το πρόβλημα, ή μάλλον
το ερώτημα, είναι δικό μου: το έργο τέχνης παραμένει αυτό που είναι κάτω από
οποιεσδήποτε συνθήκες; μήπως χρειάζεται κάποιο προαπαιτούμενο
πλαίσιο για να λειτουργήσει;
"Ο Ηλίθιος" παραμένει αυτό που είναι, ακόμη κι αν τον διαβάσω σε συνέχειες, σε λαϊκή απογευματινή;
Νομίζω ότι είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα που έχουν ανοίξει στο forum.
Μάλιστα, αν το απλώσουμε σε όλη την Τέχνη και όχι μόνο στη Μουσική, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναλυθεί γιατί η αλληλεπίδραση κάθε έργου τέχνης με το περιβάλλον του διαφέρει. Και με τη λέξη περιβάλλον δεν (πρέπει να) εννοούμε μόνο τις συνθήκες τις σαφώς ορισμένες και αμετάβλητες αλλά και τις μεταβλητές όπως ο Χρόνος και ο Δέκτης του έργου.
Θα γράψω δυο σκέψεις μου για τη Μουσική μόνο, μιας και αυτό ήταν το ερέθισμα, αλλά και διότι παρουσιάζει και τις μεγαλύτερες τεχνικές δυσκολίες αναπαραγωγής ως Τέχνη σε σχέση με άλλες μορφές που είτε είναι αυθύπαρκτες και αρκεί να "εκτεθούν" (ζωγραφική, λογοτεχνία, κ.α.) είτε μπορούν να αποδοθούν -σχεδόν αναγκαστικά- σε πιο ελεγχόμενα περιβάλλοντα (βλ. θέατρο) οπότε δύσκολα τίθεται θέμα προαπαιτούμενου πλαισίου.
Για μένα λοιπόν, το πλαίσιο υπάρχει και είναι το υπόβαθρο εκείνο που χρειάζεται ώστε το κάθε μουσικό έργο να αποδώσει το 100% της αξίας και του περιεχομένου του. Θα το χώριζα δε σε δύο μέρη-συντελεστές: Τις τεχνικές προδιαγραφές και την πνευματική-ψυχολογική κατάσταση του ακροατή-δέκτη.
Οι τεχνικές προδιαγραφές περιλαμβάνουν τα αναγκαία για όσο το δυνατόν πιστότερη αναπαραγωγή (HiFi, HiEnd, αίθουσες ακροάσεων, μουσικά όργανα). Το μουσικό έργο για να αναδειχθεί απαιτεί ένα minimum συνθηκών που πρέπει να εξασφαλίζουν την αξιόπιστη απόδοση, την αξιόπιστη μετατροπή της παρτιτούρας σε μουσική. Θεωρώ ότι με αυτόν τον τρόπο ο ακροατής βρίσκει ένα πρόσφορο έδαφος να εμβαθύνει στο έργο και να απολαύσει κάθε του πτυχή όπως ο συνθέτης θα ευχόταν. Ειπώθηκε ότι και με ένα φορητό mp3 ή στο αυτοκίνητο μπορεί να γίνει ακρόαση μουσικής και μάλιστα απολαυστική. Βεβαίως και μπορεί αλλά δεν παύει να είναι λύση ανάγκης και όχι επιλογή. Και σίγουρα όταν ο κάθε συνθέτης έγραφε το έργο του και ο κάθε μουσικός το ερμήνευε, δεν είχε στο μυαλό του το αυτοκίνητό μας σαν ιδανικό χώρο ακρόασης αντί ας πούμε μιας εκκλησίας ή μιας όπερας, κτλ. Άρα λοιπόν και οι τεχνικές προδιαγραφές διαμορφώνουν τις συνθήκες αυτές που απαιτούνται για τη βαθύτερη απόλαυση και κατανόηση ενός μουσικού έργου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ιδανικές συνθήκες ακρόασης είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές να αναδείξουν την αξία ενός έργου.
Φαίνεται όμως ότι ο δεύτερος συντελεστής της πνευματικής-ψυχολογικής κατάστασης του ακροατή, είναι ισχυρότερος μιας και σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις είναι αυτός που ορίζει το πόσο δεκτικός είναι ο ακροατής στο μουσικό ερέθισμα. Δηλαδή, το αν θα απολαύσουμε (πρώτα αισθητικά και μετά ως μήνυμα) ένα μουσικό έργο, εξαρτάται περισσότερο από την γενική καλή μας διάθεση εκέίνη τη στιγμή και λιγότερο από τον τόπο και τα μέσα αναπαραγωγής. Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα είναι το πώς επηρρεάζει την αντίληψη ενός έργου, η συνολική μας πορεία στη ζωή, οι εμπειρίες μας και η παιδεία μας. Αυτό είναι κάτι που καταγράφεται στατιστικά αλλά δεν μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια ως αίτιο και αιτιατό. (Αν μπορούσε τότε όλοι οι μουσικοί θα ήταν τέκνα μουσικών και μόνο!)
