70th Venice Film Festival

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1378127514.jpg



Zero Theorem



Το γεγονός πως το «The Zero Theorem» είναι ελάχιστα καλύτερο από το «The Imaginarium of Dr. Parnassus»
δεν σημαίνει πραγματικά τίποτα, ειδικά όταν το τελευταίο ήταν μια από τις χειρότερες ταινίες της καριέρας του,
συνέχεια μιας δεύτερης καριέρας (ας θεωρήσουμε πως η πρώτη τέλειωσε κάπου στο «12 Monkeys»)
με ταινίες που διασχίζουν την απόσταση από το «τρικυμία εν κρανίω» μέχρι το γκροτέσκο διαμέσου φτηνών ειδικών εφέ,
πολύχρωμων κοστουμιών και παλιομοδίτικων φιλοσοφικών αναζητήσεων για τη ζωή, το θάνατο και όλα τα ενδιάμεσα.

To «The Zero Theorem» θα ήθελε να είναι το κλείσιμο μιας τριλογίας που ξεκίνησε με το «Brazil» και το «12 Monkeys»,
αλλά στην πραγματικότητα είναι μια ταινία που θα έπρεπε να είχε γυριστεί πριν από αυτές αφού η βασική της τοποθέτηση πάνω σε ένα virtual κόσμο
είναι τόσο μα τόσο 90s που πραγματικά βαριέσαι τη ζωή σου καθώς είσαι αναγκασμένος να βλέπεις ξανά και ξανά σκηνές virtual σεξ
και ενδοεπικοινωνίας σαν μια κριτική πάνω στο αιώνιο «οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει τον τρόπο να επικοινωνούν».

Αυτός που έχει ξεχάσει να επικοινωνεί με τον κάποτε δαιμόνιο, πειραγμένο και αφασικά μεγαλειώδη εαυτό του είναι ο Γκίλιαμ
που με σαφή έλλειψη χρημάτων φτιάχνει ένα σύμπαν επιστημονικής φαντασίας που θα ήθελε να θυμίζει κόμικ,
αλλά στην πραγματικότητα μοιάζει να είναι φτιαγμένο από ερασιτέχνες σε κάποιο trial software για αρχάριους με ωραίες ιδέες
(όπως μια πόλη προηγούμενου αιώνα σε απόλυτη παρακμή όπου όλα όμως είναι ψηφιακά),
αλλά εκτελεσμένες σαν να βρισκόμαστε σε ένα επι τούτου b-movie για cult κατανάλωση.


Αναρωτιέστε τι γίνεται στο «The Zero Theorem»;

Τόσα πολλά που είναι αδύνατον κανείς να τα θυμηθεί ακόμη και όταν συμβαίνουν,
καθώς ο Γκίλιαμ αρέσκεται σε μια χορογραφημένη μεν αλλά απλοϊκή είσοδο και έξοδο ηρώων,
διαλόγων, εικόνων και ιδεών που κάποτε έκανε περίτεχνα, αλλά τώρα ολοκληρώνει μόνο ένα διαρκή θόρυβο για τα αυτιά και τα μάτια.

Συνοπτικά, ο ήρωας τού Κριστόφ Βαλτς, απομονωμένος μέσα σε έναν καθεδρικό ναό μπροστά στον υπολογιστή του
προσπαθεί να αποδείξει το «θεώρημα του μηδέν», καθώς γνωρίζει τον (ψηφιακό) έρωτα με μια νεαρή κοπέλα,
επαναστατώντας μπροστά στο μεγαθήριο μιας εταιρίας που ελέγχει τη ζωή όλων.
Αυτό και λίγο ο Ματ Ντειμον που παίζει το διευθυντή της εταιρίας, η Τίλντα Σουίντον που παίζει μια ψυχαναλύτρια μέσω ένoς software,
κάτι ποντίκια που τρέφονται μόνο με πίτσα σε μια λίστα λεπτομερειών που δεν έχει τέλος...

