Όλοι παίρνουμε ενθύμια από τα ταξίδια μας. Κάρτες, αγαλματάκια, βιβλία, ρούχα, δίσκους, ότι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Οι περισσότεροι τραβάμε φωτογραφίες. Κάποιοι παίρνουν έργα τέχνης. Ένας μόνο έκανε ταξίδι και έφερε μαζί του για ενθύμιο μερικές αθάνατες συνθέσεις-δικές του μάλιστα. Στα 1892 Η Jeanette Thurber, μιά ζάπλουτη κυρία με μεγάλη αγάπη για τη μουσική κάλεσε τον Antonin Dvorak να γίνει διευθυντής του National Conservatory of Music στη Νέα Υόρκη. Ο σκοπός της ήταν, με τη βοήθεια ενός από τους πιό χαρακτηριστικούς «εθνικούς» συνθέτες της Ευρώπης να δημιουργήσει μια εθνική αμερικανική σχολή μουσικής. Ο Dvorak θα έμενε στην Αμερική, θα άκουγε τη ντόπια λαϊκή μουσική και θα συνέθετε πλέον αμερικανική μουσική. Έτσι και έγινε. Ο Dvorak πήρε την οικογένειά του, πήγε στην Αμερική και έμεινε για τρία χρόνια σχεδόν στη Νέα Υόρκη. Άκουσε negro spirituals και ινδιάνικα τραγούδια.(αργότερα αποτόλμησε την πρόβλεψη ότι αυτά τα τραγούδια θα γίνονταν η ρίζα από την οποία θα ξεπηδούσε μιά ολότελα νέα και πρωτότυπη, καθαρά αμερικανική μουσική. Είχε δίκιο σε ότι αφορούσε τα spirituals...) Το αποτέλεσμα αυτής της διαμονής ήταν μία συμφωνία(Αρ. 9 Από το Νέο Κόσμο), ένα κουαρτέτο για έγχορδα (Αμερικάνικο), ένα κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα, και ένα κοντσέρτο για βιολοντσέλο. Και τα τέσσερα έργα είναι αριστουργήματα, έχουν μόνιμη θέση στο ρεπερτόριο και...δεν έχουν σχεδόν τίποτα το αμερικάνικο (Στο δεύτερο μέρος της συμφωνίας κάνει την εμφάνισή της η μελωδία του νέγρικου τραγουδιού swing low sweet chariot, αλλά κρίνοντας από τον τρόπο που την χειρίζεται ο Dvorak θα μπορούσε άνετα να προέρχεται από τις πεδιάδες της Βοημίας).
Οι απαρχές του κοντσέρτου είναι κατά ένα απρόσμενο τρόπο αμερικανικές. ‛Ενας από τους μαθητές του στο ωδείο,ο Victor Herbert, ο οποίος αργότερα θα αποκτούσε τεράστια, αν και πρόσκαιρη φήμη, γράφοντας οπερέτες, παρουσίασε ένα κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα, το δεύτερο παρακαλώ! Έτσι πιθανότατα παρακινήθηκε και ο δάσκαλος να συνθέσει κάτι για αυτό τον ασυνήθιστο τότε συνδυασμό. Υπενθυμίζω ότι το κοντσέρτο για βιολοντσέλο είναι μορφή που συνηθιζόταν στο μπαρόκ. Ο ρομαντισμός το απέριψε σιγά-σιγά, (με την εξαίρεση φυσικά του Schumann) λόγω του ολοένα αυξανόμενου μεγέθους της ορχήστρας, που δεν επέτρεπε στο αδύναμο βιολοντσέλο να ακουστεί.Αλλά αυτό επρόκειτο να αλλάξει...
