Κάθισα ν’ ακούσω μια από τις παλιές μου αγάπες, από την οποία επιπόλαια πριν πολλά χρόνια είχα αρπάξει ότι νόμιζα πως ταίριαζε με τον ενθουσιασμό της ηλικίας μου και πίστευα πως στέριωνε τα όνειρα μου. Αυτή τη φορά κάθισα με νοσταλγία αλλά και σκεπτικισμό, με φόβο πως θα ιχνηλατήσω πλέον τη γήρανση μου και πως η αξίνα του κυνισμού μου γρήγορα θα διαπεράσει το λεπτό στρώμα ουσίας του έργου και θα χτυπήσει στο μπετόν του εντυπωσιασμού και της σκοπιμότητας.
Τα μηχανήματα ήταν έτοιμα από ώρα και ζεστά, η ηχογράφηση πρόσφατα αγορασμένη hd, το ποτήρι με το Remy Martin στη θέση του. Χαμήλωσα – σωστότερα έσβησα – τα φώτα και ξεκίνησα. Μετά από περίπου μια ώρα κατά την οποία τέσσερα μέρη ενός κολοσσιαίου έργου παίχτηκαν χωρίς διακοπή, το ποτήρι με το κονιάκ ήταν ακόμη εκεί, σχεδόν άθικτο και ‛γώ είχα απομείνει σ’ ένα άχρονο κουκούλι σιωπής, έρμαιο των σκέψεων μου.
Καθώς η παγωμένη, δυσοίωνη μουσική του πρώτου μέρους (η Πλατεία των Ανακτόρων), της 11ης συμφωνίας του Σοστακόβιτς πλημμύρισε το σκοτεινό δωμάτιο, εικόνες αναδύθηκαν από τη μνήμη, το υποσυνείδητο και τη φαντασία μου και βρέθηκα μεταξύ συνανθρώπων μου απελπισμένων, να σέρνουμε το βήμα μας, αργά αλλά σταθερά, για να υπερασπιστούμε το δίκιο μας, πολυάριθμα κύτταρα ενός κοινωνικού ιστού που από καιρό έχει σαπίσει και κακοφορμίσει, από την αναλγησία και την ανοησία μιας εξουσίας μαθημένης μόνο να ακρωτηριάζει τα μέλη του τεράστιου οργανισμού της που σαπίζουν λόγω της ανικανότητας της, από την απληστία της άρχουσας τάξης της που αντί να αποκαταστήσει το κυκλοφοριακό σύστημα του γίγαντα, έχει μεταβληθεί η ίδια σε καρκινικά μορφώματα που πολλαπλασιάζονται εις βάρος του ίδιου οργανισμού που τους τρέφει.
Με την είσοδο του δεύτερου μέρους (η 9η Ιανουαρίου), φωτίστηκα πρόσκαιρα από την ελπίδα επιτυχίας της μαζικής δράσης, μέθυσα από τη δύναμη του συγκεντρωμένου πλήθους, ανατρίχιασα στη συνείδηση του δυναμικού βίας που μπορεί να απελευθερώσει με μια σπίθα, είδα με φρίκη το κύμα φωτιάς από τις κάνες των όπλων του παρατεταγμένου στρατεύματος, σκόρπισα πανικόβλητος, σπρώχνοντας και πατώντας αλλόφρων τους συνανθρώπους μου, προσπαθώντας να γλιτώσω από τις σπάθες των έφιππων κοζάκων.
Η παγωμένη ερημιά της πλατείας επιστρέφει απότομα μετά τη σφαγή, αυτή τη φορά μακάβρια, για να δώσει μετά από λίγο τη θέση της στο τρίτο μέρος (Αιώνια η Μνήμη), ένα μνημόσυνο των εγχόρδων, με το γνώριμο ακόμη και σε ‛μας θέμα του Πέσατε θύματα αδέλφια εσείς… Επαναστατικά τραγούδια, ζωντανό ακόμη τέκνο μιας κοινωνίας που μέχρι πριν μια δεκαετία εξακολουθούσε να προσφέρει τα παιδιά της στον αγώνα και διαφύλαττε τη μνήμη τους και δικαίωνε του σκοπούς τους μέσω αυτών. Τραγούδια που τραγουδούσαν σιγά και μέσα στα σπίτια οι οικογένειες και δεν είχαν ακόμη γίνει μουσειακό είδος ‛επίσημης’ καθεστωτικής μουσικής για τις συγκεντρώσεις του Κόμματος. Εμείς αναγνωρίζουμε – ίσως – μόνο το πέσατε θύματα…. Οι ρώσοι πολύ περισσότερα, ενταγμένα οργανικά στο σώμα όλης της συμφωνίας.