Στις ελάχιστες στιγμές που ο Γκίλιαμ παραδίνεται σε έναν σουρεαλιστικό αυτοσαρκασμό,
νιώθεις την ενέργεια μιας ταινίας που θα μπορούσε να είναι ένα μελαγχολικό σχόλιο για τη μοναξιά
και τη σημασία του να αγαπάς σε έναν κόσμο που έχει ξεχάσει να κοιτάει τον άλλο στα μάτια.

Σε όλες τις υπόλοιπες, απλώς πιάνεις τον εαυτό σου να θυμάσαι τι είχες νιώσεις την πρώτη φορά που είδες το «Brazil»,
το «12 Monkeys» ή το «The Fisher King», πιστεύοντας πως ο δημιουργός τους θα ήταν πάντα πιο μπροστά από σένα,
ανοίγοντας το δρόμο με σπουδαία παραμύθια για το τέλος του κόσμου.

Και να νιώθεις μόνο (ξανά) προδομένος...
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1378219664.jpg



Under The Skin



Βασισμένο ελεύθερα στο ομώνυμο βιβλίο του Μάικλ Φέιμπερ,
το «Under the Skin» δεν είναι η τυπική ταινία επιστημονικής φαντασίας που έρχεται στο μυαλό
αν κάποιος σας περιγράψει την υπόθεση που ουσιαστικά είναι η διαδρομή μιας εξωγήινης στη Γλασκώβη
και οι σεξουαλικές της συνευρέσεις με τυχαίους αντρες που συναντά στο δρόμο της.

Μια καλή ίσως αναφορά θα μπορούσε να είναι το «The Man Who Fell to Earth» του Νίκολας Ρεγκ,
με το οποίο το «Under the Skin» μοιράζεται τον αργό ρυθμό, την απόκοσμη ατμόσφαιρα
και ένα πρωταγωνιστικό alien που θα μπορούσε απλά να είναι το κορίτσι της διπλανής μας πόρτας.

Στον πυρήνα του, όμως, το «Under the Skin» είναι περισσότερο ένα ambient βίντεο κλιπ
που με ελάχιστο διάλογο, επαναλήψεις που λειτουργούν σε κύκλους και sci-fi ιντερλούδια
που θυμίζουν τις καλύτερες δουλειές του Μάικλ Κάνινκγχαμ,
σκιαγραφεί στην πραγματικότητα κάτι πολύ πιο αποκαλυπτικό από μια εξωγήινη που δοκιμάζει το σεξ συλλέγοντας
(προσοχή: δεν ακολουθούν spoilers) κάτι περισσότερο από εμπειρίες κάθε φορά που αφήνει κάποιον άντρα πίσω της για να συναντήσει τον επόμενο.

Κατασκευασμένο στην εντέλεια
(με αποτέλεσμα να παγιδεύεται μέσα στην εμφανή «κατασκευή» του),
από έναν από τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες του καιρού μας (θυμηθείτε το «Sexy Beast» και το «Birth»),
το «Under the Skin», είναι όμως περισσότερο ένας προσωπικός θρίαμβος της Σκάρλετ Γιόχανσον.

Στο ρόλο μιας συνθετικής «Ωραίας της Ημέρας» ή Γιόχανσον περιφέρεται μέσα στο (πάρα πολύ)
παράξενο σύμπαν του «Under the Skin», μπαίνοντας με συγκλονιστικά αποτελέσματα «κάτω από δέρμα» της απόκοσμης ηρωίδας της
για να σαγηνεύσει - και ας μην ντρεπόμαστε - να καυλώσει και να αποδείξει πως δεν είναι μόνο το γεγονός πως δεν φοβάται να γδυθεί
ή να επιδοθεί σε στοματικό έρωτα on camera που την φέρνει εδώ στην πιο θαρραλέα της ερμηνεία.

