, όχι μόνο του σώματος, αλλά κυρίως της ψυχής. Είναι μια σύντομη πορεία γεμάτη αβεβαιότητα, όπου τα πάντα έχουν αρχή και τέλος και το μόνο οριστικό είναι ο θάνατος...Μόνος σταθερός σύντροφος σ' αυτό το ταξίδι ο εαυτός μας. Μέλημά μας να δούμε μέσα μας, να τον γνωρίσουμε και μέσα απ' την επώδυνη διαδικασία της αυτογνωσίας να γίνουμε δυνατότεροι και να ξεφορτωθούμε τα σκουπίδια που έχουμε κρύψει κάτω απ' το χαλί. Γιατί τελικά, όσο καλά και αν τα κρύβουμε, εμείς το ξέρουμε πως είναι εκεί.
Αυτή η επώδυνη διαδικασία σηματοδοτείται με το εκκωφαντικό ξεκίνημα του τέταρτου μέρους, και τη θυελλώδη μουσική που ακολουθεί, τονίζοντας την αβεβαιότητα και την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.. η θύελλα κορυφώνεται, κι έπειτα κοπάζει και η μουσική γίνεται γαλήνια, αλλά μόνο πρόσκαιρα, για να οδηγήσει και πάλι σε νέα κορύφωση, σε μία νέα θύελλα, που με τη σειρά της θα υποχωρήσει, ώστε να αρχίσει σιγά σιγά να διαφαίνεται ο πολυαναμενόμενος θρίαμβος...τώρα, ποιος θρίαμβος θα' ναι αυτός δεν έχω ιδέα. Δυστυχώς, δεν τρέφω ελπίδες για μια επόμενη ζωή και διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, κατά πόσο μπορεί κανείς να νιώσει αισθήματα θριάμβου όταν αποκτήσει επίγνωση της πραγματικότητας, ιδιαίτερα δε μετά από μεγαλύτερα ή μικρότερα χτυπήματα της μοίρας (για να το θέσω κάπως δραματικά) , τα οποία όσο κι αν ξεπεραστούν έναν κάποιο συναισθηματικό ακρωτηριασμό τον προκαλούν, ένα μικρό κουσούρι το αφήνουν... Στο τέταρτο μέρος συναντάμε ξανά και τα μουσικά θέματα των προηγούμενων μερών, γίνεται ένα είδος σύνοψης της ιστορίας και του εσωτερικού αγώνα του ήρωά μας, ο οποίος βγαίνει νικητής από τη μάχη. Κι όμως, ο Μάλερ δεν μπορεί να αντισταθεί στον πραγματιστή εαυτό του. Στην πραγματικότητα αμφιβάλλει και ο ίδιος για τον θρίαμβο, γι' αυτό και αφήνει εμβρόντητο τον ακροατή, κλείνοντας τη συμφωνία με δύο νότες γεμάτες ερωτηματικά και αμφισβήτηση. Ευτυχώς...
Προσωπική αγαπημένη επιλογή η εκτέλεση του Boulez με την Chicago Symphony Orchestra
Ο Μάλερ ολοκλήρωσε την 1η συμφωνία του το 1888 και την παρουσίασε στο κοινό το 1889 στη Βουδαπέστη - χωρίς μεγάλη επιτυχία είν' η αλήθεια. Μετά την πρώτη κρυάδα, ακολούθησε μια σειρά τροποποιήσεων μέχρις ότου το έργο να λάβει την οριστική του μορφή, με τα 4 μέρη, το 1896.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η 1η Συμφωνία αποτελεί ένα είδος εισαγωγής στο έργο του Μάλερ, με την έννοια ότι προλέγει τα βασικά ζητήματα με τα οποία αυτός θα ασχοληθεί ενδελεχώς στις επόμενες συμφωνίες του. Ο Μάλερ κάνει τις συστάσεις, δίνοντάς μας μια ιδέα του ποιος είναι, τί μπορεί και τί σκοπεύει να κάνει. Σ' αυτό το συμπυκνωμένο έργο μπορεί κανείς να διακρίνει τα βασικά ζητήματα που απασχολούν το συνθέτη σε όλη τη ζωή του: την αποξένωση από τον κόσμο, την έλλειψη της ευτυχίας, τη ματαιότητα, τον θάνατο, αλλά και την σαρκαστική διάθεση με την οποία στέκεται απέναντι σε όλα αυτά.