Ένα μνημόσυνο που με βομβαρδίζει με σκέψεις γι’ αυτούς που έφυγαν, αλλά και γι’ αυτούς που θα φύγουν. Για το πολύπλοκο της ιστορικής κίνησης και της δυναμικής των κοινωνικών συγκρούσεων, για τη διαστρωμάτωση εξουσιών και συμφερόντων, για τη μεγάλη κλίμακα των μεγεθών τους, τόσο στο πλήθος όσο και στο χρόνο, σε βαθμό που το άτομο να γίνεται ταυτόχρονα και ιστορικό υποκείμενο, όσο και απαλειπτέα μονάδα. Για το ρίσκο, τις ‛στρεβλώσεις’, τις τερατογεννέσεις και το άσκοπο της ηθικολογικής προσέγγισης της ιστορίας.
Η ιστορία όμως δεν μπορεί να περιμένει και μ’ ένα σκληρό, αποφασιστικό θέμα, η συμφωνία εισέρχεται στο τέταρτο και τελευταίο μέρος (Συναγερμός). Η σύγκρουση επέρχεται και όσο καλύτερα προετοιμασμένος είναι κάποιος, όσο καλύτερα την έχει κατανοήσει και έχει προετοιμάσει τις συμμαχίες του, τόσο καλύτερα γι’ αυτόν.
Η συμφωνία σε αυτό ακριβώς το τέταρτο και τελευταίο μέρος, αφήνει χώρο στην ελπίδα, προσθέτει μέτρα στην επίπονη ανάβαση, αλλά δεν κλείνει τη διαδικασία, δεν προσφέρει τεχνητούς παραδείσους. Η σύγκρουση διακόπτεται προσωρινά, για να κάνει την εμφάνιση του ξανά το παγωμένο θέμα της πλατείας και να ηχήσει σαν απειλητική υπενθύμιση το θέμα της σφαγής της 9ης Ιανουαρίου από το αγγλικό κόρνο, ως δυσοίωνο κρώξιμο κακότυχου πουλιού. Η συμφωνία τελειώνει μέσα σε έναν άγριο τυφώνα, που ξεκινά από τα τύμπανα και ένα αφηνιασμένο παραλήρημα αγωνίας των ξύλινων πνευστών, υπό τη βαριά σκιά των χάλκινων που επαναλαμβάνουν δυνατά αυτή τη φορά το θέμα της σφαγής της και συμπλέκονται μαζί με όλο το σώμα της ορχήστρας και τις καμπάνες σε ένα αμφίσημο, παροξυσμικό κρεσέντο.
Η 11η συμφωνία του Σοστακόβιτς γράφτηκε το 1957 και είναι αφιερωμένη στην αποτυχημένη ρωσική επανάσταση του 1905. Τα τέσσερα της μέρη πρέπει να παίζονται χωρίς διακοπή. Είναι ένα μνημειώδες, αριστουργηματικό έργο, υπόδειγμα Μεγάλης Τέχνης που είναι όμως γραμμένη με το νου και την καρδιά στο λαό. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Σοστακόβιτς τη θεωρούσε το πιο συγγενές έργο του στο Μούσσοργκσκυ. Είναι απλή στη γλώσσα της, εξαιρετικά εκφραστική και παραστατική, πλούσια σε δράμα και συναίσθημα, επιδεκτική σε πολλές αναγνώσεις και απαλλαγμένη από εύκολες απαντήσεις, δασκαλίστικες προσεγγίσεις και κομματικά λιβανίσματα.
Με αυτό το έργο του κέρδισε και επέβαλλε ξανά την αναγνώριση του από τη σοβιετική γραφειοκρατία, όπου του έδωσε και το βραβείο Λένιν το 1958, κλείνοντας την περίοδο της απομόνωσης του που είχε ξεκινήσει με τη διαβόητη απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ του 1948. Φυσικά δεν χώνεψαν το γεγονός πως μνημόνευσε τη χαμένη επανάσταση του 1905 και όχι την Οκτωβριανή του 1917. Τελικά αφιέρωσε ένα έργο του στην επανάσταση του 1917, την επόμενη συμφωνία, τη 12η, άνισο, βεβιασμένο και ουσιαστικά αδιάφορο έργο, η αξία του οποίου είναι σαφώς χαμηλότερη από κάθε άλλη συμφωνία του (δε συμπεριλαμβάνω εδώ τις συμφωνίες του 2 και 3 που δεν τις θυμάμαι).