Μελαγχολική, κορίτσι και τέρας ταυτόχρονα,
μια τυχαία παρουσία μέσα στο πλήθος μιας πόλης και ένα σύμβολο για όλα όσα κάνουν τους γήινους να νιώθουν
«από άλλον πλανήτη», η Γιόχανσον ερμηνεύει κυριολεκτικά σωματικά τη σεξουαλική αφύπνιση ενός κοριτσιού
σε μια ταινία που δεν γίνεται ποτέ σπουδαία,
αλλά που αφήνει αναπόφευκτα το σημάδι της πάνω στο φαντασιακό ακόμη και του πιο υποψιασμένου θεατή.



 
Last edited:

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1378210284.jpg



Moebius


Η απατημένη σύζυγος και μητέρα ενός έφηβου αγοριού θέλει να εκδικηθεί τον άπιστο σύζυγό της,
ευνουχίζοντάς τον.
Οταν δεν θα το καταφέρει, η μανία της θα είναι τόσο σαρωτική που θα τιμωρήσει με τον ίδιο τρόπο τον γιο της.

Ο,τι ακολουθεί στα 90 περίπου λεπτά της νέας ταινίας του Κιμ Κι Ντουκ είναι κάτι που πραγματικά δεν περιγράφεται με λέξεις,
αλλά μόνο με εκφράσεις δυσφορίας, αποτροπιασμό του θεατή, μια αγωνιώδη προσπάθεια
να μην δεις κάτι από όλα τα απεχθή που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια σου, σε έναν κύκλο απόλυτης βίας που δεν σταματάει πουθενά
παρά μόνο αφού έχει ισοδεδώσει μαζί με τον όποιο θεσμό της οικογένειας και κάθε ίχνος
ανθρωπιάς, ηθικής και κυρίως κάθε πεπατημένης σεξουαλικής συμπεριφοράς.

Πιο βίαιος από ποτέ (πιστέψτε με τα αγκίστρια στο «Νησί» ήταν απλά παιδικά παιχνίδια),
με απόλυτα σαφή τον εσωτερικό τρόπο με τον οποίο χτίζει μια απεχθή αιματηρή τραγωδία χωρίς ούτε μια λέξη από τους ήρωες του
και ικανός να σε κάνει να κοιτάς συνεχώς το παντελόνι σου (αν είσαι άντρας),
ο Κιμ Κι Ντουκ οδηγεί στα απόλυτα άκρα την ιστορία μιας
- προσοχή ακολουθεί ευφημισμός - «προβληματικής» ενηλικίωσης, χωρίς ωστόσο να απαρνείται λεπτό τις θεματικές του
γύρω από την ανθρώπινη μοναξιά, τη δυσλειτουργική αγία οικογένεια
και το σχήμα μιας χριστιανικής παραβολής για έναν κόσμο που δεν έχει παρά ελάχιστες ελπίδες για σωτηρία.

Αν έχετε καταφέρει να μην φύγετε από την αίθουσα τρέχοντας, ακριβώς στο σημείο όπου πιστεύεις
πως η σοβαροφάνεια αυτού του γκροτέσκου οικοδομήματος θα το κάνει να καταρρεύσει ως μια «πρόκληση για την πρόκληση»
και ακόμη μια επίδειξη ισχύος από έναν σκηνοθέτη που πλέον δεν έχει να αποδείξει τίποτα,
ο Κιμ Κι Ντουκ κάνει αυτό ακριβώς που πρέπει:
παραδίνεται στο ανελέητο fun, μετατρέποντας το φιλμ του σε ένα horror flick με κατάμαυρο χιούμορ και giallo αναφορές σοκ
που σε παρασέρνει απνευστί και εξαντλημένο από entertainment μέχρι το τέλος.

Καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να σε κάνει να ανοίξεις τα μάτια στα όσα απεχθή εικονογραφεί,
ακόμη κι αν διακινδυνεύεις σοβαρά να δεις πράγματα που που υπό κανονικές συνθήκες θα απέφευγες,
προστατεύοντας πεισματικά την ψυχική σου υγεία.


 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
The Unknown known



Δεν είναι τυχαίο πως το νέο ντοκιμαντέρ του Ερολ Μόρις είναι αφιερωμένο στη μνήμη του κριτικού κινηματογράφου Ρότζερτ Εμπερτ.
Ο Εμπερτ λάτρευε τον Μόρις, κυρίως γιατί έκανε πάντα παράξενες ταινίες και στεκόταν απέναντι στο κάθε φορά «αντικείμενό» του
με τη θέση και την απαίτηση σχεδόν ενός απλού πολίτη που ήθελε να πάρει απαντήσεις, χωρίς ωστόσο ποτέ να είναι κανείς σίγουρος
αν σέβεται τον συνομιλητή του ή απλά τον σατιρίζει με τον πιο διπλωματικό τρόπο στον κόσμο.

«Εχοντας δει όλες τις ταινίες του Μόρις»,
έγραφε ο Εμπερτ με τη σειρά του, προσπαθώντας να δώσει μια εξήγηση στην παραπάνω παραδοξότητα ,
«νομίζω πως η απάντηση είναι μπερδεμένη. Αγαπάει τα αντικείμενα των ταινιών του.
Βρίσκει τις παραξενιές και τις εμμονές τους συναρπαστικές. Δεν τους κριτικάρει. Δεν τους κρίνει.
Δεν ξέρει τις σωστές απαντήσεις. Δεν έχει ατζέντα. Απλά θέλει να ξέρει τι είναι αυτό που θα πούνε στη συνέχεια της συζήτησης...»

Μια τέτοια, παράξενη ταινία είναι και το «The Unknnown Known», που δέκα χρόνια μετά το συγκλονιστικό «Fog of War»
και την αποκάλυψη του Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα (Υπουργού Αμύνης από το 1961 έως και το 1968 επί προεδρίας Κένεντι και Τζόνσον)
πως ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν ένα λάθος, ο Μόρις έρχεται για να ρωτήσει στα ίσα τον «μισητό» Ντόναλντ Ράμσφελντ
(Υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ από το 1975 έως το 1977 επί προεδρίας Φορντ και από το 2001 έως και το 2006 επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του νεότερου)
για όλα τα αναπάντητα ερωτήματα που γεννά ο πόλεμος στο Αφγανιστάν και το Ιρακ.

Εχοντας πρόσβαση στο τεράστιο αρχείο του που αποτελείται από εκατομμύρια εσωτερικά σημειώματα που ο Ράμσφελντ έγραφε το ένα πίσω από το άλλο
και στις δύο θητείες του ως Υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ και με συνολικά 33 ώρες συζήτησης μαζί του στα χέρια του,
ο Μορις μεγαλουργεί έχοντας απέναντί του έναν άνθρωπο που ξέρεις ήδη από την αρχή πως δεν πρόκειται να παραδεχτεί κανένα λάθος της κυβέρνησής του
και που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι οι γρίφοι που έγραφε στα σημειώματά του προσπαθώντας να επικοινωνήσει με τους ανωτέρους του για τα κακώς κείμενα στο Ιράκ.

Φυσικά, ο Ράμσφελντ αρνείται πως είχε ανάμειξη στους βασανισμούς,
προσπαθεί με διφορούμενες και αντικρουόμενες απόψεις να δικαιολογήσει την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ,
υπάρχουν στιγμές που κοιτώντας την κάμερα
(ο Μόρις χρησιμοποίησε μια τεχνική όπου ο συνεντευξιαζόμενος κοιτάει αυτόν που παίρνει τη συνέντευξη ενώ στην πραγματικότητα κοιτάει στην κάμερα)
νιώθεις πως κρύβει περισσότερα απ' όσα αποκαλύπτει
και σε ένα θρίαμβο της διαλεκτικής αλά Ερολ Μόρις λέει τελικά όλα όσα δεν θα έλεγε ποτέ on camera μόνο με το βλέμμα του,
τις αμήχανες κινήσεις του σώματός του και το διαρκές μειδίαμα στο στόμα του.

