Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
Home
Forums
New posts
Search forums
What's new
New posts
Latest activity
Members
Current visitors
Κανονισμός Λειτουργίας
Σωματείο AVClub
Log in
Register
Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
New posts
Search forums
Menu
Install the app
Install
Reply to thread
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Πολιτισμός
Ποίηση....γιατί όχι;
JavaScript is disabled. For a better experience, please enable JavaScript in your browser before proceeding.
You are using an out of date browser. It may not display this or other websites correctly.
You should upgrade or use an
alternative browser
.
Message
<blockquote data-quote="Παναγιώτης Μελάς" data-source="post: 1056741724" data-attributes="member: 399"><p>Καλημέρα κι από μένα σε όλους</p><p></p><p>θα πω κατ' αρχάς ότι "έτρεξα" όλο αυτό το υπέροχο νήμα για την Ποίηση και διάβασα τα περισσότερα παρατιθέμενα ποιήματα και στίχους (όχι όλα, δεν προλάβαινα, να πω την αλήθεια).</p><p></p><p>Με συγκίνηση αλλά και με έκπληξη, ευχάριστη βέβαια, είδα να παρατίθενται στίχοι των μεγάλων Ελλήνων Ρίτσου, Ελύτη, Σεφέρη, Βάρναλη, Παλαμά, Σολωμού, Καρυωτάκη, Καββαδία, Αναγνωστάκη, Αλεξάνδρου, Καρούζου, Εμπειρίκου, Καμπανέλλη, Λειβαδίτη κ.α., αλλά και εκπροσώπων της νεότερης φουρνιάς της ελληνικής ποίησης, όπως οι Κατσαρός, Κ. Δημουλά κλπ. Επίσης είδα ωραιότατες αναφορές στους στίχους των μεγάλων της διεθνούς ποιητικής σκηνής (Μαγιακόβσκι, Ελυάρ, Λόρκα, Ε.Α. Πόε, Χικμέτ κλπ.)</p><p></p><p>Επιτρέψτε μου να παραθέσω κι εγώ κάποιους στίχους που με συγκινούν ιδιαίτερα.</p><p></p><p><strong><span style="font-size: 12px">Α. Κώστας Βάρναλης</span></strong></p><p></p><p>«Η ποίηση του Βάρναλη, γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης, δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την ἀρχὴ μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στους λειμώνες των ασφόδελων. Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μιά βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού».</p><p></p><p>Εγώ θα συμπληρώσω - κατά τη γνώμη μου, πάντα - ότι η ποίηση του Βάρναλη εκτός από αρσενική, λάσια και βολίδα ήταν πάνω από όλα Επαναστατική, τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στην προοπτική που έδινε (και δίνει) και γι αυτό είναι ένα "Φώς που (Πάντα) Καίει".</p><p></p><p><strong>Πρωτοχρονιάτικο</strong></p><p></p><p>Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες,</p><p>Σκεμπέδες στραβοθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες</p><p>Ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι</p><p>ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.</p><p></p><p>Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αφτούς βαρά η καμπάνα)</p><p>Καθένας γουρουνόπουλο, κανένας νταμιτζάνα!</p><p>Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι,</p><p>Κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.</p><p></p><p>Oξ’ o κοσμάκης φώναζε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»</p><p>γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες</p><p>κ’ οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι</p><p>ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: «Είστε αθέοι».</p><p></p><p></p><p><strong>Ακτοπλοϊκό</strong></p><p></p><p>Ο παπάς (κ’ η παπαδιά</p><p>με τα τέσσερα παιδιά</p><p>κι άλλο κάτου απ’ την ποδιά)</p><p>ο παπάς ο ροδαλός,</p><p>γύρα γύρα στρογγυλός</p><p>κι αν τού λάχει, αμαρτωλός.</p><p></p><p>Νωματάρχης ο χοντρός</p><p>με μουστάκια ασίκη αντρός</p><p>πλάγια γλέπει κι όχι μπρος·</p><p>είναι αυτός που συγκρατεί</p><p>των αλλών την αρετή,</p><p>πάντα ξέρει κατιτί.</p><p></p><p>Των νησιών ο βουλευτής,</p><p>της πατρίδας δουλευτής,</p><p>της κοιλιάς του βολευτής,</p><p>των ναζήδων συνεργός,</p><p>των Ελλήνων κυνηγός</p><p>και στον πόλεμο λαγός.