Με ευγνωμοσύνη

Ιχνηλασίες και σταχυολογήσεις έργων και σκέψεων που μας έχουν αγγίξει, που δίνουν φωνή σε ανησυχίες μας, συντροφιά στη μοναξιά μας και νήμα ανέλκυσης στην κινούμενη άμμο της κρίσης. Δεν μπορούν να δώσουν δουλειά στον άνεργο, φάρμακα στον ηλικιωμένο, να πληρώσουν δάνεια και χαράτσια. Μπορούν ίσως να υπενθυμίσουν πως ο καλύτερος τρόπος να καταλάβουμε, να υπομένουμε και να ανατάξουμε τη ζωή μας είναι να δεχτούμε και να γνωρίσουμε αυτά που με γενναιοδωρία προσφέρουν οι Άλλοι. Γιατί, όπως έγραφε και ο Γιώργος Χειμωνάς στο Μυθιστόρημα:

Αλλά η ζωή είναι οι άλλοι και ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν κι όταν γυρνούν προς εσένα τα σώματα των ανθρώπων.
 
Άργησα να γνωρίσω το Γιώργο Κοροπούλη. Εδώ και δυο χρόνια άκουσα τυχαία ένα βράδυ, μια σύντομη εκπομπή στο Γ' Πρόγραμμα με το περίεργο όνομα "Στοιχεία για την αγορά του χαλκού". Στο μικρόφωνο, μια κατεξοχήν ραδιοφωνική φωνή που με μαγνήτιζε. Μιλούσε για την Αχμάτοβα και διάβαζε αν θυμάμαι καλά, από το Ρέκβιεμ. Το κονσερβοκούτι που με είχε περικλείσει η κουραστική μέρα άνοιξε, η καρδιά και ο νους μου φτερούγισαν. Ένιωσα γοητευμένος και πληρέστερος. Έκτοτε τον έψαχνα να τον ακούσω όποτε μπορούσα. Άλλες φορές το θέμα ήταν σχετικά οικείο, άλλες όχι. Οι εντυπώσεις μου όμως ήταν πάντα ανάλογες. Τον έχασα από το ραδιόφωνο τον τελευταίο χρόνο. Τον ξαναβρήκα για ένα διάστημα μέσα από τις σελίδες της Κυριακάτικης Αυγής. Τον έχασα και από εκεί, ώσπου ξαναεμφανίστηκε πριν λίγους μήνες. Αντιγράφω το ποίημα "Φόρος τιμής στον Γ.Χ. Ώντεν" (παράφραση του ποιήματος "1η Σεπτεμβρίου" του ιδίου), από το φύλο της εφημερίδας της περασμένης Κυριακής.

Φόρος τιμής στον Γ.Χ. Ώντεν


Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗ

1.
Yπόγειο μπάρ, στη Nέα Yόρκη.
Kάθομαι αβέβαιος, φοβισμένος
καθώς εκπνέουν οι ευφυείς
ελπίδες μιας δεκαετίας
θολής, ανέντιμης, γελοίας.
Kύματα φόβου και οργής
πάνω από τη συσκοτισμένη
πόλη περνούν - κι η μουδιασμένη
ζωή μουδιάζει κι άλλο... Aνείπωτου
θανάτου αποφορά μιαίνει
τη νύχτα αυτή του Σεπτεμβρίου.

2.
Tου Σχίσματος ο ιστορικός,
του Λουθηρανισμού ή απλώς
του Κεφαλαίου, ας εντοπίσει
το τραύμα που έχουμε απωθήσει -
αν είναι απώθηση απλώς·
αν κατ' εικόναν μας δεν ήταν
πάντα ο Θεός ψυχωτικός.
Εμείς - μονάχα ό,τι μας είπαν
ξέρουμε κι είναι αρκετό:
αν κάποιον βλάψεις, θα σε βλάψει...
Τι άλλο είχε καταγράψει

3.
στην εξορία ο Θουκυδίδης;
Λόγοι δισσοί, δημηγορίες:
αυτό ήταν η Δημοκρατία.
Κι όταν τελειώσαν πια τ' αστεία,
δεν ήταν καν αυτό... Ιστορίες
πολέμων για την Εξουσία
μας λένε ακόμη - μα η ουσία
μένει κρυμμένη: η κυνική
καταστολή κι εδώ κι εκεί -
και η κλεμμένη υπεραξία -
κι η αποβλάκωση... Ω, θα δεις

4.
μες στον ουδέτερον αέρα,
που οι τυφλοί ουρανοξύστες
ύμνος διάτορος υψώνονται
στην Κοινή Δράση, να ξεχύνονται
απόηχοι απ' όσα οι χτίστες
της Βαβέλ πάσχιζαν να πουν...
Πλήθη συρρέουν, για να χαθούν
στην γκρίζα, εργάσιμη ημέρα,
σε πλήξη ανώνυμη, που μοιάζει
να αιωρείται - κι εδώ πέρα
που κάθομαι κατασταλάζει:

5.
Άγνωστα πρόσωπα στην μπάρα,
τον ίδιο καθρεφτίζουν τρόμο:
μη χαμηλώσουνε τα φώτα,
μη σταματήσει η μουσική -
και τη βοή από το δρόμο
έξαφνα ακούσουν, την αντάρα
της σκέψης τους τη σκοτεινή...
Ας μείνουν όλα όπως πρώτα:
νά 'ναι το δάσος στοιχειωμένο
και το παιδάκι φοβισμένο -
το δύστυχο, κακό παιδί

6.
που οι πόθοι του είναι πιο μαύροι
κι απ' την καρδιά του μισθοφόρου
κι απ' τους σκοπούς του Τραπεζίτη:
ένας χορός μοναχικός
σαν του Νιζίνσκι - που θεός
κι εμπόρευμα ήταν ταυτοχρόνως...
Οι κοινοί πόθοι του... Ω, νά 'βρει
τρόπο να φάει μέχρι κόρου,
τρόπο ν' αρπάξει απ' τον αλήτη,
τρόπο, μισώντας όλους, μόνος
σ' όλους να γίνει αγαπητός...

7.
Μέσα απ' το μαύρο αυτό σκοτάδι
κι απ' τα ερέβη τού μετρό
στης μέρας τα ήθη το κοπάδι
βγαίνει πιο παραγωγικό·
κι ως απαιτεί η Εταιρεία,
πίστιν ομνύει εις την συμβία...
Κι εγώ, εδώ - στο Αφεντικό
θά 'πρεπε, λέει, να ευχηθώ
αισχρά κι επώδυνα τα τέλη·
και στην ανήμπορη αγέλη
σαν προφητάναξ να στραφώ.