Ο Μόρις φυσικά και τον σέβεται, ειδικά όταν ο Ράμσφελντ είναι δεκτικός σε κάθε ερώτησή του,
αλλά δεν μπορεί να κρύψει και την απορία του για τη στάση ενός ανθρώπου που όπως ακριβώς τα μπερδεμένα αποφθέγματά του
(ένα από αυτά δίνει και τον τίτλο του στην ταινία ακριβώς όπως το έχει επιλέξει ο Ράμσφλεντ για την αυτοβιογραφία του)
υπήρξε μέτοχος και ταυτόχρονα αμέτοχος των φρικαλεοτήτων που έλαβαν και λαμβάνουν ακόμη και σήμερα χώρα στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.

Σε ένα ντοκιμαντέρ - πρόκληση για το μυαλό και τις αισθήσεις,
που τελικά δεν αφορά μόνο τη σύγχρονη σκοτεινή ιστορία μιας Αμερικής που ακόμη και μετά την παραίτησή του Ράμσφλεντ
και την αλλαγή του Προέδρου συνεχίζει να πιστεύει με εμμονή στην έννοια του πολέμου,
αλλά και όλους ανα τον πλανήτη θεατές ενός παραλογισμού που -
ειδικά με την τραγική προοπτική του πολέμου στη Συρία προ των πυλών -
κάνουν το φιλμ του Μόρις το πιο δυνατό αντιπολεμικό μήνυμα των ημερών μας.



 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1378296583.jpg




L' Intrepido




Ο Τζιάνι Αμέλιο δεν υπήρξε ποτέ ένα σπουδαίος σκηνοθέτης
και αν η καλύτερη στιγμή του ήταν φυσικά το «Lamerica» του 1994 αυτό συνέβη επειδή
η μανιέρα του να αφηγείται μικρές συγκινητικές ανθρώπινες ιστορίες μέσα σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο υπήρξε διάφανη,
μακριά από κλισέ και στερεότυπα σε μια εποχή που το θέμα της μετανάστευσης ήταν κυρίαρχο στην Ιταλία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Στο «L'Intrepido» (σημαίνει «ο ατρόμητος»),
η μεγάλη εικόνα είναι φυσικά η Ιταλία της οικονομικής κρίσης και των υψηλών ποσοστών ανεργίας
και η προσωπική ιστορία είναι αυτή ενός εργάτη ο οποίος μέσω μιας νεωτεριστικής μαφίας εύρεσης εργασίας
βρίσκει μεροκάματα καλύπτοντας τις βάρδιες διαφόρων υπαλλήλων σε κάθε πιθανή δουλειά μπορείτε να φανταστείτε -
από delivery boy μέχρι ανθρακωρύχος και από μοδίστρα μέχρι πωλητής παπουτσιών.

Χωρισμένο σε μικρά επεισόδια, το «L'Intrepido» είναι η καθημερινότητα αυτού του ανθρώπου,
οι μέρες και οι νύχτες του εργασιακού του περιβάλλοντος, η σχέση του με τον γιο του, την πρώην γυναίκα του
και μια νέα κοπέλα που θα γνωρίσει σε μια από τις βάρδιες που θα αναλάβει σε μια αλληλουχία
δήθεν γλυκόπικρων κωμικών στιγμών που μπορούν να σε οδηγήσουν στην... αυτοκτονία από το πόσο προβλέψιμες, κλισέ και crowd pleasers είναι.