Το πρώτο μέρος ξεκινάει λιτά και ήρεμα, όπως ξημερώνει μια καινούρια μέρα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα γαλήνης που παραπέμπει στη φύση. Αυτή την αίσθηση έρχεται να επιβεβαιώσει το κλαρινέτο, μιμούμενο τακτικά το κελάηδημα ενός κούκου, αλλά και το βασικό μουσικό θέμα, το 2ο από τα Lieder eines fahrenden Gesellen, "Ging heut' Morgen ubers Feld". Με το μουσικό αυτό θέμα, μας γίνεται γνωστό και το στόρυ του έργου: ο ήρωάς μας κάνει έναν περίπατο στη φύση. Θαυμάζει την αρμονία και την τελειότητά της, όμως είναι δυστυχισμένος, γιατί η αγαπημένη του τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλο, κι αυτό το γεγονός δεν τον αφήνει να αντλήσει χαρά από πουθενά... Ο Μάλερ στήνει ένα σκηνικό αντιθέσεων: χαρά και λύπη, γαλήνη και αγωνία, ευτυχής πληρότητα και μοναξιά, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από την ομορφιά και τη γαλήνη της φύσης σε αντιδιαστολή με τα αισθήματα θλίψης και αγωνίας του ερωτευμένου νέου...οι μελωδίες εναλλάσσονται και συμπλέκονται αναδεικνύοντας αυτές τις αντιθέσεις, παρασύροντας κι εμάς μέσα στον κόσμο του Μάλερ, έναν κόσμο γεμάτο εικόνες και μελωδίες που, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, αρχίζουν σιγά σιγά να μας γυρίζουν τα μέσα έξω, θέτοντάς μας σε μία διαδικασία ασυνείδητης ενδοσκόπησης ... το πρώτο μέρος μας αφήνει με μία διάθεση αισιοδοξίας - πλην όμως, απατηλής.
Το δεύτερο μέρος είναι ένα αυστριακό Landler, ένας χαρούμενος χορός. Η αισιοδοξία παρατείνεται καθώς ο νεαρός αναπολεί τις όμορφες στιγμές με την αγαπημένη του. Είναι όμορφη η αγάπη όταν βρίσκει ανταπόκριση. Η μουσική μας πλημμυρίζει με αυτή την αίσθηση και κάπου στα μισά κορυφώνεται, για να διακοπεί ξαφνικά - και μαζί της και η χαρούμενη αναπόληση.. Στο Τrio που ακολουθεί, η μουσική γίνεται πιο εκλεπτυσμένη, μελαγχολική...κάπου σ' αυτό το σημείο φθάνει η στιγμή της συνειδητοποίησης -του ότι και του διότι- και η χαρούμενη διάθεση πάει περίπατο. Τί κι αν το το Landler ξαναρχίζει, η μελωδία έχει τώρα κάτι το βεβιασμένο, είναι γεμάτη από ψήγματα βιαιότητας... τί κι αν ο ήρωάς μας επιχειρεί να πιαστεί απ' τις χαρούμενες στιγμές - όλα αυτά δεν είναι παρά σπασμωδικές αντιδράσεις, μάταιες προσπάθειες να υπεκφύγει...να αποφύγει τον επακόλουθο πόνο...όμως, στ' αλήθεια, πώς μπορεί κανείς να ξεφύγει απ' τον εαυτό του;
Το τρίτο μέρος είναι τα αποκαλυπτήρια. Σηκώνεις το χαλί και βρίσκεις όλα τα σκουπίδια από κάτω, ακριβώς εκεί που τα είχες κρύψει..Έχει προηγηθεί μία μεγάλη παύση μετά το τέλος του δεύτερου μέρους, κι έπειτα αρχίζει ένα πένθιμο εμβατήριο, μία πομπή θανάτου, εμπνευσμένη από ένα ξυλόγλυπτο του Moritz von Schwind, την Κηδεία του Κυνηγού: τα ζώα του δάσους οδηγούν το νεκρό κυνηγό στην τελευταία του κατοικία. Πρόκειται άραγε για κηδεία ή για γιορτή; Χμμ...ανάλογα από ποια πλευρά στέκεσαι...