8.
Μα εγώ - όλο κι όλο που μπορώ
είναι - το ράγισμα να δείξω
στην αδιάσπαστη οθόνη:
μέσα στην Τέχνη να υποδείξω
τη βουβαμάρα· μέσα στο
Πάθος αυτό που μας παγώνει
κι είμαστε - όλοι - τόσο μόνοι
και ξένοι: αυτό που έχει πετύχει
να μεταμφιεστεί σε Τύχη -
τύχη κακιά... Ω, αν θυμόμασταν
πώς αγαπάνε· αν δεν ξεχνιόμασταν

9.
μέσα στο άρραφο σκοτάδι
δίχως φωνή και δίχως χάδι...
Κι όμως - παντού - φώτα μικρά,
διεσπαρμένα, ειρωνικά,
λάμπουν για λίγο όταν μπορούν
οι Δίκαιοι και συνομιλούν:
Ω, να γινότανε κι εγώ,
πλάσμα από Έρωτα και στάχτη,
κι άρνηση όλος σαν αχάραχτη
πλευρά σε νόμισμα, ν' ανάψω
μια φλόγα, κάποιος να την δει.
 
Last edited:
Από το blog του αγαπητού φίλου και μέλους του avclub schubert, το οποίο ομολογώ δεν έχω μέχρι τώρα αξιωθεί να διαβάσω με προσοχή, αντιγράφω μια πολύ ωραία ανάλυση του Hans-Georg Gadamer για ένα ποίημα του Πάουλ Τσέλαν.

Εμπρός στο ύστερό σου πρόσωπο
μονα-
χικό ανάμεσα
σε νύχτες που κι εμένανε αλλάζουν,
ήρθε κάτι να σταθεί,
που κι άλλοτε ήταν κοντά μας, αν-
έγγιχτο από σκέψεις

Πάουλ Τσέλαν


Αυτό το ποίημα μου φαινόταν για πολύ καιρό πολύ δύσκολο. Διότι παρά την σαφή του έκφραση, αφήνει πολύ μεγάλο χώρο για γέμισμα. Πρόκειται για ερωτικό ποίημα; Ή μήπως μιλάει για τον άνθρωπο και τον Θεό; Είναι νύχτες του έρωτα ή νύχτες του μοναχικού, που «με» έχουν αλλάξει;


Όπως συμβαίνει συχνά σε ολιγόστιχα ποιήματα, υπάρχει , λόγω της συντομίας και της λακωνικότητας της δομής, ιδιαίτερα μεγάλο βάρος στον τελευταίο στίχο. «έγγιχτο από σκέψεις» - είναι σχεδόν σαν μια επιγραμματική σφραγίδα. Από αυτό το σημείο πρέπεινα κατανοήσουμε το όλον σαν μια πύκνωση του όλου. Ο γεμάτος ένταση χωρισμός «αν-έγγιχτο» από σκέψεις» ορίζει και το άγγιγμα των σκέψεων. Όμως με ποια έννοια; Υπάρχουν δύο δυνατότητες κατανόησής του: σαν μια θετική και ενισχυμένη από την αλλαγή στίχου (διασκελισμό) ενισχυμένη ρήση για το ανέγγιχτο εκείνου που ήρθε «Εμπρός στο ύστερό σου πρόσωπο» - ότι δεν πρόκειται για κάτι που είναι σαφώς γνωστό και περασμένο από τη σκέψη. Ή μπορεί πάλι να είναι μια ρήση για το ότι αυτό που «που κι άλλοτε ήταν κοντά μας» τώρα είναι «αγγιγμένο από σκέψεις, δηλαδή έχει αλλάξει. Δηλαδή ότι δεν σημαίνει πως τόσο πριν όσο και μετά ήταν ανέγγιχτο. Βεβαίως ολόκληρο το μήνυμα του ποιήματος κυριαρχείται από την ένταση της διάκρισης ανάμεσα στο πριν και το μετά. Γίνεται λόγος για ένα «ύστερο» πρόσωπο, το οποίο καλεί ένα «προηγούμενο» να αναδυθεί. Γίνεται λόγος και για ένα «κι άλλοτε» και σαφέστατα για «νύχτες που αλλάζουν». Έτσι λοιπόν πρέπει να υπάρχει και στο «αν-έγγιχτο», το οποίο δεν φέρει άσκοπα τον διασκελισμό, η ένταση ανάμεσα στο κάποτε και στο τώρα.


Η ερώτηση διεισδύει ακόμη και μέσα στις ιδιότητες του ρυθμού, της στιχοπλοκής και του νοήματος. Πρόκειται για ένα ζήτημα τελικής νοηματικής συνοχής και νομίζω ότι συνηγορεί υπέρ της δικής μου ερμηνείας, ότι έχει εισέλθει μια νέα συνειδητότητα. Διότι εκείνο το «κάτι» που έρχεται να σταθεί, θα παρέμενε εντελώς στο απροσδιόριστο, εάν δεν λεγόταν τίποτε απολύτως γι’ αυτό. Εάν όμως το νόημα είναι ότι το ανέγγιχτο των σκέψεων καταστρέφεται από τη σκέψη, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι παρουσιάστηκε «κάτι», δηλαδή μέσα σε όλη την αοριστία μια νέα συνειδητότητα, η οποία εγκλείει μοναχικότητα. Αυξανόμενη συνειδητότητα, απόσταση, μοναχικότητα: αυτά δεν είναι η απογοητευμένη διαπίστωση μιας χαμένης πρόσβασης –όπως θα ήταν μια αποξένωση- παρά λαμβάνει χώρα εδώ αμοιβαία αναγνώριση. «Και εμένα» - επομένως και εσένα- που αλλάζουν, χαρακτηρίζονται οι νύχτες. Η απόσταση, που τώρα γίνεται συνειδητή, υπήρχε καθαυτή πάντοτε, σαν αυτό που ονομάζουμε εχεμύθεια, και φτάνει μέχρι εκείνη την «απέραντη εχεμύθεια» με την οποία ο Ρίλκε περιγράφει τη σχέση του με τον Θεό.


Όμως αυτή είναι η τελική εμπειρία που αναβλύζει μιλώντας μέσα από αυτούς τους στίχους: Στο μεταξύ έχουν αλλάξει τα πράγματα. Αυτό που έμενε ανέγγιχτο από σκέψεις, δεν παραμένει έτσι πια, κι αυτό οριστικά. Ακριβώς η οριστικότητα αυτού που παρουσιάστηκε τώρα, μιλάει βγαίνοντας από την επιγραμματική κατακλείδια αράδα «έγγιχτο από σκέψεις».