</p><p></p><p>Ξεσταθήκανε κ’ οι τρεις</p><p>(πίστις, νόμος και πατρίς!)</p><p>μπρος στα κρέατα της μικρής,</p><p>(κοντοβράκι με γυμνά</p><p>τ’ ανάμενα της ψαχνά)</p><p>κ’ έλεαν μέσα τους. “Αχ! νά!…”</p><p></p><p>Κοιλαράς με τον παρά,</p><p>τον παρά με την ουρά,</p><p>γλέπει και κατηγορά</p><p>κι ό,τι λάχει κι όποιον τύχει!</p><p>Μα τον ξέρουνε κ’ οι τοίχοι,</p><p>πο’ χει κέρατα μιαν πήχη!</p><p></p><p></p><p><strong>Ο Οδηγητής</strong></p><p></p><p>Δεν είμ' εγώ σπορά της Τύχης </p><p>ο πλαστουργός της νιας ζωής. </p><p>Εγώ ‘μαι τέκνο της Ανάγκης </p><p>κι ώριμο τέκνο της Οργής. </p><p></p><p>Δεν κατεβαίνω από τα νέφη, </p><p>γιατί δε μ' έστειλε κανείς </p><p>Πατέρας, τάχα παρηγοριά </p><p>για σένα, σκλάβε, που πονείς. </p><p></p><p>Ουράνιες δυνάμεις, άγγελοι, </p><p>κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές – </p><p>τίποτα! Εμένα παραστέκουν </p><p>οι θυμωμένες σας καρδιές. </p><p></p><p>Εγώ του καραβιού γοργόνα </p><p>Στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος </p><p>Απάνω μου σπάνε φορτούνες </p><p>κι άγριος ενάντια μου ο καιρός. </p><p></p><p>Μέσα στο νου και στην καρδιά μου </p><p>αιώνων φουντώσανε ντροπές </p><p>και την παλάμη μου αρματώνουν </p><p>με φλογισμένες αστραπές. </p><p></p><p>Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες! </p><p>Όχι μονάχα οι ζωντανοί – </p><p>κι οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε </p><p>σε μιαν αράδα σκοτεινή. </p><p>Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες </p><p>άπλαστοι ακόμα με βλογούν </p><p>κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους </p><p>απάνω μου και τα λυγούν. </p><p></p><p>Δε δίνω λέξεις παρηγοριά, </p><p>δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς, </p><p>καθώς το μπήγω μες το χώμα </p><p>γίνεται φως, γίνεται νους. </p><p></p><p>Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες </p><p>χιλιάδων χρόνων τη φωνή! </p><p>Μέσα στο λόγο το δικό μου </p><p>όλ' η ανθρωπότητα πονεί. </p><p></p><p>Ω! πως τον παίρνουν οι αγέρες </p><p>και πως φωνάζουνε μετά </p><p>άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι, </p><p>ποτάμια γαίματα πηχτά! </p><p></p><p>Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου </p><p>σαν το βοριά, σαν το νοτιά </p><p>όλα τα φονικά ρηγάτα </p><p>θεμελιωμένα στην ψεφτιά. </p><p></p><p>Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει, </p><p>τό ‘να βασίλειο της Δουλειάς, </p><p>(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο </p><p>της Πανανθρώπινης Φιλιάς.</p><p></p><p><strong>Στην Εξορία (Οκτώβρης 1935)</strong></p><p></p><p>Μας σιδεροδέσανε τα χέρια</p><p>και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.</p><p> </p><p>Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,</p><p>και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!</p><p> </p><p>Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό</p><p>χέρι δεξί με χέρι αριστερό.</p><p></p><p>Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει</p><p>βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.</p><p> </p><p>Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!</p><p>Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα...</p><p></p><p>Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό</p><p>σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.</p><p> </p><p>Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός</p><p>κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,</p><p></p><p>κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.</p><p>Συ νεβρικός από την αηδία.</p><p> </p><p><em><strong>Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι</strong></em></p><p><em><strong>πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.</strong></em></p><p> <em><strong></strong></em></p><p><em><strong>Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια</strong></em></p><p><em><strong>λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.