Από τις διαθέσιμες ερμηνείες, ως απόλυτο σημείο αναφοράς και must παραμένει η μονοφωνική ηχογράφηση του Μραβίνσκυ με τη Φιλαρμονική του Λένινγκραντ από τις 2 Νοεμβρίου του 1959.
Επειδή όμως είναι τεράστιο συμφωνικό έργο, η καλή ηχογράφηση θα βοηθήσει στην πρόσληψη του και συνιστώ εδώ και την ερμηνεία του Πλετνιώφ με την ορχήστρα του, από ζωντανή ηχογράφηση που έγινε στις Βρυξέλλες το 2005 και κυκλοφορεί σε υβριδικό cd από την Pentatone. Επίσης κυκλοφορεί και σε hd flac από την hdtracks, από όπου την αγόρασα και την κατέβασα εγώ. Δυστυχώς όμως στο τελευταίο, έχουν μοντάρει με άσχημο τρόπο το πρώτο και το δεύτερο μέρος και η μετάβαση έχει ένα ενοχλητικό πήδημα.
Όσο και αν αυτά τα έργα επωφελούνται από τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας και των μηχανημάτων αναπαραγωγής του ήχου, δεν μπορώ να μην αισθάνομαι άβολα με τη σκέψη πως συγκλονίζομαι από ένα τέτοιο έργο, όντας στο κουκούλι του δωματίου μου, με τα τσουμπλέκια με τα γαλαζωπά leds. Πριν λίγο καιρό πρόβαλλε η ΕΤ-1 το βράδυ την ταινία Έλα να δεις! του Κλίμωφ, από την οποία δανείστηκα τον τίτλο της παρουσίασης μου. Μπορεί κανείς να τη δει στο home cinema του και μετά να συζητά μεταξύ τυρού και αχλαδίου; Πώς τέτοια έργα, όπως π.χ και η Αποκάλυψη Τώρα του Κόπολα συμβιβάζονται με τον κομφορμισμό του μικροαστισμού μας; Στην αίθουσα συναυλιών και στον κινηματογράφο είναι διαφορετικά. Εδώ, δεν έχω απάντηση…
Τα μηχανήματα ήταν έτοιμα από ώρα και ζεστά, η ηχογράφηση πρόσφατα αγορασμένη hd, το ποτήρι με το Remy Martin στη θέση του. Χαμήλωσα – σωστότερα έσβησα – τα φώτα και ξεκίνησα. Μετά από περίπου μια ώρα κατά την οποία τέσσερα μέρη ενός κολοσσιαίου έργου παίχτηκαν χωρίς διακοπή, το ποτήρι με το κονιάκ ήταν ακόμη εκεί, σχεδόν άθικτο και ‛γώ είχα απομείνει σ’ ένα άχρονο κουκούλι σιωπής, έρμαιο των σκέψεων μου.
Καθώς η παγωμένη, δυσοίωνη μουσική του πρώτου μέρους (η Πλατεία των Ανακτόρων), της 11ης συμφωνίας του Σοστακόβιτς πλημμύρισε το σκοτεινό δωμάτιο, εικόνες αναδύθηκαν από τη μνήμη, το υποσυνείδητο και τη φαντασία μου και βρέθηκα μεταξύ συνανθρώπων μου απελπισμένων, να σέρνουμε το βήμα μας, αργά αλλά σταθερά, για να υπερασπιστούμε το δίκιο μας, πολυάριθμα κύτταρα ενός κοινωνικού ιστού που από καιρό έχει σαπίσει και κακοφορμίσει, από την αναλγησία και την ανοησία μιας εξουσίας μαθημένης μόνο να ακρωτηριάζει τα μέλη του τεράστιου οργανισμού της που σαπίζουν λόγω της ανικανότητας της, από την απληστία της άρχουσας τάξης της που αντί να αποκαταστήσει το κυκλοφοριακό σύστημα του γίγαντα, έχει μεταβληθεί η ίδια σε καρκινικά μορφώματα που πολλαπλασιάζονται εις βάρος του ίδιου οργανισμού που τους τρέφει.