Μοιάζει πολύ δύσκολο να φανταστείς ένα σενάριο που είναι πραγματικά πηγμένο από συμβουλές για καλύτερη ζωή,
από φιλοσοφίες περί ελπίδας στο τέλος του τούνελ της κρίσης και γενικά μια διάχυτη αίσθηση πως
«ο μόνος τρόπος να γλιτώσεις την εξαθλίωση είναι να είσαι καλός άνθρωπος», αλλά βλέποντας την ταινία του Αμέλιο
είσαι σίγουρος πως εδώ υπήρχε το υλικό για μια πραγματικά «λαϊκή» κωμωδία για την Ευρώπη της κρίσης.

Γραμμένο υποτίθεται αποκλειστικά για έναν από τους σημαντικότερους Ιταλούς ηθοποιούς, τον Αντόνιο Αλμπανέζε,
το σενάριο του Αμέλιο δεν αφήνει τον σπαρακτικό πραγματικά πρωταγωνιστή του να αναπνεύσει σε έναν ρόλο που θυμίζει από Τσάπλιν μέχρι Mr.Bean
και από Μπάστερ Κίτον μέχρι Νάνι Μορέτι καθως κάθε του σκηνή είναι ακόμη ένα βήμα προς την αφέλεια και την καλοσύνη,
ικανό να σπάσει τα ιταλικά ταμεία αλλά πριν από αυτό και τα νεύρα του θεατή.

Αν αντί μιας ακατάσχετης (σκηνοθετικής και σεναριακής) φλυαρίας,
ο Αμέλιο εμπιστευόταν το μελαγχολικό βλέμμα του Αλμπανέζε
και αν αντί μιας κλισέ ιδέας για το πως δείχνεις την κρίση σε έναν κόσμο που δεν αντέχει άλλο να μιζεριάζει από αυτήν,
ο Αμέλιο είχε προτιμήσει την οδό της μαύρης κωμωδίας,
το «L'Intrepido» θα μπορούσε να ήταν η ταινία που αξίζει στην Ευρώπη της κρίσης και όχι μια ακόμη αφελής απεικόνιση της για τη μάζα.





 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1378337882.jpg




Stray Dogs



To σινεμά του Τσάι Μινγκ Λιάνγκ μοιάζει με ένα συνδυασμό ακραίου νεορεαλισμού
πακεταρισμένου στην πιο επιτηδευμένη αρχιτεκτονική φόρμα που έχετε δει ποτέ.

Εικόνες απίστευτου νατουραλισμού γίνονται το κέντρο παράδοξων γωνιών λήψης
που παραμορφώνουν την πραγματικότητα καθώς οι εξαντλητικά αργοί ρυθμοί και η εμμονή πάνω στα πρόσωπα των ηρώων
και την σωματική τους κατάσταση ολοκληρώνουν ένα οικοδόμημα ποιητικού σινεμά μόνο για δυνατούς λύτες.

Το σινεμά του Τσάι Μινγκ Λιάνγκ είναι, όμως, περισσότερο απ' όλα τα παραπάνω, εξοντωτικό.

Και το «Stray Dogs» τον βρίσκει ναι μεν απόλυτα συνεπή σε όλο το προηγούμενο έργο του
(«I Don't Want to Sleep Alone», «The Wayward Cloud», «The Hole»),
εδώ με την ιστορία ενός πατέρα και των δυο παιδιών του, άστεγων και εξαθλιωμένων στην Ταϊβάν του σήμερα, αλλά και πιο βασανιστικό κυριολεκτικά απο ποτέ.

Ολη η ταινία είναι δομημένη πάνω σε πλάνα σεκάνς που διαρκούν από λίγα μέχρι πολλά (αλλά όταν λέμε πολλά ενοούμε πολλά) λεπτά το καθένα,
μέσα στα οποία ο Τσάι Μινγκ Λιάνγκ αρχίσει να ξεδιπλώνει την καθημερινότητα δύο μικρών παιδιών που περιφέρονται στα σούπερ μάρκετ της Ταιπέι
περιμένοντας τον πατέρα τους να επιστρέψει από την δουλειά του που είναι να κρατάει όρθιος όλη μέρα διαφημιστικά πλακάτ στη μέση των λεωφόρων της πόλης.

