- 17 June 2006
- 14,350
Beethoven - Piano Sonata no. 29, op. 106, “Hammerklavier”
Οι 32 Σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν θεωρήθηκαν η Καινή Διαθήκη της πιανιστικής φιλολογίας (Παλαιά Διαθήκη ήταν το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο του Κάντορα). Ουσιαστικά χωρίζονται σε τρείς περιόδους: στις πρώτες 7 είναι διακριτές οι επιρροές του Mότσαρτ και του Χάϋδν, οι σονάτες είναι προσβάσιμες σε αναπαραγωγή από επαρκείς ερασιτέχνες και κατατάσσονται από τους μουσικολόγους στην Κλασσική περίοδο. Το ίδιο πάνω κάτω συμβαίνει και με τις επόμενες 20 της μεσαίας περιόδου, της λεγόμενης «Ηρωικής», αλλά σ’ αυτές δεν διακρίνεις επιρροές όσο τη διαμόρφωση ενός διακριτού προσωπικού στυλ του συνθέτη ˙οι σονάτες αυτές είναι γνήσια τέκνα του Sturm und Drang: αναπτύσσουν και εξελίσσουν τη φόρμα μέχρι τα όριά της, οι τεχνικές δυσκολίες τους είναι πιο σοβαρές έως απαγορευτικές -είναι ξεκάθαρο ότι ο Μπετόβεν δεν γράφει πια για ερασιτέχνες- και μέσα τους βρίσκεις έναν εξαίσιο μουσικό/συγκινησιακό πλούτο (δεν είναι τυχαίο πως ανάμεσα σ αυτές τις πρώτες 27 σονάτες συμπεριλαμβάνονται όλες οι πιο δημοφιλείς του). Οι 5 τελευταίες (nos. 28-32) είναι από τις δυσκολότερες που γράφτηκαν ποτέ και είναι πάρα πολύ απαιτητικές ακόμα κι από έναν δεξιοτέχνη. Είναι έργα που μόνο αφού ζήσεις μαζί τους κάμποσο καιρό και τα ακούσεις ξανά και ξανά, αρχίζουν να σου φανερώνουν με κάθε καινούργια ακρόαση λίγα-λίγα τα μελωδικά μυστικά τους. Mέσα απ αυτές τις σονάτες προβάλει ένας άλλος Μπετόβεν: πιο προσωπικός παρά ποτέ, πιο αινιγματικός, συχνά εξομολογητικός , πιο γαλήνιος, στοχαστικός και εσωστρεφής -ένας Μπετόβεν που αποπνέει έναν περίπου καβαλιστικό μυστικισμό. Αν και καθόλου «τυπική» του δημιουργού της -ο περφεξιονισμός του ήταν παροιμιώδης- η σονάτα no. 29, op. 106 (Hammerklavier), είναι το απαύγασμα και η απόλυτη κορωνίδα αυτής της περιόδου, μία σύνθεση εφιαλτικά δύσκολη και γεμάτη παγίδες για τον εκτελεστή. Στα πλαίσιά της γίνεσαι μάρτυρας ενός εξτρεμιστικού, κυριολεκτικά δαιμονισμένου έργου, αδιανόητης πιανιστικής εφευρετικότητας. Είναι χτισμένο με επιβλητική αρχιτεκτονική και ώρες ώρες ηχεί τραχύ και κακόφωνο, οξύ και στριγγό, έτσι που προκαλεί και αψηφά ένα σωρό μουσικούς κανόνες και συμβάσεις, τόσο της εποχής του όσο και μελλοντικές. Είναι το πιο ακραίο όριο της τεχνοτροπίας του συνθέτη του και είναι ακριβώς αυτή η αδιαλλαξία και η ανελαστικότητά του τα στοιχεία που το κάνουν μία τόσο διαυγή δήλωση, απολογισμό και μαζί εμπρηστική προτροπή πάνω στη σχέση φόρμας και περιεχομένου, πάνω στη φύση της ίδιας της lingua franca της σύγχρονης μουσικής. Η διάρκεια αυτής της απόκοσμης κρουαζιέρας είναι 40’: η άρθρωσή της είναι ξυράφι, οι ψίθυροί της εκκωφαντικό τραγούδι και η πορεία της απρόβλεπτη, σαν ηδυπαθής μπουνταλάς που σε κάνει να τρέμεις, καθώς τον ακούς να διασχίζει ένα αρμονικό ναρκοπέδιο ενώ γύρω του μαίνεται ο ακουστικός τυφώνας. Η φούγκα που κυριολεκτικά εισβάλλει και ξεδιπλώνεται στο τελευταίο μέρος είναι τόσο αριστοτεχνικά επεξεργασμένη που δεν έχει το ταίρι της στην ιστορία της μουσικής. Τόσο τολμηρή που, από εκεί που σταμάτησε, συνέχισαν 100 χρόνια μετά ο Σαίνμπεργκ και ο Μπάρτοκ.
Η προσέγγιση του Glenn Gould φέρνει στο νού εντομολόγο: είναι ξερή, εγκεφαλική, σχεδόν μηχανιστική. Αλλά ο μεγάλος καλλιτέχνης είναι ακαταμάχητος με τους δικούς του όρους οι οποίοι είναι διαμετρικά αντίθετοι από αυτούς όλων των ομοτέχνων του. Ο Gould έχει συνειδητά αποχρωματίσει αυτές τις σελίδες από κάθε είδους συναίσθημα, ελαφρότητα, χάρη, κάθε μορφής συγκινησιακή ένταση. Τις ψάχνει περισσότερο παρά τις ερμηνεύει. Είναι αργός και συμπεριφέρεται σαν να γδύνει ευλαβικά μιά ακριβή ερωμένη. Κοντοστέκεται, παρατηρεί, ψηλαφίζει, αφουγκράζεται, τονίζει, υπογραμμίζει, θέτει τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων. Η εκδοχή του είναι αιχμηρή και γεμάτη γωνίες, αδρή και ρωμαλέα. Μοιάζει σκαλισμένη σε πέτρα, σαν τις 10 εντολές. Οι μελωδίες λαξεμένες σαν με σκαρπέλο μέσα σε μια εξωπραγματική ρυθμική ακρίβεια. Σε σύγκριση με όλες τις άλλες εκτελέσεις της δισκογραφίας, θυμίζει σεληνιακό τοπίο. Αν και φτωχή από τυπικά Μπετοβενικά χαρακτηριστικά, η ερμηνεία του είναι εξαίσια γοητευτική, σχεδόν υπνωτιστική. Απαραίτητη για όποιον θέλει να μελετήσει σε βάθος αυτή τη σονάτα, ακαταμάχητη ακόμη και γι αυτούς που προτιμούν το έργο στην «κλασσική» του μορφή - ένα Μνημείο της δισκογραφίας.
Δεδομένου ότι για τέτοια έργα οριστικές εκτελέσεις δεν υπάρχουν, από τις «ορθόδοξες» εκτελέσεις, αυτή την εποχή, πιο πολλές απαντήσεις μου δίνουν εκείνες του Pollini (1977-DG) και του Rudolf Serkin (1974-Sony/Columbia).