Με την είσοδο του δεύτερου μέρους (η 9η Ιανουαρίου), φωτίστηκα πρόσκαιρα από την ελπίδα επιτυχίας της μαζικής δράσης, μέθυσα από τη δύναμη του συγκεντρωμένου πλήθους, ανατρίχιασα στη συνείδηση του δυναμικού βίας που μπορεί να απελευθερώσει με μια σπίθα, είδα με φρίκη το κύμα φωτιάς από τις κάνες των όπλων του παρατεταγμένου στρατεύματος, σκόρπισα πανικόβλητος, σπρώχνοντας και πατώντας αλλόφρων τους συνανθρώπους μου, προσπαθώντας να γλιτώσω από τις σπάθες των έφιππων κοζάκων.
Η παγωμένη ερημιά της πλατείας επιστρέφει απότομα μετά τη σφαγή, αυτή τη φορά μακάβρια, για να δώσει μετά από λίγο τη θέση της στο τρίτο μέρος (Αιώνια η Μνήμη), ένα μνημόσυνο των εγχόρδων, με το γνώριμο ακόμη και σε ‛μας θέμα του Πέσατε θύματα αδέλφια εσείς… Επαναστατικά τραγούδια, ζωντανό ακόμη τέκνο μιας κοινωνίας που μέχρι πριν μια δεκαετία εξακολουθούσε να προσφέρει τα παιδιά της στον αγώνα και διαφύλαττε τη μνήμη τους και δικαίωνε του σκοπούς τους μέσω αυτών. Τραγούδια που τραγουδούσαν σιγά και μέσα στα σπίτια οι οικογένειες και δεν είχαν ακόμη γίνει μουσειακό είδος ‛επίσημης’ καθεστωτικής μουσικής για τις συγκεντρώσεις του Κόμματος. Εμείς αναγνωρίζουμε – ίσως – μόνο το πέσατε θύματα…. Οι ρώσοι πολύ περισσότερα, ενταγμένα οργανικά στο σώμα όλης της συμφωνίας.
Ένα μνημόσυνο που με βομβαρδίζει με σκέψεις γι’ αυτούς που έφυγαν, αλλά και γι’ αυτούς που θα φύγουν. Για το πολύπλοκο της ιστορικής κίνησης και της δυναμικής των κοινωνικών συγκρούσεων, για τη διαστρωμάτωση εξουσιών και συμφερόντων, για τη μεγάλη κλίμακα των μεγεθών τους, τόσο στο πλήθος όσο και στο χρόνο, σε βαθμό που το άτομο να γίνεται ταυτόχρονα και ιστορικό υποκείμενο, όσο και απαλειπτέα μονάδα. Για το ρίσκο, τις ‛στρεβλώσεις’, τις τερατογεννέσεις και το άσκοπο της ηθικολογικής προσέγγισης της ιστορίας.
Η ιστορία όμως δεν μπορεί να περιμένει και μ’ ένα σκληρό, αποφασιστικό θέμα, η συμφωνία εισέρχεται στο τέταρτο και τελευταίο μέρος (Συναγερμός). Η σύγκρουση επέρχεται και όσο καλύτερα προετοιμασμένος είναι κάποιος, όσο καλύτερα την έχει κατανοήσει και έχει προετοιμάσει τις συμμαχίες του, τόσο καλύτερα γι’ αυτόν.
Η συμφωνία σε αυτό ακριβώς το τέταρτο και τελευταίο μέρος, αφήνει χώρο στην ελπίδα, προσθέτει μέτρα στην επίπονη ανάβαση, αλλά δεν κλείνει τη διαδικασία, δεν προσφέρει τεχνητούς παραδείσους. Η σύγκρουση διακόπτεται προσωρινά, για να κάνει την εμφάνιση του ξανά το παγωμένο θέμα της πλατείας και να ηχήσει σαν απειλητική υπενθύμιση το θέμα της σφαγής της 9ης Ιανουαρίου από το αγγλικό κόρνο, ως δυσοίωνο κρώξιμο κακότυχου πουλιού. Η συμφωνία τελειώνει μέσα σε έναν άγριο τυφώνα, που ξεκινά από τα τύμπανα και ένα αφηνιασμένο παραλήρημα αγωνίας των ξύλινων πνευστών, υπό τη βαριά σκιά των χάλκινων που επαναλαμβάνουν δυνατά αυτή τη φορά το θέμα της σφαγής της και συμπλέκονται μαζί με όλο το σώμα της ορχήστρας και τις καμπάνες σε ένα αμφίσημο, παροξυσμικό κρεσέντο.
