- 17 June 2006
- 14,350
Sergei Prokofiev: Toccata Op. 11
Γράφτηκε το 1912 και παρουσιάστηκε στην Πετρούπολη από τον ίδιο το συνθέτη το 1916. Είναι από εκείνα τα έργα όπου κυριολεκτικά ακούς τον 20ο αιώνα να έρχεται. Ακούς τη βιομηχανική επανάσταση και το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, τον κυβισμό, τον Kandinsky και τον Paul Klee, τη Σχολή Bauhaus και τους φουτουριστές, τον κονστρουκτιβισμό και τη ρώσικη πρωτοπορία. Είναι από εκείνες τις στιγμές που η τέχνη σπάει την επιφυλακτική συναίνεσή της με την κοινωνία. Που ψυχανεμίζεται, νιώθει πως καμία εμπειρία του παρελθόντος δεν μπορεί να ανακληθεί ή να ξαναρχίσει. Που οι καλλιτέχνες παύουν να προσφέρουν στο παμφάγο και πανίσχυρο σύστημα της πληροφόρησης και της επικοινωνίας την ευπειθή και υπάκουη συνεργασία τους. Ανησυχούν. Γίνονται βίαιοι. Παύουν να δουλεύουν για το εργοστάσιο αλλά ενάντια στο εργοστάσιο και στους κανόνες του. Επιτίθενται στο Σύστημα, στο κατεστημένο, με υψηλό αίσθημα ευθύνης. Και η ρήξη είναι ρητή. Ανυποχώρητη. Και προπάντων θορυβώδης.
Το άκουσμα είναι νευρωτικό και γεμάτο κραδασμούς, στον αντίποδα του ρομαντισμού, στην αγκαλιά μιας άτεγκτης μηχανικής που όμως δε μπορεί να κρύψει το βαθύ συναισθηματισμό της. Δεν έχω λόγια για τον φλογερό και ζωηφόρο ασκητισμό, το σφρίγος, την αθυροστομία, την ανεμελιά, τον παραμυθένιο λυρισμό, αυτή τη σχεδόν ανησυχητική τελειότητα, σχολαστικά επεξεργασμένη μέχρι την απειροελάχιστή της λεπτομέρεια, που δονείται και ιριδίζει από μύριες αποχρώσεις και σε βάζει να κάθεσαι σε αναμμένα κάρβουνα καθώς μοιάζει να κρέμεται από κλωστές, μπλαζέ, ανεπαίσθητα κακεντρεχής, φευγαλέα σαν οπτασία, μαγευτική σαν νεράϊδα.
Η ψευδαίσθηση ότι αρκετά μουσικά νήματα προχωρούν ταυτόχρονα σε διαφορετικά tempi προκαλείται από λογής έμμεσες στρατηγικές: διάφορα πολυμήχανα τεχνάσματα πιανιστικής γραφής μιάς ιδιόμορφης και πανούργας αρμονικής γλώσσας: βρίθει από εκκεντρική μελωδικότητα, πονηριά, συγκινητική τρυφερότητα, καθώς σουρεαλιστικές παραξενιές εκπληκτικής ομορφιάς ξεπηδούν και χορεύουν πάνω από κρυμμένα εσώτερα τρίσβαθα. Είναι γλώσσα περιωπής που μοιάζει γεμάτη αγκάθια και μπορεί να δείχνει βάναυση αλλά ο πυρήνας της είναι απίστευτα επινοητικός, λεπτοφυής και οξύνους. Η εκφορά της απαιτεί τρομαχτική σαφήνεια˙ διαύγεια, ζευγαρωμένη με σβελτάδα, επιδεξιότητα που και μόνο να τη σκεφτείς, τρομάζεις. Μια οργασμική επέλαση λαμβάνει χώρα καθώς εξαπολύονται η μία μετά την άλλη διαδοχικές κορυφώσεις πιανιστικής φρενίτιδας: καθεμιά τους κυοφορεί άψογη δραματική πλοκή, ευστροφία, αίσθηση υπεροχής και αφηγηματικές ικανότητες που προϋποθέτουν έναν το λιγότερο ιδιοφυή συνθέτη.
Αυστηρά με τη Martha Argerich (Debut Recital - DG 447 430-2)