- 23 June 2006
- 9,974
Η δημιουργία της 3ης βρίσκει τον Μάλερ σε πλήρη φόρμα, έμπλεο αυτοπεποίθησης, ενθουσιασμού και αυταρέσκειας, όλα απόρροια της θετικής τροπής στα επαγγελματικά και προσωπικά του ζητήματα. Βρίσκεται παράλληλα ακόμη στην Wunderhorn φάση, (τι μου λέει η φύση, τι μου λέει η νύχτα, κλπ. κλπ.) συνεχίζοντας να αρέσκεται ( ; ) να μένει άναυδος από την σοφία του δημιουργού ...
Η τρίτη είναι κατά βάση η δική του ποιμενική (είχε πει χαρακτηριστικά στον Βάλτερ, όταν ο τελευταίος τον επισκέφθηκε το καλοκαίρι στον τόπο διακοπών του, ότι δεν χρειαζόταν (ο Μπρούνο) να περιπλανηθεί για να γνωρίσει την περιοχή, αφού για αυτό ήταν αρκετή η ακρόαση της άρτι περατωθείσας 3ης ) πάντα βέβαια υπό το πρίσμα της grotesque αντίληψης και αισθητικής του, βάσει της οποίας το θείο και το χυδαίο είναι οι δύο σταθεροί πόλοι των πραγμάτων των οποίων η εξέλιξη πυροδοτείται από την συνεχή εναλλαγή, παραλλαγή και μετάλλαξη των ρόλων των πόλων αυτών, ενώ παραμένει σταθερή η διαπίστωση του ότι το ένα (θείο) ενυπάρχει στο άλλο (χυδαίο).
Στην σύνθεση καθ' εαυτή, τώρα, ο ανυποψίαστος ακροατής μένει εμβρόντητος από την συνεχή παράθεση πάμπολλων μελωδικών θεμάτων στο πρώτο, δεύτερο, τρίτο και έκτο μέρος, τα οποία έρχονται στο προσκήνιο και αποχωρούν με ασύλληπτη ταχύτητα, μεταλλάσσονται και επανεκτίθενται, συμπληρώνονται και αλληλοϋπονομεύονται, φτιάχνοντας ψηφίδα ψηφίδα ένα ανεπανάληπτο μωσαϊκό, το οποίο λάμπει χάρη στην αξεπέραστη ενορχηστρωτική δεινότητα του δημιουργού, στους απρόσμενους συνδυασμούς ομάδων οργάνων με τα σόλο και στις απίστευτες επιλογές στην δυναμική έκφραση τους.
Αντίθετα στο τέταρτο και πέμπτο μέρος η προσέγγιση είναι σαφώς πιο λιτή (από πλευράς παράθεσης θεμάτων) ενώ ο συνδυασμός χορωδίας και μονωδού, στο 4ο, για επικράτηση της αίσθηση της αθωότητος, αυτοστιγμεί κουρελιάζεται, στο 5ο, από την επίγευση ηδυπάθειας και πουτανίλας της ερμηνείας, που ο συνθέτης απαιτεί, σε σαφή αντίθεση με το περιεχόμενο των στίχων.
Αυτό που μένει από την ακρόαση είναι η εικόνα ενός Μάλερ, μεστού, γόνιμου, στην συμπλήρωση του πρώτου κύκλου της ωριμότητος του, ενός Μάλερ σαν λεχώνα σκύλα, με πρησμένους μαστούς από όπου ανεξέλεγκτα και κατά ριπάς εκκρίνεται (σαν το γάλα της Ήρας) το υγρό της δημιουργίας, κιτρινωπό -σχεδόν χρυσαφί-, μελόγευστο και παρηγορητικό, να ξεπλένει τα άσχημα καλοκαίρια από τους ώμους μας.