Εδώ προκύπτει πιεστική η ερώτηση, ποιος είναι το Εγώ και ποιος το Εσύ. Όμως κι εδώ δεν μπορούμε να ρωτήσουμε έτσι. Το μόνο που έχει εδώ σημασία είναι ότι ανάμεσα στο εγώ που ομιλεί και στο εσύ, στο οποίο αναφέρεται, ανακαλείται η ιστορία μιας εσωτερικής σχέσης, η αρχή της οποίας βρίσκεται πολύ πίσω χρονικά. Σε αυτό συνηγορεί το επίθετο «ύστερο», το οποίο απευθύνεται στο πρόσωπο και στο μεταξύ ηχεί σαν αυτό το πρόσωπο να έχει υποχωρήσει μέσα στον εαυτό του και να έχει κλειστεί ακόμη πιο έντονα μέσα του. Διότι λέει «μοναχικό» κι αυτό δεν σημαίνει «αυτός που πορεύεται μόνος του», παρά μια συνειδητή διαρκής επιλογή να μένει κανείς μόνος. Και πάλι είναι ο χωρισμός της λέξης που δίνει σώμα σε αυτή τη μοναχικότητα. Κάνει να ηχούν και τα δύο, η μοναχικότητα και η επιθυμία της. Αυτό επιβεβαιώνεται κι από την άλλη πλευρά, με την ομολογία «μου» ότι κι εγώ έχω αλλάξει. Αυτό που εμφανίζεται «Εμπρός στο ύστερό σου πρόσωπο», όμως σαφώς δεν πρέπει να το θεωρούμε ως κάτι το ξένο που πριν δεν ήταν εδώ. Κι άλλοτε ήταν «κοντά μας». Αυτό το οποίο στο μεταξύ άλλαξε, δεν αίρει επ’ ουδενί την οικειότητα της αμοιβαίας σύνδεσης. Δεν είναι κάτι το ξένο. Δεν πρέπει να ρωτάμε τι είναι. Προφανώς ο ίδιος ο ομιλητής δεν ξέρει να το ονομάσει. Είναι «τίποτα».


Εκείνο που προσφέρει το ποίημα γι’ αυτό, βρίσκεται αποκλειστικά στο «αν-έγγιχτο από σκέψεις». Αυτό λέει ότι στο μεταξύ γίνονται σκέψεις κι ότι μέσω αυτών «ήρθε κάτι να σταθεί». Ας προσέξουμε ότι αυτό δεν σημαίνει πως κάτι μεσολάβησε. Δεν εννοείται κάποιο ιδιαίτερο συμβάν, το οποίο μετέβαλε τα πάντα, παρά μάλλον η ίδια η καταιγίδα του χρόνου, η οποία δεν αποκαλύπτει κάτι το νέο, παρά κάτι το οποίο καθ’ αυτό είναι ήδη γνωστό, καθώς «κι άλλοτε ήταν κοντά μας» υπάρχει τώρα από μόνο του. Γράφει «κοντά μας» κι όχι «ανάμεσά μας». Εκείνο το οποίο συνειδητοποιείται ίσως δεν είναι τίποτε άλλο από τη μοναξιά σε εναλλασσόμενη οικειότητα.


Έτσι φαίνεται να μην είναι καθόλου απαραίτητο να γνωρίζουμε ποιος είναι «Εγώ» και ποιος «Εσύ». Διότι εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος, συμβαίνει και στους δύο. Εγώ κι εσύ είναι και οι δύο μεταμορφωμένοι, μεταμορφούμενοι. Είναι ο χρόνος που τους συμβαίνει. Αν τώρα αυτό το Εσύ φέρει το πρόσωπο του πλησίον ή το εντελώς διάφορο του θεϊκού - το μήνυμα είναι ότι παρά την οικειότητα μεταξύ τους γίνεται όλο και περισσότερο συνειδητή η απόσταση η οποία παραμένει μεταξύ τους. Εκείνες τις νύχτες, δηλαδή στην εγγύτητα και την εσωτερικότητα του ομού, που κατορθώνει να σβήσει όλα τα’ άλλα και να διαλύσει ο,τιδήποτε το χωρίζον, ακριβώς εκεί άλλαξε κάτι και ήρθε κάτι να σταθεί. Είναι τελικά κάτι το χωρίζον; Ήρθε «εμπρός στο πρόσωπό σου». Οπωσδήποτε έγκειται και στο ότι δεν έχω πια καμιά τόσο άμεση πρόσβαση σε σένα, όμως συνάμα ότι δεν είμαι χωρισμένος από σένα. Ήταν μάλιστα «κι άλλοτε κοντά μας». Φαίνεται μάλλον σαν να επιβεβαιώνεται σε μια νέα γνώση η απόσταση, η οποία πάντα υπήρχε, η απόσταση από τον κρυμμένο Θεό ή η απόσταση από τον εντελώς πλησίον.
 
Από μικρός θυμάμαι τον μακαρίτη τον πατέρα μου, να μου μεταφέρει -με απορία και μια σχετική απαξίωση- τη διήγηση ενός πολύ καλού του φίλου και συγκρατούμενου του Μίκη Θεοδωράκη στην Ικαρία, πως εκεί ο Θεοδωράκης τους μάθαινε να τραγουδούν τη Φλαμουριά, από το Χειμωνιάτικο Ταξίδι του Σούμπερτ. Ο πατέρας μου δεν το καταλάβαινε, όμως η Τέχνη μπορεί να λειτουργήσει αποκαλυπτικά και απελευθερωτικά ακόμη και στη βαθύτερη μαυρίλα, έστω για μια στιγμή. Μια στιγμή που η εσωτερίκευση της θα κρατήσει για πάντα.

Από την ταινία The Shawshank Redemption (Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χαίηγουωρθ), η σκηνή που κλειδώνεται ο Τιμ Ρόμπινς και βάζει στην μικροφωνική της φυλακής ένα ντουετίνο από τους Γάμους του Φίγκαρο του Μότσαρτ.