Το έργο γράφτηκε προς το τέλος της διαμονής του Dvorak στην Αμερική, στα 1895. Αποτελείται από τα συνήθη για κονστέρτο τρία μέρη:
1.Allegro
2.Adagio ma non troppo
3.Allegro moderato-andante-allegro vivace
Το πρώτο μέρος ξεκινά με μιά σιγανή εισαγωγική μελωδία στα ξύλινα πνευστά, που σιγά σιγά την πιάνουν και τα υπόλοιπα όργανα και χτίζουν ένα συναρπαστικό fortisimmo. Η ορχήστρα σταματάει απότομα, σχεδόν στη μέση μιάς φράσης,για να κάνει την είσοδό του το σόλο του βιολοντσέλου με μιά εκδοχή της αρχικής μελωδίας. Από εκεί και πέρα τον πρώτο λόγο έχει ο σολίστας: Όλα τα νέα θέματα παρουσιάζονται από το βιολοντσέλο και η ορχήστρα ακολουθεί διακριτικά. Η μουσική του πρώτου μέρους είναι με μιά λέξη συναρπαστική, κάποιες φορές σχεδόν επιθετική, θυμίζει το περίφημο «βαλς του πολέμου» από την έβδομη συμφωνία του Dvorak.
To δεύτερο μέρος είναι ονειρεμένο, ένα υπέροχο, ποιμενικό adagio που ξεχειλίζει από νόστο για την αγαπημένη πατρίδα. Αν και η μουσική του Dvorak δεν είναι προγραμματική, όπως του Liszt ή του Berlioz ώστε κάθε νότα να έχει μια εξωμουσική σημασία, εύκολα φαντάζεται κανείς τις εικόνες που ενέπνευσαν το συνθέτη: καταπράσινα λιβάδια, σκιερά δάση, τα γραφικά χωριουδάκια της αγαπημένης του Βοημίας-ή ίσως εικόνες οικογενειακής θαλπωρής, ένα ήσυχο κυριακάτικο απόγευμα στην Πράγα, έναν οικογενειακό περίπατο στο πάρκο... Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μιά από τις πιό όμορφες μουσικές ολόκληρης της εποχής του ρομαντισμού. (Κάπου εισβάλλει και η μελωδία ενός τραγουδιού από τον κύκλο «Τα Κυπαρίσσια» με τον τίτλο «Αφήστε με μονάχο». Το γιατί θα δούμε σε λίγο). Το τρίτο μέρος αρχίζει όπως και το πρώτο, με μιά μελωδία που αρχίζει σιγανά στα κοντραμπάσα για να την πάρουν και τα υπόλοιπα όργανα και να γίνει σχεδόν εκκωφαντική πριν σωπάσει για να ακουστεί το βιολοντσέλο. Όλο το μέρος είναι ουσιαστικά ένας «Σλάβικος Χορός» για βιολοντσέλο και ορχήστρα, ένας ξέφρενος χορός, γεμάτος άγρια χαρά και κέφι. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει αυτό παρά την χαρά για την επικείμενη επιστροφή στα πάτρια εδάφη; Μόνο που, λίγο πριν το θριαμβευτικό τέλος του κοντσέρτου η χαρά κόβεται απότομα. Το κέφι της ορχήστρας δίνει τη θέση του σε μιά πένθιμη μελωδία για βιολί και βιολοντσέλο: αδύνατο να αποτινάξεις την εικόνα μιάς κηδείας σε ένα χωριό της Βοημίας. Το ξόδι διασχίζει την πλατειούλα, περνάει τη μικρή γέφυρα πάνω από το ρυάκι και φτάνει στο κοιμητήριο. Εκεί οι δύο μουσικοί σηκώνουν τα δοξάρια και παίζουν τη θρηνητερή μελωδία τους «Αφήστε με μονάχο» κάτω από τη σκιά των κυπαρισσιών. Μετά από αυτό το σύντομο, πένθιμο διάλλειμα η ορχήστρα ολοκληρώνει το έργο με χαρούμενη, θριαμβευτική διάθεση.