Από εκεί και πέρα πρέπει να συζητήσουμε αν ένα έργο τέχνης (μουσικό) εμπεριέχει μια δεδομένη αξία* ανεξάρτητα από τις συνθήκες. Παρότι η απάντηση που μας έρχεται στο μυαλό αυτόματα είναι "φυσικά, ναι" πιστεύω ότι είναι λαναθασμένη εξαιτίας του ότι έχουμε μάθει να θεωρούμε κάποιες αξίες και
κάποιες συνθήκες αυτονόητες και κεκτημένες με αποτέλεσμα να αγνοούμε την ίδια τους την αξία. Και εξηγώ. Αν δώσεις τον "Ηλίθιο" να τον διαβάσει κάποιος και στο επιστρέψει πίσω λέγοντας ότι δεν του άρεσε καθόλου, αυτό κατατάσει "χαμηλά" το βιβλίο ή τον αναγνώστη του?
Αν κατά την ακρόαση της 9ης Συμφωνίας του Μπετόβεν κάποιος χασμουρηθέί και νοσταλγήσει μπουζούκια, ποιος φταίει? Μήπως ο Μπετόβεν? Μήπως η χαμηλή ανάλυση του mp3? Τα παραδείγματα μπορούν να γίνουν χιλιάδες για το θέατρο, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, κτλ.
Σαφώς και η αξία του Ντοστογιέφσκι ή του Μπετόβεν δεν μειώνεται επειδή δεν άρεσε σε κάποιον και αυτό γιατί φαίνεται ότι κάθε καλλιτέχνης (συνειδητά ή ασυνείδητα) μέσω του έργου του ορίζει αυτός το προαπαιτούμενο πλαίσιο "λειτουργίας" του. Και από τεχνικής άποψης (ορίζοντας τον τρόπο εκτέλεσης) και από πνευματικής αφού σίγουρα πλησιάζοντας την ψυχική-πνευματική κατάσταση του ίδιου του καλλιτέχνη εισπράτουμε ευκολότερα αλλά και αρτιότερα την ουσία του. Κάθε έργο λοιπόν μας αναγκάζει να μπούμε στο πλαίσιο που το ίδιο προδιαγράφει αν θέλουμε βέβαια, αν αισθανόμαστε την ανάγκη να το κάνουμε. Η άρνηση, ή η ανικανότητά μας να συμβαδίσουμε με τις απαιτήσεις του έργου δεν αφαιρεί αξία από το έργο αλλά ούτε και από εμάς. Απλά δεν "ανήκουμε" στον κόσμο (πλαίσιο) του έργου και αυτό δεν ανήκει στον δικό μας από επιλογή και όχι εξαιτίας μιας δήθεν αυτονόητης αξιοκρατικής διαβάθμισης.
Συνοψίζω λέγοντας θα πρέπει να προσέξουμε την σύγχρονη τάση αποσύνδεσης της Τέχνης από τον κόσμο. Υπάρχει κυρίαρχη η λογική ότι το έργο τέχνης έχοντας ξεπεράσει την έννοια του "αντικειμένου", ανήκει σε έναν κόσμο που υπερίπταται και δεν είναι προσβάσιμος και προσιτός από κανέναν. Έτσι οι πίνακες ανήκουν στα μουσεία, τα γλυπτά στις γλυπτοθήκες και η μουσική στα μέγαρα μετατρέποντας τις συνθήκες και τα πλαίσια σε αντικείμενα λατρείας και φύλακες της πεμπτουσίας της Τέχνης. Η γήινη, (χρηστική πολλές φορές) πτυχή των έργων όχι μόνο δεν τα υποβαθμίζει αλλά αντίθετα ανοίγει και αναδεικνύει το 100% της αξίας-αποστολής της Τέχνης και διευρύνει το πλαίσιο λειτουργίας τους.
*Το πώς ορίζουμε την αξία ενός έργου τέχνης είναι φυσικά αντικείμενο φιλοσοφικών αναζητήσεων εδώ και χιλιάδες χρόνια και περιλαμβάνει διάφορες τάσεις περί του αν είναι το Ωραίο ή η Αλήθεια ή και τα δύο, κτλ. Δεν μπορούμε να το αναλύσουμε εδώ και κάνουμε την υπόθεση ότι η "όποια" αξία είναι δεδομένη και συμφωνημένη.