Πολύ νωρίς στην ταινία (ό,τι σημαίνει αυτό σε μια ταινία του Τσάι Μινγκ Λιάνγκ – μην ξεχνιόμαστε),
η απελπισία του πατέρα θα γίνει εμφανής καθώς στέκεται μέσα στη βροχή κρατώντας στωικά (σαν σταυρό;)
το διαφημιστικό πλακάτ του και τραγουδάει ένα τραγούδι δακρύζοντας από απόλυτη δυστυχία.

Λίγο αργότερα, μια γυναίκα – επίσης άστεγη – που δουλεύει στο σούπερ μάρκετ θα αντιληφθεί την παρουσία της μικρής κόρης του
και θα την φροντίσει λούζοντάς της τα μαλλιά και προσφέροντας της ένα μητρικό χάδι.

Ναι, με τα δικά του μέτρα και σταθμά
– αυτά μιας απόλυτα στατικής κινηματογράφησης που περιγράφεται πιο εύκολα με όρους αρχιτεκτονικής και... ζαρζαβατικών - ,
η καταγραφή μιας φτωχής και εξαθλιωμένης μερίδας απόκληρων πολιτών στο κέντρο μιας σύγχρονης μητρόπολης είναι συγκλονιστική
καθώς στο γνωστό του ύφος ο Τσάι Μιγνκ Λιάνγκ αφήνει την κάμερα να αναλύσει το παραμικρό βλέμμα
και την παραμικρή αγωνιώδη κίνησή τους προς μια απέλπιδα επιβίωση,
ισοπεδώνοντας λες κάθε άλλο σύγχρονο σχόλιο πάνω στην ανεργία, τη φτώχεια και το τελος του Δυτικού Πολιτισμού οπως τον ξέραμε

Αυτό, ωστόσο, δεν κάνει το «Stray Dogs» τίποτα περισσότερο από μια ερμητική
– στα όρια του hardcore art house σινεμά - κινηματογραφική εμπειρία που παρακολουθείς μόνο από περιέργεια
καθώς σε ελλειπτική μορφή και με τη μία ακατανόητη σκηνή να διαδέχεται την άλλη -
αποκαλύπτεται στο δεύτερο μισό της ταινίας τι οδήγησε αυτήν την οικογένεια στο... δρόμο και ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της.

Φαβορί στα στοιχήματα ήδη πριν την έναρξη του 70ού Φεστιβάλ Βενετίας για τον Χρυσό Λέοντα,
το «Stray Dogs» μοιάζει αδύνατον να φύγει από το Λϊντο χωρίς μεγάλο βραβείο
ή ακόμη και με τον δεύτερο Χρυσό Λέοντα στην καριέρα του Τσάι Μινγκ Λιανγκ μετά το «Vive l' Amour» του 1994,
δικαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο έναν δημιουργό που εδώ και είκοσι χρόνια επιμένει μοναχικά σε ένα σινεμά απόλυτα δικό του.

Και όχι γιατί αυτή είναι μια ταινία που θα μπορέσει ποτέ να δει κανείς εκτός φεστιβαλικού κυκλώματος, αφού μοιάζει να υπάρχει μόνο εξαιτίας του.




 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1378448982.jpg




Yurusarezaru mono



Τα δάνεια ανάμεσα στους σαμουράι και τους καουμπόιδες δεν εξαντλήθηκαν ποτέ
στο προφανές ριμέικ των «Επτά Σαμουράι» από τον Τζον Στέρτζες
στο «The Magnificent Seven» του 1969 ή στην αναφορά του «Για Μια Χούφτα Δολάρια» στο «Γιοζίμπο».