Η 11η συμφωνία του Σοστακόβιτς γράφτηκε το 1957 και είναι αφιερωμένη στην αποτυχημένη ρωσική επανάσταση του 1905. Τα τέσσερα της μέρη πρέπει να παίζονται χωρίς διακοπή. Είναι ένα μνημειώδες, αριστουργηματικό έργο, υπόδειγμα Μεγάλης Τέχνης που είναι όμως γραμμένη με το νου και την καρδιά στο λαό. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Σοστακόβιτς τη θεωρούσε το πιο συγγενές έργο του στο Μούσσοργκσκυ. Είναι απλή στη γλώσσα της, εξαιρετικά εκφραστική και παραστατική, πλούσια σε δράμα και συναίσθημα, επιδεκτική σε πολλές αναγνώσεις και απαλλαγμένη από εύκολες απαντήσεις, δασκαλίστικες προσεγγίσεις και κομματικά λιβανίσματα.
Με αυτό το έργο του κέρδισε και επέβαλλε ξανά την αναγνώριση του από τη σοβιετική γραφειοκρατία, όπου του έδωσε και το βραβείο Λένιν το 1958, κλείνοντας την περίοδο της απομόνωσης του που είχε ξεκινήσει με τη διαβόητη απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ του 1948. Φυσικά δεν χώνεψαν το γεγονός πως μνημόνευσε τη χαμένη επανάσταση του 1905 και όχι την Οκτωβριανή του 1917. Τελικά αφιέρωσε ένα έργο του στην επανάσταση του 1917, την επόμενη συμφωνία, τη 12η, άνισο, βεβιασμένο και ουσιαστικά αδιάφορο έργο, η αξία του οποίου είναι σαφώς χαμηλότερη από κάθε άλλη συμφωνία του (δε συμπεριλαμβάνω εδώ τις συμφωνίες του 2 και 3 που δεν τις θυμάμαι).
Από τις διαθέσιμες ερμηνείες, ως απόλυτο σημείο αναφοράς και must παραμένει η μονοφωνική ηχογράφηση του Μραβίνσκυ με τη Φιλαρμονική του Λένινγκραντ από τις 2 Νοεμβρίου του 1959.
Επειδή όμως είναι τεράστιο συμφωνικό έργο, η καλή ηχογράφηση θα βοηθήσει στην πρόσληψη του και συνιστώ εδώ και την ερμηνεία του Πλετνιώφ με την ορχήστρα του, από ζωντανή ηχογράφηση που έγινε στις Βρυξέλλες το 2005 και κυκλοφορεί σε υβριδικό cd από την Pentatone. Επίσης κυκλοφορεί και σε hd flac από την hdtracks, από όπου την αγόρασα και την κατέβασα εγώ. Δυστυχώς όμως στο τελευταίο, έχουν μοντάρει με άσχημο τρόπο το πρώτο και το δεύτερο μέρος και η μετάβαση έχει ένα ενοχλητικό πήδημα.
Όσο και αν αυτά τα έργα επωφελούνται από τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας και των μηχανημάτων αναπαραγωγής του ήχου, δεν μπορώ να μην αισθάνομαι άβολα με τη σκέψη πως συγκλονίζομαι από ένα τέτοιο έργο, όντας στο κουκούλι του δωματίου μου, με τα τσουμπλέκια με τα γαλαζωπά leds. Πριν λίγο καιρό πρόβαλλε η ΕΤ-1 το βράδυ την ταινία Έλα να δεις! του Κλίμωφ, από την οποία δανείστηκα τον τίτλο της παρουσίασης μου. Μπορεί κανείς να τη δει στο home cinema του και μετά να συζητά μεταξύ τυρού και αχλαδίου; Πώς τέτοια έργα, όπως π.χ και η Αποκάλυψη Τώρα του Κόπολα συμβιβάζονται με τον κομφορμισμό του μικροαστισμού μας; Στην αίθουσα συναυλιών και στον κινηματογράφο είναι διαφορετικά. Εδώ, δεν έχω απάντηση…