To ασυνήθιστο αυτό φινάλε ξένισε και τον πρώτο ερμηνευτή του κοντσέρτου τον βιολοντσελίστα και αποδέκτη της αφιέρωσης Hanus Wihan ο οποίος πρότεινε στον Dvorak να γράψει ένα άλλο φινάλε, με μιά δεξιοτεχνική καντέντσα στη θέση του μελαγχολικού ιντερλούδιου. Εδώ να διευκρινίσουμε ότι όλα τα κοντσέρτα στο τέλος κάθε μέρους και ιδιαίτερα στο φινάλε, έχουν τη λεγόμενη καντέντσα, ένα κομμάτι στο οποίο παίζει μόνος ο σολίστας και επιδεικνύει τη δεξιοτεχνία του. Πριν τον Beethoven η καντέντσα ήταν σύνθεση του σολίστα, πολλές φορές αυτοσχεδιασμός της στιγμής. Οπότε η απαίτηση του Wihan κάθε άλλο παρά παράλογη ήταν. Η απάντηση του Dvorak (σε ένα γράμμα που έστειλε στους εκδότες του ήταν κοφτή: «σας εμπιστεύομαι το έργο μου μόνο υπό την προϋπόθεση ότι κανείς –ούτε καν ο φίλος μου ο Wihan – δε θα κάνει την παραμικρή αλλαγή χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή μου, επίσης ότι δεν θα υπάρξει καντέντσα στο τελευταίο μέρος όπως αυτή που συνέθεσε ο Wihan και ότι η μορφή του θα είναι ακριβώς όπως το σκέφτηκα και το αισθάνθηκα...το φινάλε τελειώνει με ένα diminuendo του βιολοντσέλου σαν μιά ανάσα, μετά έρχεται ένα crescendo, και τα τελευταία μέτρα συνεχίζει η ορχήστρα που τελειώνει το έργο με θυελλώδη τρόπο. Αυτή ήταν η αρχική μου ιδέα και δε μπορώ να την αποχωριστώ». Το αποτέλεσμα ήταν η πρεμιέρα να λάβει χώρα τελικά στο Λονδίνο από τον άγγλο βιολοντσελίστα Leo Stern. (Βέβαια ο Wihan παρέμεινε φίλος του Dvorak και ερμήνευσε το κοντσέρτο πολλές φορές στη διάρκεια της καριέρας του.)
Γιατί όμως τέτοια επιμονή; Είναι συνηθισμένο ένας σολίστας (και μάλιστα αποδέκτης της αφιέρωσης του έργου) να λέει τη γνώμη του για ένα έργο πριν την πρεμιέρα, να συμβουλεύει τον συνθέτη και να επιβάλλει πολλές φορές και αλλαγές. Ο ρόλος του Joseph Joachim, για παράδειγμα στην ολοκλήρωση του κοντσέρτου για βιολί του Brahms ήταν κρίσιμος, ειδικά στην .
Η εξήγηση έχει να κάνει με την προσωπική ζωή του Dvorak. Ενώ συνέθετε το έργο ήρθε το νέο του θανάτου της κουνιάδας του Josefina Cermakova μετά από μακρά ασθένεια. Συν τοις άλλοις ο Dvorak στα νιάτα του ήταν ερωτευμένος με την κυρία, η οποία όμως δεν ανταπέδωσε το συναίσθημα και παντρεύτηκε έναν πλούσιο ευγενή. Καρπος αυτής της απογοήτευσης ήταν ο κύκλος τραγουδιών «Τα Κυπαρίσσια», στα οποία ένας νέος άνδρας θρηνεί τη χαμένη του αγάπη. Άρα στο κοντσέρτο είναι κρυμμένο ένα μικρό, ιδιωτικό ρέκβιεμ για έναν ανεκπλήρωτο νεανικό έρωτα. Σιγά που θα το άλλαζε για να κάνει τη φιγούρα του στο κοινό ο Wihan!
Η πρεμιέρα έλαβε χώρα όπως προανέφερα στο Λονδίνο στις 19 Μαρτίου 1896 με σολίστα τον Leo Stern και την ορχήστρα της Royal Philharmonic Society υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Η επιτυχία του έργου ήταν άμεση και τεράστια. Ίσως τον πιό σημαντικό έπαινο απένειμε ο φίλος και πάτρωνας του Dvorak Brahms:διαβάζοντας την παρτιτούρα σχολίασε: «γιατί δεν μου είπε κανείς ότι ένα κοντσέρτο για βιολοντσέλο μπορεί να είναι τόσο ωραίο; Αν το ήξερα θα είχα γράψει εδώ και καιρό ένα δικό μου». Τον Dvorak ακολούθησαν και άλλοι συνθέτες, και έτσι σε αυτό το έργο οφείλουμε αριστουργήματα όπως το κοντσέρτο του Elgar, και το Schelomo του Bloch.