simonb
Senior Member
Επιστροφή από το "Βουνό Μπροστά" και τέρμα για σήμερα - αύριο πάλι.
Η περιγραφή του προγράμματος:
Μεγάλο Σάββατο. Το βαν που μεταφέρει τα πυροτεχνήματα μιας ομάδας Αθηναίων μένει από βλάβη σ’έναν ορεινό οικισμό. Ο Αλβανός Λουάν, εργαζόμενος σε στάνη της περιοχής, στην προσπάθειά του ν’ αγοράσει μια ρουκέτα στον 7χρονο γιο του, έρχεται σε επαφή με τους κατοίκους, αναζωπυρώνοντας μια παλαιότερη έχθρα. Ο ντόπιος κτηνοτρόφος Θύμιος δεν ανέχεται να βλέπει τον αλλόθρησκο να προσεύχεται στα βοσκοτόπια που ο ίδιος μεγάλωσε. Τον προσβάλλει, τον ταπεινώνει μπροστά στο παιδί του και τους πυροτεχνουργούς. Τον διώχνει από τον οικισμό. Ο Λουάν φεύγει. Μέσα του όμως ξυπνά η οργή. Επιστρέφει και ζητά ν’αγοράσει όλα τα πυροτεχνήματα. Ο Θύμιος, όμως, διαφωνεί. Θεωρεί προσβολή να ρίξει ένας Μουσουλμάνος πυροτεχνήματα στην Ανάσταση. Η νύχτα καταλήγει σε δράμα και η Κυριακή του Πάσχα σε τραγωδία.
Είναι η πρώτη ταινία που είδα και βαθμολόγησα με "πολύ καλή" (5/5). Να μην παρεξηγηθώ: Δεν συναγωνίζεται την "7η σφραγίδα" αλλά ήταν τόσο σοβαρά καλύτερη από τις άλλες και τόσο κοντά στο τι θα περίμανε στις καλές στιγμές του φεστιβάλ που δεν είχα επιλογή.
Το κύριο θετικό της ταινίας: Είχε ένα θέμα, μια σχετικά απλή (αλλά όχι απλοϊκή) υπόθεση - και δεν είχε τίποτε απολύτως που να μην εξυπηρετεί τον σκοπό της εξιστόρησης αυτής της υπόθεσης. Χωρίς παραφυάδες, με μια φωτογραφία σεμνή που εστιάζει στο περιεχόμενο - δεν μετατρέπει την κινηματογραφική σε εικαστική εμπειρία.
Οι ψυχολογικές καταστάσεις - ακραίες αλλά όχι μη γνώριμες. Ο μετανάστης που με θιγμένο το φιλότιμό του επιδεικνύει ένα αυτοκαταστροφικό πείσμα και ο ξενόφοβος χωρικός με το εξ ίσου παράλογο και αυτοκαταστροφικό μίσος στον συνάνθρωπό του πείθουν με μια μαστόρικη αφήγηση.
Ήταν ένα έργο που έδειχνε επαγγελματισμό και τίμια αντιμετώπιση του κινηματογράφου - το έργο δεν παριστάνει κάτι που δεν είναι. Οι ηθοποιία εξαιρετική - προπαντός από το τρίο (αντρόγυνο και παιδί) των μεταναστών και τον μισαλλόδοξο "Θύμιο". Ομολογώ πως στά "γράμματα" του τέλους πρόσεξα πως τα μάτια μου ήταν υγρά και μετά πρόσεξα πως και πολλοί άλλοι τα έτριβαν (τα δικά τους όχι τα δικά μου).
Ες αύριον
Η περιγραφή του προγράμματος:
Μεγάλο Σάββατο. Το βαν που μεταφέρει τα πυροτεχνήματα μιας ομάδας Αθηναίων μένει από βλάβη σ’έναν ορεινό οικισμό. Ο Αλβανός Λουάν, εργαζόμενος σε στάνη της περιοχής, στην προσπάθειά του ν’ αγοράσει μια ρουκέτα στον 7χρονο γιο του, έρχεται σε επαφή με τους κατοίκους, αναζωπυρώνοντας μια παλαιότερη έχθρα. Ο ντόπιος κτηνοτρόφος Θύμιος δεν ανέχεται να βλέπει τον αλλόθρησκο να προσεύχεται στα βοσκοτόπια που ο ίδιος μεγάλωσε. Τον προσβάλλει, τον ταπεινώνει μπροστά στο παιδί του και τους πυροτεχνουργούς. Τον διώχνει από τον οικισμό. Ο Λουάν φεύγει. Μέσα του όμως ξυπνά η οργή. Επιστρέφει και ζητά ν’αγοράσει όλα τα πυροτεχνήματα. Ο Θύμιος, όμως, διαφωνεί. Θεωρεί προσβολή να ρίξει ένας Μουσουλμάνος πυροτεχνήματα στην Ανάσταση. Η νύχτα καταλήγει σε δράμα και η Κυριακή του Πάσχα σε τραγωδία.
Είναι η πρώτη ταινία που είδα και βαθμολόγησα με "πολύ καλή" (5/5). Να μην παρεξηγηθώ: Δεν συναγωνίζεται την "7η σφραγίδα" αλλά ήταν τόσο σοβαρά καλύτερη από τις άλλες και τόσο κοντά στο τι θα περίμανε στις καλές στιγμές του φεστιβάλ που δεν είχα επιλογή.
Το κύριο θετικό της ταινίας: Είχε ένα θέμα, μια σχετικά απλή (αλλά όχι απλοϊκή) υπόθεση - και δεν είχε τίποτε απολύτως που να μην εξυπηρετεί τον σκοπό της εξιστόρησης αυτής της υπόθεσης. Χωρίς παραφυάδες, με μια φωτογραφία σεμνή που εστιάζει στο περιεχόμενο - δεν μετατρέπει την κινηματογραφική σε εικαστική εμπειρία.
Οι ψυχολογικές καταστάσεις - ακραίες αλλά όχι μη γνώριμες. Ο μετανάστης που με θιγμένο το φιλότιμό του επιδεικνύει ένα αυτοκαταστροφικό πείσμα και ο ξενόφοβος χωρικός με το εξ ίσου παράλογο και αυτοκαταστροφικό μίσος στον συνάνθρωπό του πείθουν με μια μαστόρικη αφήγηση.
Ήταν ένα έργο που έδειχνε επαγγελματισμό και τίμια αντιμετώπιση του κινηματογράφου - το έργο δεν παριστάνει κάτι που δεν είναι. Οι ηθοποιία εξαιρετική - προπαντός από το τρίο (αντρόγυνο και παιδί) των μεταναστών και τον μισαλλόδοξο "Θύμιο". Ομολογώ πως στά "γράμματα" του τέλους πρόσεξα πως τα μάτια μου ήταν υγρά και μετά πρόσεξα πως και πολλοί άλλοι τα έτριβαν (τα δικά τους όχι τα δικά μου).
Ες αύριον