Άργησα να γνωρίσω το Γιώργο Κοροπούλη. Εδώ και δυο χρόνια άκουσα τυχαία ένα βράδυ, μια σύντομη εκπομπή στο Γ' Πρόγραμμα με το περίεργο όνομα "Στοιχεία για την αγορά του χαλκού". Στο μικρόφωνο, μια κατεξοχήν ραδιοφωνική φωνή που με μαγνήτιζε. Μιλούσε για την Αχμάτοβα και διάβαζε αν θυμάμαι καλά, από το Ρέκβιεμ. Το κονσερβοκούτι που με είχε περικλείσει η κουραστική μέρα άνοιξε, η καρδιά και ο νους μου φτερούγισαν. Ένιωσα γοητευμένος και πληρέστερος. Έκτοτε τον έψαχνα να τον ακούσω όποτε μπορούσα. Άλλες φορές το θέμα ήταν σχετικά οικείο, άλλες όχι. Οι εντυπώσεις μου όμως ήταν πάντα ανάλογες. Τον έχασα από το ραδιόφωνο τον τελευταίο χρόνο. Τον ξαναβρήκα για ένα διάστημα μέσα από τις σελίδες της Κυριακάτικης Αυγής. Τον έχασα και από εκεί, ώσπου ξαναεμφανίστηκε πριν λίγους μήνες. Αντιγράφω το ποίημα "Φόρος τιμής στον Γ.Χ. Ώντεν" (παράφραση του ποιήματος "1η Σεπτεμβρίου" του ιδίου), από το
φύλο της εφημερίδας της περασμένης Κυριακής.
Φόρος τιμής στον Γ.Χ. Ώντεν
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗ
1.
Yπόγειο μπάρ, στη Nέα Yόρκη.
Kάθομαι αβέβαιος, φοβισμένος
καθώς εκπνέουν οι ευφυείς
ελπίδες μιας δεκαετίας
θολής, ανέντιμης, γελοίας.
Kύματα φόβου και οργής
πάνω από τη συσκοτισμένη
πόλη περνούν - κι η μουδιασμένη
ζωή μουδιάζει κι άλλο... Aνείπωτου
θανάτου αποφορά μιαίνει
τη νύχτα αυτή του Σεπτεμβρίου.
2.
Tου Σχίσματος ο ιστορικός,
του Λουθηρανισμού ή απλώς
του Κεφαλαίου, ας εντοπίσει
το τραύμα που έχουμε απωθήσει -
αν είναι απώθηση απλώς·
αν κατ' εικόναν μας δεν ήταν
πάντα ο Θεός ψυχωτικός.
Εμείς - μονάχα ό,τι μας είπαν
ξέρουμε κι είναι αρκετό:
αν κάποιον βλάψεις, θα σε βλάψει...
Τι άλλο είχε καταγράψει
3.
στην εξορία ο Θουκυδίδης;
Λόγοι δισσοί, δημηγορίες:
αυτό ήταν η Δημοκρατία.
Κι όταν τελειώσαν πια τ' αστεία,
δεν ήταν καν αυτό... Ιστορίες
πολέμων για την Εξουσία
μας λένε ακόμη - μα η ουσία
μένει κρυμμένη: η κυνική
καταστολή κι εδώ κι εκεί -
και η κλεμμένη υπεραξία -
κι η αποβλάκωση... Ω, θα δεις
4.
μες στον ουδέτερον αέρα,
που οι τυφλοί ουρανοξύστες
ύμνος διάτορος υψώνονται
στην Κοινή Δράση, να ξεχύνονται
απόηχοι απ' όσα οι χτίστες
της Βαβέλ πάσχιζαν να πουν...
Πλήθη συρρέουν, για να χαθούν
στην γκρίζα, εργάσιμη ημέρα,
σε πλήξη ανώνυμη, που μοιάζει
να αιωρείται - κι εδώ πέρα
που κάθομαι κατασταλάζει:
5.
Άγνωστα πρόσωπα στην μπάρα,
τον ίδιο καθρεφτίζουν τρόμο:
μη χαμηλώσουνε τα φώτα,
μη σταματήσει η μουσική -
και τη βοή από το δρόμο
έξαφνα ακούσουν, την αντάρα
της σκέψης τους τη σκοτεινή...
Ας μείνουν όλα όπως πρώτα:
νά 'ναι το δάσος στοιχειωμένο
και το παιδάκι φοβισμένο -
το δύστυχο, κακό παιδί
6.
που οι πόθοι του είναι πιο μαύροι
κι απ' την καρδιά του μισθοφόρου
κι απ' τους σκοπούς του Τραπεζίτη:
ένας χορός μοναχικός
σαν του Νιζίνσκι - που θεός
κι εμπόρευμα ήταν ταυτοχρόνως...
Οι κοινοί πόθοι του... Ω, νά 'βρει
τρόπο να φάει μέχρι κόρου,
τρόπο ν' αρπάξει απ' τον αλήτη,
τρόπο, μισώντας όλους, μόνος
σ' όλους να γίνει αγαπητός...
7.
Μέσα απ' το μαύρο αυτό σκοτάδι
κι απ' τα ερέβη τού μετρό
στης μέρας τα ήθη το κοπάδι
βγαίνει πιο παραγωγικό·
κι ως απαιτεί η Εταιρεία,
πίστιν ομνύει εις την συμβία...
Κι εγώ, εδώ - στο Αφεντικό
θά 'πρεπε, λέει, να ευχηθώ
αισχρά κι επώδυνα τα τέλη·
και στην ανήμπορη αγέλη
σαν προφητάναξ να στραφώ.
8.
Μα εγώ - όλο κι όλο που μπορώ
είναι - το ράγισμα να δείξω
στην αδιάσπαστη οθόνη:
μέσα στην Τέχνη να υποδείξω
τη βουβαμάρα· μέσα στο
Πάθος αυτό που μας παγώνει
κι είμαστε - όλοι - τόσο μόνοι
και ξένοι: αυτό που έχει πετύχει
να μεταμφιεστεί σε Τύχη -
τύχη κακιά... Ω, αν θυμόμασταν
πώς αγαπάνε· αν δεν ξεχνιόμασταν
9.
μέσα στο άρραφο σκοτάδι
δίχως φωνή και δίχως χάδι...
Κι όμως - παντού - φώτα μικρά,
διεσπαρμένα, ειρωνικά,
λάμπουν για λίγο όταν μπορούν
οι Δίκαιοι και συνομιλούν:
Ω, να γινότανε κι εγώ,
πλάσμα από Έρωτα και στάχτη,
κι άρνηση όλος σαν αχάραχτη
πλευρά σε νόμισμα, ν' ανάψω
μια φλόγα, κάποιος να την δει.