Η διαδρομή από την Αγρια Δύση στην Ιαπωνία των σαμουράι υπήρξε όσο αχανής
όσο και μια σφαίρα δρόμος για όσους μπόρεσαν να δουν τις ομοιότητες ανάμεσα στο άδειο τοπίο της Αμερικής και της Ιαπωνίας,
στους κώδικες τιμής μοναχικών ανδρών-πολεμιστών και σε ιστορίες που έχτισαν τη μυθολογία δύο πολιτισμών που χτίστηκαν πάνω στη βία και το αίμα.

Το ιαπωνικό ριμέικ των «Ασυγχώρητων» είναι τόσο πιστό στο φιλμ του Κλιντ Ιστγουντ
με έναν τρόπο που καταφέρνει να μοιάζει με σενάριο που γράφτηκε πρώτη φορά για να αφηγηθεί την ιστορία ενός μεσήλικα σαμουράι
που θα αφήσει την ήσυχη ζωή στη φάρμα του για να ακολουθήσει έναν πληρωμένο δολοφόνο στο κατόπι δύο ανδρών που πρέπει να πληρώσουν για τον τραυματισμό μιας πόρνης.

Αν, όμως, η ταινία του Ιστγουντ ήταν μια ωδή πάνω στη μελαγχολία,
ένα βαθιά θλιμμένο δοκίμιο πάνω στη βία και τον ανδρισμό και μαζί το τέλος όλων των γουέστερν όπως τα γνωρίζαμε,
η ιαπωνική εκδοχή του είναι ένα ελεγειακό μελοδραματικό έπος πάνω στη συγχώρεση,
φτιαγμένο με την ίδια μελαγχολία των απόκληρων και αδύναμων ηρώων του που αναζητούν δικαιοσύνη σε έναν κόσμο που έχει προ πολλού ξεχάσει τη σημασία της.

Εξαιρετικά φωτογραφημένο, λυρικά σκηνοθετημένο, βίαιο αλλά και βαθιά συγκινητικό,
δεξιοτεχνικά δομημένο στα όρια του «κλασικού», το «Unforgiven» του Σανγκ-ιλ Λι δεν θα ήταν βέβαια τίποτα από όλα τα παραπάνω
αν στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Κεν Γουατανάμπε (πρωταγωνιστής του Ιστγουντ στα «Γράμματα από την Ιβο Τζίμα»)
δεν μετέφερε στο βλέμμα και τους ώμους του όλη την ιστορία των σαμουράι και μιας χώρας σε αναρχία σαν ένα χρέος που θα πρέπει να πληρώσει με τη ζωή του.

Ακριβώς, όπως ο Γουίλιαμ Μάνι του Ιστγουντ,
ο Τζουμπέι του Γουατανάμπε είναι ο φτωχός και μόνος σαμουράι που δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει από τη μοίρα του,
σύμβολο ενός παραλογισμού βίας που θα τον θέσει εκτός συστήματος,
αλλά ταυτόχρονα θα τον αφήσει στη μνήμη όσων τον συναντούν ως μια μυθική φιγούρα για τα άκρα στα οποία πρέπει να φτάσεις προκειμένου να κάνεις το καλό.

Ο Κλιντ Ιστγουντ μπορεί να είναι υπερήφανος...



 

Portioli

Supreme Member
3 June 2007
3,900
Dystopia
O Ελληνικός κινηματογράφος στα καλύτερά του...

Θρίαμβος του «Miss Violence» στο 70ό Φεστιβάλ Βενετίας

1366266608.jpg



Με τα βραβεία σκηνοθεσίας και ανδρικής ερμηνείας βραβεύθηκε το «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά στην τελετή απονομής του 70ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, σε μια τελετή που βρήκε τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι να δίνει τον Χρυσό Λέοντα στην Ιταλία και το «Sacro GRA» του Τζιανφράνκο Ρόσι.

Πηγή: Μανώλης Κρανάκης - flix.gr