 

Δημοκηδής

Μέλος Σωματείου
23 June 2006
9,991
Παραθέτω έναν σύνδεσμο με την άκρως ενδιαφέρουσα εξιστόρηση της ζωής της Ελληνίδας Άλμα, της υπερ-ρεαλίστριας ποιήτριας Μάτσης Χατζηλαζάρου, με τους τόσο ενδιαφέροντες συζύγους και συντρόφους :
http://atheofobos2.blogspot.gr/2008/05/blog-post_18.html

Και ένα από τα πλέον γνωστά πονήματα της :

Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;
Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε;
Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που 'ναι ριγμένες
επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα.
Θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο
κι ένα κόκκινο – ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε.
Θα τους δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο
τραγουδώντας μες στα μαλλιά μου – ίσως τη δούνε,
ίσως την ακούσουνε.
Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,
τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα
και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι – τότε ίσως του
δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε.
Αν είχα τη φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε
θα μου 'φτανε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικό μου διάβα.
Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε,
και στις ευωδίες που δε χάνουνται αλλά γίνονται σκιές μας,
και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λαχανιάζουνε και κράζουν
την καρδιά μας;
Τα μεταξωτά μου μέλη θε ν' απλώσω πάνω σε μιαν άμμο δροσερή,
το βλέμμα μου θε να χάσω μες στ' ανεξάντλητο γαλάζιο της
δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου θε να 'ναι
οι αναπνοές και οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.
Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή,
Έρωτα, Έρωτα.
 

Marilyn

Senior Member
8 September 2010
474
"Κατάνυξη" - Κάρολος Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού (μτρφ. Γ. Σημηριώτης)

Ω Πόνε μου, φρονίμεψε κι ησύχασε λιγάκι.
Να ´ρθει το Βράδυ ζήταγες, και να το, κατεβαίνει:
μια ατμόσφαιρα σκοταδερή στην πόλη ειν´απλωμένη,
σ´άλλους γαλήνη φέρνοντας και σ´άλλους το σαράκι.
Κι ενόσω των θνητών αυτών τα ταπεινά τα πλήθη,
κάτω απ´την Ηδονή βογκούν σαν από δήμιο κάτω,
και πάνε τύψεις για να βρουν μες στων γλεντιών τη λήθη,
Πόνε μου, δωσ´το χέρι σου και πάμε παρακάτω,
μακριά απ´αυτούς. Για κοίταξε στα ουράνια εκεί μπαλκόνια,
μες στους αρχαίους μανδύες τους γέρνουν τα πρώτα χρόνια,
κι η Νοσταλγία απ´τα βαθιά νερά χαμογελάει.
ο Ήλιος πάει να σβήσει ωχρός κάτω από μιαν αψίδα,
και σέρνοντας προς την Αυγή σαβάνου μια χλαμύδα,
ω Πόνε μου, άκου τη γλυκιά Νύχτα που περπατάει!


Τα άνθη του κακού αποτελούν έργο-σταθμό στην ιστορία της ποίησης, και της λογοτεχνίας γενικότερα. Έργο τολμηρό και ανατρεπτικό, εκδόθηκε το 1857 και έγινε αποδεκτό με εγκωμιαστικά σχόλια από τους ομοτέχνους του Μπωντλαίρ. Προκάλεσε όμως και έντονες αντιδράσεις στην καθεστηκυία (αστική) τάξη , καθώς έθετε υπό αμφισβήτηση τις ηθικές και θρησκευτικές της αξίες και απειλούσε την πολιτική της εδραίωση. Οι εκδότες του βιβλίου και ο Μπωντλαίρ οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, όπου καταδικάστηκαν για προσβολή της δημόσιας αιδούς και των χρηστών ηθών και τους επιβλήθηκαν χρηματικά πρόστιμα, ενώ από τη συλλογή των ποιημάτων αφαιρέθηκαν έξι, η έκδοση των οποίων απαγορεύτηκε. Η απαγόρευση αυτή ίσχυσε μέχρι την αναθεώρηση της δίκης το 1949!

Με τα άνθη του κακού η ποίηση αλλάζει οριστικά, γίνεται αστική, και εγκαθιδρύεται μια νέα εποχή, αυτή της νεοτερικότητας. Το επίκεντρο μετατοπίζεται από τη φύση στην πόλη, με την οποία πλέον η ζωή του ανθρώπου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη. Ο Μπωντλαίρ παραμερίζει κάθε είδους ηθικούς, κοινωνικούς και θρησκευτικούς περιορισμούς έκφρασης και καταφέρνει να εισβάλλει στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, αναδεικνύοντας τη μοναξιά, το συναισθηματικό κενό, την αλλοτρίωση και τα πάθη. Χρησιμοποιώντας ως πρωταγωνιστές πόρνες, ζητιάνες, δαίμονες, ναρκομανείς και θανατόφιλους, ο Μπωντλαίρ σκιαγραφεί τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ομορφιά και το κακό, στον πόνο και την ηδονή, στην ευτυχία και το ανέφικτο, και δημιουργεί με αυτό τον τρόπο μία νέα αισθητική, απογυμνωμένη από κάθε είδους φτιασίδια και ωραιοποιήσεις, που θα εμπνεύσει τους καλλιτέχνες των επόμενων γενεών.

Κι ένα από τα απαγορευμένα:

Σε κάποια πολύ πρόσχαρη (μτφρ. Ε. Σοφράς)

Κεφάλι, κίνηση, η όψη σου όλη,
Τόσο όμορφα σαν όμορφο τοπίο˙
Σκιρτά στο πρόσωπο ένα γέλιο θείο,
Αεράκι σε ουράνιο περιβόλι.

Η θλίψη που τυχαία σε αγγίζει
Θαμπώνεται απ' την τέλεια υγεία-
Κι από τους ώμους σου, σαν φωταψία,
Από τα δυο σου χέρια αναβλύζει.

Χρώματα φλογερά και αναμμένα
Που έχεις σκορπίσει στα φορέματά σου
Στων ποιητών την έμπνευση, φαντάσου,
Γίνονται βαλς ανθών ζωντανεμένα.

Κάθε τρελό και έξαλλο φουστάνι,
Εμβλημα στο πολύχρωμό σου πνεύμα˙
Θύμα σου εγώ, τρελή, μ' ένα σου νεύμα,
Να σ' αγαπώ να σε μισώ έχεις κάνει!

Κάποτε μέσα σε θεσπέσιο κήπο
Σέρνοντας μια αβάσταχτη ατονία
Ενιωσα να με σκίζει με ειρωνεία
Στο στήθος μου ο ήλιος μ' άγριο χτύπο.

Και το χλωρό της άνοιξης το δάσος
Ταπείνωσε κι έγδαρε την καρδιά μου.
Τότε σ' ένα άνθος, με την απονιά μου,
Της φύσης εκδικήθηκα το θράσος.