Παράλληλα, με την συμφωνία αυτή απογειώνεται η ικανότητα του να δημιουργεί εικόνες που ανεξίτηλα χαράζονται στο μυαλό του ακροατή, εικόνες κωμικοτραγικές, απίθανες στην σύνθεση τους, εικόνες αντίστοιχες με τον παραδείσιο/ εφιαλτικό κόσμο που μόνο ο Τιμ Μπάρτον (με σαφώς ευκολότερο όχημα, τον κινηματογράφο) μπορεί να αποτυπώσει ...
Η τρίτη είναι κατά βάση η δική του ποιμενική (είχε πει χαρακτηριστικά στον Βάλτερ, όταν ο τελευταίος τον επισκέφθηκε το καλοκαίρι στον τόπο διακοπών του, ότι δεν χρειαζόταν (ο Μπρούνο) να περιπλανηθεί για να γνωρίσει την περιοχή, αφού για αυτό ήταν αρκετή η ακρόαση της άρτι περατωθείσας 3ης ) πάντα βέβαια υπό το πρίσμα της grotesque αντίληψης και αισθητικής του, βάσει της οποίας το θείο και το χυδαίο είναι οι δύο σταθεροί πόλοι των πραγμάτων των οποίων η εξέλιξη πυροδοτείται από την συνεχή εναλλαγή, παραλλαγή και μετάλλαξη των ρόλων των πόλων αυτών, ενώ παραμένει σταθερή η διαπίστωση του ότι το ένα (θείο) ενυπάρχει στο άλλο (χυδαίο).
Στην σύνθεση καθ' εαυτή, τώρα, ο ανυποψίαστος ακροατής μένει εμβρόντητος από την συνεχή παράθεση πάμπολλων μελωδικών θεμάτων στο πρώτο, δεύτερο, τρίτο και έκτο μέρος, τα οποία έρχονται στο προσκήνιο και αποχωρούν με ασύλληπτη ταχύτητα, μεταλλάσσονται και επανεκτίθενται, συμπληρώνονται και αλληλοϋπονομεύονται, φτιάχνοντας ψηφίδα ψηφίδα ένα ανεπανάληπτο μωσαϊκό, το οποίο λάμπει χάρη στην αξεπέραστη ενορχηστρωτική δεινότητα του δημιουργού, στους απρόσμενους συνδυασμούς ομάδων οργάνων με τα σόλο και στις απίστευτες επιλογές στην δυναμική έκφραση τους.
Αντίθετα στο τέταρτο και πέμπτο μέρος η προσέγγιση είναι σαφώς πιο λιτή (από πλευράς παράθεσης θεμάτων) ενώ ο συνδυασμός χορωδίας και μονωδού, στο 4ο, για επικράτηση της αίσθηση της αθωότητος, αυτοστιγμεί κουρελιάζεται, στο 5ο, από την επίγευση ηδυπάθειας και πουτανίλας της ερμηνείας, που ο συνθέτης απαιτεί, σε σαφή αντίθεση με το περιεχόμενο των στίχων.
Αυτό που μένει από την ακρόαση είναι η εικόνα ενός Μάλερ, μεστού, γόνιμου, στην συμπλήρωση του πρώτου κύκλου της ωριμότητος του, ενός Μάλερ σαν λεχώνα σκύλα, με πρησμένους μαστούς από όπου ανεξέλεγκτα και κατά ριπάς εκκρίνεται (σαν το γάλα της Ήρας) το υγρό της δημιουργίας, κιτρινωπό -σχεδόν χρυσαφί-, μελόγευστο και παρηγορητικό, να ξεπλένει τα άσχημα καλοκαίρια από τους ώμους μας.
Παράλληλα, με την συμφωνία αυτή απογειώνεται η ικανότητα του να δημιουργεί εικόνες που ανεξίτηλα χαράζονται στο μυαλό του ακροατή, εικόνες κωμικοτραγικές, απίθανες στην σύνθεση τους, εικόνες αντίστοιχες με τον παραδείσιο/ εφιαλτικό κόσμο που μόνο ο Τιμ Μπάρτον (με σαφώς ευκολότερο όχημα, τον κινηματογράφο) μπορεί να αποτυπώσει ...