Και πάνω που πάμε να το συνηθίσουμε, το πένθιμο εμβατήριο σβήνει αργά και δίνει τη θέση του σε μια γλυκιά μελωδία, κάτι ανάμεσα σε βαλς και παραδοσιακή εβραϊκή μουσική (συγχωρήστε με, δεν το κατέχω τί ακριβώς είναι) , για να επιστρέψει πάλι σε λίγο, και να δώσει τη θέση του στο τρίτο μουσικό θέμα αυτού του μέρους, το 4ο από τα Lieder eines fahrenden Gesellen, "Die zwei blauen Augen von meinem Schatz". Η απόρριψη, ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση, η ζωή που δεν έχει πια νόημα, ο θάνατος που μοιάζει να' ναι η μόνη παρηγοριά για τον νεαρό ερωτευμένο... Η δική μας ενδοσκόπηση που έχει ξεκινήσει ήδη από το πρώτο μέρος του έργου, κάπου εδώ αρχίζει και γίνεται συνειδητή. Το βάρος μετατίθεται από τον ήρωα του έργου σε μας, - άλλωστε η ερωτική απογοήτευση δεν είναι στην πραγματικότητα το θέμα του έργου, αλλά το μέσο για τις εσωτερικές διεργασίες που ακολουθούν - τα τρία μουσικά θέματα εναλλάσσονται συνεχώς και μας λένε ότι σ' αυτή τη φαρσοκωμωδία που λέγεται ζωή, και στην οποία κληθήκαμε και παίζουμε ρόλους, - άλλοτε ως πρωταγωνιστές, άλλοτε ως κομπάρσοι, κι άλλοτε ως απλοί θεατές -, η χαρά και η λύπη, η ευτυχία και η δυστυχία, η ελπίδα και η απελπισία, η ομορφιά και η ασχήμια, εντέλει η ίδια η ζωή και ο θάνατος, όλα συνυπάρχουν. Η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης, όχι μόνο του σώματος, αλλά κυρίως της ψυχής. Είναι μια σύντομη πορεία γεμάτη αβεβαιότητα, όπου τα πάντα έχουν αρχή και τέλος και το μόνο οριστικό είναι ο θάνατος...Μόνος σταθερός σύντροφος σ' αυτό το ταξίδι ο εαυτός μας. Μέλημά μας να δούμε μέσα μας, να τον γνωρίσουμε και μέσα απ' την επώδυνη διαδικασία της αυτογνωσίας να γίνουμε δυνατότεροι και να ξεφορτωθούμε τα σκουπίδια που έχουμε κρύψει κάτω απ' το χαλί. Γιατί τελικά, όσο καλά και αν τα κρύβουμε, εμείς το ξέρουμε πως είναι εκεί.
Αυτή η επώδυνη διαδικασία σηματοδοτείται με το εκκωφαντικό ξεκίνημα του τέταρτου μέρους, και τη θυελλώδη μουσική που ακολουθεί, τονίζοντας την αβεβαιότητα και την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.. η θύελλα κορυφώνεται, κι έπειτα κοπάζει και η μουσική γίνεται γαλήνια, αλλά μόνο πρόσκαιρα, για να οδηγήσει και πάλι σε νέα κορύφωση, σε μία νέα θύελλα, που με τη σειρά της θα υποχωρήσει, ώστε να αρχίσει σιγά σιγά να διαφαίνεται ο πολυαναμενόμενος θρίαμβος...τώρα, ποιος θρίαμβος θα' ναι αυτός δεν έχω ιδέα. Δυστυχώς, δεν τρέφω ελπίδες για μια επόμενη ζωή και διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, κατά πόσο μπορεί κανείς να νιώσει αισθήματα θριάμβου όταν αποκτήσει επίγνωση της πραγματικότητας, ιδιαίτερα δε μετά από μεγαλύτερα ή μικρότερα χτυπήματα της μοίρας (για να το θέσω κάπως δραματικά) , τα οποία όσο κι αν ξεπεραστούν έναν κάποιο συναισθηματικό ακρωτηριασμό τον προκαλούν, ένα μικρό κουσούρι το αφήνουν... Στο τέταρτο μέρος συναντάμε ξανά και τα μουσικά θέματα των προηγούμενων μερών, γίνεται ένα είδος σύνοψης της ιστορίας και του εσωτερικού αγώνα του ήρωά μας, ο οποίος βγαίνει νικητής από τη μάχη. Κι όμως, ο Μάλερ δεν μπορεί να αντισταθεί στον πραγματιστή εαυτό του. Στην πραγματικότητα αμφιβάλλει και ο ίδιος για τον θρίαμβο, γι' αυτό και αφήνει εμβρόντητο τον ακροατή, κλείνοντας τη συμφωνία με δύο νότες γεμάτες ερωτηματικά και αμφισβήτηση. Ευτυχώς...
Προσωπική αγαπημένη επιλογή η εκτέλεση του Boulez με την Chicago Symphony Orchestra