Κάποια νυχτιά πώς θα 'θελα να έρθω,
Οταν της ηδονής ηχήσει η ώρα,
Στ' ασύγκριτα του σώματός σου δώρα
Αθόρυβα, σαν το δειλό, ν' ανέβω,

Το χαρωπό κορμί να τιμωρήσω,
Το στήθος σου να κάνω να πονέσει,
Και ξάφνου, στην ανύποπτή σου μέση,
Βαθιά λαβωματιά να σου ανοίξω,

Τι ζάλη ηδονική, μέθη δική μου!
Και μες σε τούτο το καινούριο στόμα,
Το πιο όμορφο και δροσερό απ' όλα,
Θα χύσω το φαρμάκι μου, αδερφή μου!
 

Δημοκηδής

Μέλος Σωματείου
23 June 2006
9,991
Πολύ κατατοπιστική και περιεκτική αναφορά σε έναν κολοσσό της τέχνης, που μπορεί να αποτελέσει ένα εγχειρίδιο καταννόησης για τον όποιο ενδιαφερόμενο να ερευνήσει ...
Ένας ακόμη γνήσιος καταραμένος της άκρως ενδιαφέρουσας εποχής του, ο Μπωντλαίρ αντιπαρατάσσει την αγιάτρευτη κάψα του εφήβου στην υποκρισία, ξεφλουδίζει το ξεδοντιασμένο απολίθωμα που το παπαδαριό θέλει να πλασσάρει ως τον κανόνα πραότητος και ηθικής, κουρσεύει τις καλά καταχωνιασμένες επιθυμίες από τον μέσο καθωσπρεπισμό, εκθέτοντας τις στην συνέχεια σαν ακριβοθώρητα διαμαντοστόλιστα λάφυρα, κάνοντας λίμιτ απ στα πραγματικά ανθρώπινα θέλω ...

... ένας εξαίρετος σύνδεσμος για τα ''άνθη του κακού'' με περισσότερες πληροφορίες από όσες ποτέ μπορούμε να απορροφήσουμε και πολλαπλές μεταφράσεις στην Αγγλική : http://fleursdumal.org/ ...
 
Last edited:
17 June 2009
3,594
O δικός μου φόρος τιμής στον W.H. Auden, από το βιβλίο Another Time, το πρώτο που έγραψε ως Αμερικανός πλέον πολίτης, απορρίπτοντας ταυτόχρονα όλα τα ρομαντικά ιδεώδη.

Refugee Blues
, αφιερωμένο σε όλους όσους νιώθουν ότι καθημερινά βιάζεται κάθε ανθρώπινο δικαίωμά τους και η προσωπική τους αξιοπρέπεια.

Say this city has ten million souls,
Some are living in mansions, some are living in holes:
Yet there's no place for us, my dear, yet there's no place for us.

Once we had a country and we thought it fair,
Look in the atlas and you'll find it there:
We cannot go there now, my dear, we cannot go there now.

In the village churchyard there grows an old yew,
Every spring it blossoms anew;
Old passports can't do that, my dear, old passports can't do that.

The consul banged the table and said:
'If you've got no passport, you're officially dead';
But we are still alive, my dear, but we are still alive.

Went to a committee; they offered me a chair;
Asked me politely to return next year:
But where shall we go today, my dear, but where shall we go today?

Came to a public meeting; the speaker got up and said:
'If we let them in, they will steal our daily bread';
He was talking of you and me, my dear, he was talking of you and me.

Thought I heard the thunder rumbling in the sky;
It was Hitler over Europe, saying: 'They must die';
We were in his mind, my dear, we were in his mind.

Saw a poodle in a jacket fastened with a pin,
Saw a door opened and a cat let in:
But they weren't German Jews, my dear, but they weren't German Jews.

Went down the harbour and stood upon the quay,
Saw the fish swimming as if they were free:
Only ten feet away, my dear, only ten feet away.

Walked through a wood, saw the birds in the trees;
They had no politicians and sang at their ease:
They weren't the human race, my dear, they weren't the human race.

Dreamed I saw a building with a thousand floors,
A thousand windows and a thousand doors;
Not one of them was ours, my dear, not one of them was ours.

Stood on a great plain in the falling snow;
Ten thousand soldiers marched to and fro:
Looking for you and me, my dear, looking for you and me



Στο βιβλίο (εκδ.Faber and Faber 2007), χαρακτηρίζεται σαν ένα από τα Lighter Poems!
 

Marilyn

Senior Member
8 September 2010
474
images


Μια αλληγορία του χρόνου που αποκαλύπτει την αλήθεια, Jean Francois De Troy, 1733

Ο χρόνος αποκαλύπτει την κόρη του, την αλήθεια, μια όμορφη γυναίκα - γιατί η αλήθεια ως κάτι το ηθικό και καλό είναι πάντα όμορφη. Τη στιγμή της αποκάλυψης η αλήθεια αφαιρεί τη μάσκα μιας γυναίκας, η οποία συμβολίζει την απάτη, ενώ οι τέσσερις αρετές γονατίζουν στα πόδια της για να την τιμήσουν.

Ο χρόνος αποκαλύπτει πάντα την αλήθεια. Κι ίσως εμείς σήμερα να γνωρίζουμε ότι ο χρόνος δεν υπάρχει πραγματικά, δεν είναι παρά μία ανθρώπινη νοητική επινόηση, για να μπορούμε να τοποθετούμε κάπως τα γεγονότα, ίσως να θέλουμε όσο τίποτε άλλο να μετατρέψουμε ένα τετράωρο ταξίδι σε μία στιγμιαία μετακίνηση ή μία τετράωρη ευτυχή συνύπαρξη σε μία αιωνιότητα, όμως γεγονός παραμένει ότι, επί του παρόντος τουλάχιστον, δεν μπορούμε να το πράξουμε... Κατά την ίδια έννοια, ο χρόνος, παρ' όλο που δεν υπάρχει, αποκαλύπτει πάντα την αλήθεια, κι όσο κι αν μερικές φορές αυτό δεν μας αρέσει, είναι πάντα κάτι καλό.
 

Marilyn

Senior Member
8 September 2010
474
233692520.jpg


The Beethoven Frieze - The longing for happiness - Gustav Klimt, 1902

Τμήμα του έργου, με το οποίο ο Klimt προσπάθησε να αποδώσει το τελευταίο μέρος της 9ης Συμφωνίας του Beethoven, σύμφωνα με την ερμηνεία του Wagner: η ανθρωπότητα στην προσπάθειά της να αξιωθεί την ευτυχία. Θα το πετύχει μόνο μέσω της αγάπης και της τέχνης.

Στο συγκεκριμένο μέρος του έργου, η ανθρωπότητα που υποφέρει συμβολίζεται με τις λιπόσαρκες, ωχρές μορφές ενός γονατιστού ζευγαριού και ενός όρθιου κοριτσιού. Οι τρεις φιγούρες κάνουν έκκληση στον Ιππότη με τη χρυσή πανοπλία να τις βοηθήσει να κατακτήσουν την ευτυχία. Εκείνος τους έχει γυρισμένη την πλάτη, κοιτώντας μπροστά, παραμένοντας προσηλωμένος στο στόχο του. Πίσω του βρίσκονται δύο γυναίκες, η Καλοσύνη και η Φιλοδοξία, κινητήριες δυνάμεις στον αγώνα του για την κατάκτηση της ευτυχίας...

Στον προσωπικό αγώνα του καθενός εντάσσεται και η πάλη με τα εσωτερικά του φαντάσματα, η οποία είναι αναπόφευκτη, αν πραγματικά θέλει να τα κλείσει δια παντός στο χρονοντούλαπο της λήθης...στον δικό μου, βασική προϋπόθεση αποτελεί η αποκατάσταση στη συνείδησή μου του Gustav.
 

Δημοκηδής

Μέλος Σωματείου
23 June 2006
9,991
.... οι διαδικασίες αποκαταστάσεως δέον όπως είναι σημειακής και όχι σειριακής υφής... άλλως ελλοχεύει ο κίνδυνος πολλαπλής εμβαπτίσεως της ευτυχίας (η οποία άλλωστε τυγχάνει και η ιδία σημειακής αποτύπωσης, ως ο πατήρ Γκούσταβ και προσωπικός φίλος του ανωτέρω Γκούσταβ διδάσκει) σε κολυμπήθρες φίσκα σε κακόκεφα οξυζενέ διαλλύμματα που θα αποχρωματίσουν εν τέλει τις θεραπευτικές ιδιότητες της ...
 
Last edited:
17 June 2006
62,722
Χολαργός
Προσωπικά θεωρώ πώς το κείμενο τής χρονιάς γράφτηκε απο τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο(ήδη πλέον 76 ετών) άνθρωπο,διανοούμενο,ποιητή,δοκιμιογράφο και εκδότη απο τούς ελάχιστούς εκείνους,,που σε εποχές που άλλοι έκαναν καριέρες ,αυτός τολμούσε να θίξει καίρια ζητήματα ήδη απο τις αρχές της Μεταπολίτευσης..

Το έργο του βρίσκεται σε μικρά βιβλία ,στό περιοδικο ''Σημειώσεις'' και σκόρπιο σε επιφυλλίδες ...

Ο Λυκιαρδόπουλος,δεν έγινε ''Πρύτανις'',δεν εξαγόρασε την αξία του,με θέσεις παντός τύπου και παραμένει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο στις επάλξεις..Αριστερός πού ''είδε'' τον εθνολαϊκισμό τών αρχών τής Μεταπολίτευσης ,αλλά ταυτόχρονα 35 χρόνια μετά μίλησε για τον καθεστωτικό ''αντιλαϊκισμό ως ανώτατο στάδιο του λαϊκισμού''.
Απο την Βουδαπέστη ακόμα τού 1956 είχε διαχωρίσει τήν θέση του,αλλά ακριβώς γι'αυτό δεν πανηγύρισε το 1989 οταν έπεσε το Τείχος.

Το κείμενο που επέλεξα για να ευχηθώ καλή δύναμη και αντοχές σε φίλες και φίλους ,και τα καλύτερα για τα αγαπημένα τους πρόσωπα ,αλλά και 'Καλές γιορτές'' ειναι αυτό που δημοσιεύτηκε στον 'Δρόμο της Αριστεράς'' με τίτλο ''Δέν υπάρχει συγνώμη''..

...............................................................................................................................................................................................................

Νεαρέ εμποράκο βλάκα
αύριο θα πεθάνεις για μια ένεση
που θα τιμάται με τη ζωή σου.
(Θωμάς Γκόρπας, 1957)


Ξεκινώ με μια οιονεί αφιερωματική αναφορά σ’ έναν κατ’ εξοχήν «συνοικιακό» και αυθεντικά, δηλαδή υπαρξιακά, σωματικά αντισυστημικό ποιητή, επικαλούμενος έμμεσα τη συνειρμική επικουρία της ποίησης για όσα θα υποστηρίξω παρακάτω. Για την ώρα σημειώνω ότι το ποίημα του μακρινού πια Θωμά Γκόρπα Έλλειψη πάγου στη συνοικία* προβάλλει πάνω στο γκρίζο φόντο της σημερινής μας κατάντιας μιαν εικόνα από την προϊστορία της∙ ο εμποράκος του είναι το πρόπλασμα της επηρμένης και αστόχαστης κουφότητας του μετέπειτα νεόπλουτου γιάπη - πριν μάθει ότι του μέλλεται κάποτε να γίνει κι αυτός ένας νεόπτωχος απόβλητος του life style.


Ο εμποράκος δεν είναι κακός άνθρωπος. Δεν μισεί τους άφραγκους, δεν έχει μίσος για κανένα∙ ούτε αγάπη - κάνει απλώς τη δουλειά του. Όμως ο ποιητής δεν θέλει να το ξέρει αυτό, γιατί κάνει κι αυτός τη δουλειά του. Ξέρει μόνο ό,τι αυτός πρέπει να ξέρει - αυτό που δεν πρέπει να ξέρει ο εμποράκος για να συνεχίσει να είναι ο εμποράκος. Όσο θα ισχύει αυτή η τάξη πραγμάτων υποδυόμενη τη φύση των πραγμάτων, όσο δεν ανατρέπεται από την υπέρβαση της άλλης ματιάς που θα έσπαγε τον φαύλο κύκλο, ούτε ο «οίκτος» του εμποράκου για τους φτωχούς ούτε η «κατανόηση» του ποιητή για τον εμποράκο θα έχουν ποτέ πραγματική υπόσταση - ούτε εντός ούτε εκτός του ποιήματος.

***
Δεν υπάρχει συγγνώμη. Διότι «όλοι μαζί» κατάπιαμε τελικά το θρασύτατο εκείνο «όλοι μαζί τα φάγαμε», χωρίς να τολμήσουμε, ως «λαός», την οφειλόμενη απάντηση στην πρόκληση όταν μας δόθηκε η τελευταία ίσως για τα επόμενα χρόνια ευκαιρία∙ διότι δεν το ’χουμε πάρει ακόμα μέσα μας απόφαση πως έχουμε χάσει τα πάντα, πως τα γεφύρια πίσω μας είναι καμένα - και το κακό ακριβώς είναι πως δεν τολμήσαμε να τα κάψουμε οι ίδιοι. Η ελπίδα μάς κάνει δειλούς απέναντι στα «χειρότερα» αλλά τα χειρότερα ήδη ερημοποιούν τη ζωή μας παχαίνοντας τις τράπεζες, ενώ τα αναπάντητα προβλήματα της εξαγριωμένης καθημερινότητας συναντούν στις συνοικίες τις γρυλίζουσες «απαντήσεις» των λαϊκόμορφων «αντισυστημικών» μπράβων του συστήματος.


Ζούμε από καιρό τώρα υπό καθεστώς κλεπτοκρατίας ή θεσμοποιημένης ανομίας όπου οι φαινομενικά αντιφατικοί ισχυρισμοί «δεν υπάρχει κράτος» / «έχουμε ένα γιγάντιο κράτος» δεν αλληλοαναιρούνται αλλά αλληλοεπαληθεύονται εκφράζοντας ανεπίγνωστα την ίδια αλήθεια: το κράτος υπάρχει - μόνο που αποτελεί ιδιωτική ιδιοκτησία. Το ρητορικό κλισέ «δεν υπάρχει κράτος» χρησιμοποιείται ως προεισαγωγή στην αμέσως ακολουθούσα θεωρία του «πολιτικού κενού», καταλήγοντας στο στερεότυπο αξίωμα της φυσικής «η φύσις απεχθάνεται το κενό», το οποίο μεταφερόμενο στο πολιτικό πεδίο παίρνει μορφή εκφοβιστικά «κατηχητικού» αξιώματος, υποβάλλοντας την «εξήγηση» για την άνοδο της ακροδεξιάς. Σε τελική ανάλυση δηλαδή, επειδή «η φύσις απεχθάνεται το κενό» είναι «φυσικό» τα θύματα του συστήματος να προσβλέπουν λατρευτικά στους «αντισυστημικούς» θύτες ως σωτήρες τους.



Είναι «φυσικό»∙ όπως είναι επίσης φυσικό η ορθοπολιτική μας δημοκρατική συνείδηση να εξεγείρεται και να καταμηνύει μεν τα αντισημιτικά φληναφήματα του κάθε κυρίου Πλεύρη αλλά να παραβλέπει, να ανέχεται ή ακόμα και να κρυφοκαμαρώνει τους νυχτερινούς μαχαιροβγάλτες που εξαντλούν όλο τους τον αντρισμό εφορμώντας στιφηδόν κατά ανυπεράσπιστων φουκαράδων και αδύναμων αντιφρονούντων. Δηλαδή, η ορθοπολιτική μας δημοκρατική συνείδηση καταγγέλλει και επιδιώκει να φιμώσει νομικά το φασιστικό λόγο (κακώς) αλλά, κατά παρωδία κάθε λογικής και ηθικής τάξης, ανέχεται ή επιδοκιμάζει και νομιμοποιεί αυτούς που εφαρμόζουν αυτό τον (απαγορευτέο!) φασιστικό λόγο μετατρέποντάς τον σε καθημερινή πράξη.



Μέσα στο πλαίσιο αυτής της τακτικής (κράμα νεοφιλελεύθερου κυνισμού και ορθοπολιτικής υποκρισίας) η θεωρία των «άκρων» έρχεται και δένει με την εξυπνακίστικη μπουρδολογία των εκσυγχρονισμένων λάιτ εθνικοφρόνων που κλείνουν το μάτι στις γνωστές συμμορίες - με την απολίτικη χαριτωμενιά που μετακόμισε από την πάλαι ποτέ «μαύρη τρύπα» της αλλοτινής Ελευθεροτυπίας στα απόνερα των ιδιωτικών καναλιών και στον παραπολιτικό σνομπισμό της δημοσιογραφούσας Μαρίας Αντουανέτας που κοσμεί τη δεύτερη σελίδα της Κυριακάτικης Καθημερινής.



Δεν υπάρχει συγγνώμη - για κανένα μας. Διότι εμείς εκθρέψαμε ή ανεχτήκαμε αυτές τις συμπεριφορές. Κι αν η Αριστερά είναι «απούσα», μετεωριζόμενη ανάμεσα στο μονόχνοτο δογματισμό του σκληρωτικού αντιευρωπαϊσμού και στον πολύχρωμο δογματισμό του χαρωπά ελευθεριάζοντος ευρωπαϊσμού, τούτο δεν δικαιολογεί την τάση των ιδεολογικά άστεγων θυμάτων να αυτοτυφλώνονται απέναντι στους θύτες τους. Εδώ που έχουμε φτάσει δεν συγχωρείται πλέον η άγνοια - όχι του ιστορικού παρελθόντος αλλά του ζέοντος παρόντος∙ το ναζιστικό άγος σφραγίζει μέχρι σήμερα τους απογόνους εκείνων των καλών κι ευυπόληπτων πολιτών που «δεν ήξεραν» τι σήμαινε ο καπνός που βλέπανε να λεκιάζει τον γερμανικό ουρανό και το αθώο βλέμμα τους. Αν ο λαός στέργει εθελοτυφλώντας να φορτώνει τα δεινά τους σε αποδιοπομπαίους τράγους («Εβραίους» ή «λαθρομετανάστες») θυσιάζοντάς τους στους εκάστοτε φίρερ του, δεν αγνοεί απλώς την ενοχή του - αγνοεί το τι τον περιμένει και τον ίδιο αύριο.


Η ελπίδα «πεθαίνει τελευταία» - έτσι μας είπε παρηγορητικά κάποιος επίσημος εκ του εξωτερικού. Είναι η ελπίδα που οδηγεί τους ανθρώπους «ησύχως» στο σφαγείο, όπως τους Εβραίους που οδηγούνταν από το δήμιο στον προγραμματισμένο τους θάνατο χωρίς αντίσταση, χωρίς το ύστατο τουλάχιστον ρισκάρισμα των ηρώων του γκέτο στη Βαρσοβία. Στον ίδιο δρόμο βαδίζουμε, προς τον ίδιο ψυχρά πρωτοκολλημένο θάνατο, ακολουθώντας την «τελευταία» ναρκωτική ελπίδα ότι κάποιο ψίχουλο ζωής, όχι πλέον αξιοπρέπειας, θα μας χαριστεί στο τέλος. Ότι ο δήμιος μπορεί να κάνει μαζί μας παζάρια, σα να ’κανε παζάρια ο θάνατος. Αυτή η ελπίδα πρέπει να πεθάνει πριν από μας για να σωθούμε ή να χαθούμε υπ’ ευθύνη μας.

* Βλέπε Θωμά Γκόρπα, Στάσεις στο μέλλον, Εγνατία, 1979, σελ. 21.





.................................................................................................................................................................................................................


http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=9982:γεράσιμος-λυκιαρδόπουλος&Itemid=88


:grinning-smiley-043
 
Last edited:

schubert

AVClub Enthusiast
21 August 2009
914
Θεσσαλία
Re: Απάντηση: Με ευγνωμοσύνη

Ένα μικρό σχόλιο για το υπέροχο τούτο νήμα, με τα λόγια της Νέλλης Ανδρικοπούλου, με τα οποία κλείνει το εμβληματικό βιβλίο της "Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου":

"Αν πιστέψουμε τον Άγιο Αυγουστίνο ότι ο χρόνος είναι το ίχνος της αιωνιότητας κι ότι οι νεκροί δεν είναι απόντες αλλά αόρατοι, δουλειά μας είναι να τους βγάζουμε στο φως".
 
Η "Προς τους πλουτούντας" ομιλία του Μεγάλου Βασιλείου, σε επιμέλεια και μετάφραση Γιώργου Κοροπούλη, δίδεται δωρεάν μαζί με το φύλο της Κυριακάτικης Αυγής, που κυκλοφορεί αύριο Σάββατο, 5/1/13.

Αντιγράφω από την ιστοσελίδα της εφημερίδας:

Η «Προς τους πλουτούντας» ομιλία του επισκόπου Καισαρείας Βασιλείου (330 περίπου - 378 μ.Χ.) εναλλάσσει τον λίβελο κατά της άνισης κατανομής του κοινωνικού πλούτου μ’ ένα απροσχημάτιστο κήρυγμα κοινοκτημοσύνης. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, ο Βασίλειος έχει συμπυκνώσει την κοινωνική του δράση σ’ ένα συγκρότημα που ανήγειρε ξοδεύοντας τη δική του περιουσία, όση δεν είχε μοιράσει κιόλας στους φτωχούς. Το έργο συνομιλεί, με τον τρόπο του, με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
 

Marilyn

Senior Member
8 September 2010
474
Re: Απάντηση: Με ευγνωμοσύνη

Ο Ονορέ Ντωμιέ (1808-1879) ήταν διάσημος για τις γελοιογραφίες και τα γλυπτά του, όμως η μεγάλη του αγάπη ήταν η ζωγραφική, με την οποία ήλπιζε πως θα μπορούσε κάποια μέρα να ασχοληθεί αποκλειστικά. Βασικός εκπρόσωπος του ρεαλισμού, στηλίτευσε με το σύνολο του έργου του τα κακώς κείμενα της εποχής του, αναδεικνύοντας τις καταστροφικές συνέπειες της εκβιομηχάνισης και της αστικοποίησης στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και την υποκρισία της αστικής τάξης που ευημερούσε εις βάρος των φτωχών. Ανέδειξε όμως και κάποια άλλα χαρακτηριστικά της αστικής ζωής: τη μαζικοποίηση του ατόμου, την ψυχική του αλλοτρίωση, την αποξένωσή του από τους άλλους και τον εαυτό του, την ασημαντότητα της ατομικής ύπαρξης σε αντιδιαστολή με την κυριαρχία του αστικού τοπίου. Οι ήρωές του απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που -εγκλωβισμένοι στον καθημερινό αγώνα για επιβίωση-, δεν έχουν κουράγιο να αντιδράσουν και να διεκδικήσουν ή άλλοτε πάλι, βιομηχανικοί εργάτες που συνασπισμένοι αγωνίζονται για μια καλύτερη ζωή ή ακόμη, αντιπροσωπευτικά δείγματα αστών στις καθημερινές εμπορικές ή κοινωνικές τους δραστηριότητες...

Στα έργα του Ντωμιέ δεν υπάρχει ίχνος ωραιοποίησης της ανθρώπινης μορφής. Η ασχήμια -εξωτερική και εσωτερική- αναδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο, με τις φιγούρες να φτάνουν στα όρια του γκροτέσκου. Τα έντονα και τραχιά περιγράμματα που χρησιμοποιεί στρέφουν την προσοχή μας βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή ή σε ό,τι έχει απομείνει απ' αυτήν...Ταυτόχρονα, το αστικό τοπίο παρουσιάζεται πάντα επιβλητικό και λαμπερό, χωρίς να αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις...η πόλη κυριαρχεί πάνω μας και μας γοητεύει, αλλά παράλληλα μας εξαφανίζει και μας εκμηδενίζει.

Honor%C3%A9_Daumier_016.jpg


Honor%C3%A9_Daumier_004.jpg


Daumier_Honore-ZZZ-Orchestra_Seat_-_G.jpg
 

Δημοκηδής

Μέλος Σωματείου
23 June 2006
9,991
Με βάση αυτά που μου είπες και ψαχουλεύοντας περαιτέρω, κατέληξα να θεωρώ ως πραγματικά αντιπροσωπευτικότερα έργα του τα διάφορα βαγόνια... σε κάθε περίπτωση η οπτική και αισθητική του γελοιογράφου είναι παρούσα και αρωματίζει με μία ιδιάζουσα χροιά αυτολύπησης τους χαρακτήρες του, λες και νοιώθουν να ευθύνονται αποκλειστικά γι' αυτό που είναι, λες και αποδέχονται το κουβάλημα διαφόρων παραλλαγών του προπατορικού αμαρτήματος, δίνοντας τους, εν τέλει, αυτήν την περίεργη, απωθητική [grotesque όπως πολύ σωστότερα περιέγραψες], αλλά και τόσο ενδιαφέρουσα σκιαγράφηση τους ...
3class+(1).jpg
 
Last edited:

schubert

AVClub Enthusiast
21 August 2009
914
Θεσσαλία
Απάντηση: Re: Με ευγνωμοσύνη

"Πρέπει με δύναμη να συλλάβει ο νους και μετά βαθιά η καρδιά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε".

Διονύσιος Σολωμός
 

schubert

AVClub Enthusiast
21 August 2009
914
Θεσσαλία
Απάντηση: Re: Με ευγνωμοσύνη

Μια πρωτόγνωρη διατύπωση του Εγγονόπουλου για τον Καβάφη: "Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ευεργέτες της ανθρωπότητας"