</strong></em></p><p> </p><p>Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,</p><p>που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,</p><p> </p><p>και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,</p><p>ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,</p><p></p><p>μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία</p><p>να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!</p><p> </p><p>Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,</p><p>τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.</p><p></p><p>Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,</p><p>για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα, </p><p> </p><p>να χωρίσει το Έθνος και να βάλει</p><p>τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.</p><p></p><p><strong><span style="font-size: 12px">Β. Άγγελος Σικελιανός</span></strong></p><p></p><p><strong>Η Κηδεία του Παλαμά</strong></p><p></p><p>«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,</p><p>Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…</p><p>Βογγήστε, τύμπανα πολέμου…</p><p>Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!</p><p>Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»</p><p></p><p>Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, </p><p>δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... </p><p>Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές </p><p>σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα ! </p><p></p><p>Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό </p><p>με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα, </p><p>κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό, </p><p>ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα; </p><p></p><p>Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά, </p><p>Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια, </p><p>μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά </p><p>της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια </p><p></p><p>γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας </p><p>που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη, </p><p>πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !", </p><p>ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη ! </p><p></p><p>Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, </p><p>δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... </p><p>Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές </p><p>σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα ! </p><p></p><p>Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός, </p><p>σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει... </p><p>κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός, </p><p>κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει. </p><p></p><p>Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός </p><p>της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα </p><p>Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός </p><p>την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα, </p><p></p><p>που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά </p><p>στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη, </p><p>τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο </p><p>με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει. </p><p></p><p>Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, </p><p>δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... </p><p>Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές </p><p>της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !</p><p></p><p>27 Φεβρουαρίου 1943. Η κηδεία του Κωστή Παλαμά. Σε αυτό το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα. Διανύοντας την όγδοη δεκαετία της ζωής του, λίγες μέρες μετά το θάνατο της αγαπημένης συζύγου του, μέσα στην καταχνιά τη γερμανικής κατοχής, θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή στις 2 Φεβρουαρίου 1943. Την επόμενη μέρα θα γίνει η κηδεία του στο Α ́ Νεκροταφείο.....</p><p></p><p>Οι κατοχικές αρχές και η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, καταλαβαίνοντας βέβαια τι θα επακολουθούσε, είχαν λάβει τα μέτρα τους. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ωστόσο παρέστη, καθώς επίσης και εκπρόσωποι των Γερμανών και Ιταλών. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αθρόα συρροή των κατοίκων της πρωτεύουσας. Ο κόσμος πνιγόταν. Αναζητούσε ένα ξέσπασμα, καθώς οι αντοχές του έφταναν πια στα όρια τους.</p><p></p><p>Πράγματι, η υπερφίαλη Γερμανία, καταλαβαίνοντας ότι η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει, σκληραίνει ολοένα και περισσότερο τη στάση της με συλλήψεις ομήρων και εκτελέσεις. Οι φήμες για πολιτική επιστράτευση πληθαίνουν, οι απεργίες ξεσπούν η μία μετά την άλλη, οι άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα και η σβάστικα εξακολουθεί να βεβηλώνει την Ακρόπολη.</p><p></p><p>Οι κατακτητές, οπλισμένοι και επιφυλακτικοί, παρατηρούν το σιωπηλό πλήθος, όμως δεν επεμβαίνουν. Και ξαφνικά εκεί, μέσα στην συνωστισμένη εκκλησία με τις χιλιάδες κόσμου απ’ έξω, μια φωνή τράνταξε την παγερή σιωπή κι έφτασε θαρρείς σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης:</p><p></p><p>«Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,</p><p>Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...</p><p>Βογγήστε, τύμπανα πολέμου...</p><p>Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!</p><p>Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»</p><p></p><p>Ήταν η στεντόρια φωνή του Άγγελου Σικελιανού. Ο επικήδειος, που συμπύκνωσε μέσα σε λίγους στίχους τη φωνή ολόκληρης της Ελλάδας. Γιατί, πράγματι, σ’ εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα. Νέα παιδιά σήκωσαν το μικρό φέρετρο, ο Σικελιανός πρώτος. Το έβγαλαν έξω στον κόσμο κι από εκεί η λαοθάλασσα κατευθύνθηκε στην τελευταία κατοικία του ποιητή για να τον αποχαιρετήσει. Κι όταν το πρώτο χώμα ακούστηκε πάνω στο ξύλο, μέσα στη σιωπή και τη συγκίνηση, μια δεύτερη φωνή ακούστηκε και πάλι δυνατή και τολμηρή:</p><p></p><p>Αυτή τη φορά ένας άλλος μεγάλος λογοτέχνης ο Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά, με όση φωνή είχε μαζέψει δυο χρόνια μέσα του:</p><p></p><p>«Σε γνωρίζω από την κόψη...».</p><p></p><p>Σε λίγα δευτερόλεπτα ο Εθνικός Ύμνος δονούσε ολόκληρη την πρωτεύουσα, ολόκληρη τη χώρα. Ένας Εθνικός Ύμνος, που έβγαινε από χιλιάδες στόματα, από τα τρίσβαθα χιλιάδων ψυχών.</p><p></p><p>Οι κατακτητές κοιτούσαν σιωπηλοί. Κι όμως, κανείς τους δεν κουνήθηκε, κανείς τους δεν αντέδρασε. Ο Κωστής Παλαμάς είχε γίνει ένα σύμβολο. Με το θάνατό του ένωσε το λαό, τον εμψύχωσε. Ακόμα και οι βάρβαροι σεβάστηκαν την ιερή στιγμή και προσκύνησαν το μεγαλείο της ψυχής και της πέννας του.</p><p></p><p>Θα επανέλθω με Βαλαωρίτη, Φ. Αγγουλέ, Καββαδία και ότι άλλο βρω στη συλλογή μου.</p><p></p><p>Καλό απόγευμα.</p><p>-</p></blockquote><p></p>
[QUOTE="Παναγιώτης Μελάς, post: 1056741724, member: 399"] Καλημέρα κι από μένα σε όλους θα πω κατ' αρχάς ότι "έτρεξα" όλο αυτό το υπέροχο νήμα για την Ποίηση και διάβασα τα περισσότερα παρατιθέμενα ποιήματα και στίχους (όχι όλα, δεν προλάβαινα, να πω την αλήθεια). Με συγκίνηση αλλά και με έκπληξη, ευχάριστη βέβαια, είδα να παρατίθενται στίχοι των μεγάλων Ελλήνων Ρίτσου, Ελύτη, Σεφέρη, Βάρναλη, Παλαμά, Σολωμού, Καρυωτάκη, Καββαδία, Αναγνωστάκη, Αλεξάνδρου, Καρούζου, Εμπειρίκου, Καμπανέλλη, Λειβαδίτη κ.α., αλλά και εκπροσώπων της νεότερης φουρνιάς της ελληνικής ποίησης, όπως οι Κατσαρός, Κ. Δημουλά κλπ. Επίσης είδα ωραιότατες αναφορές στους στίχους των μεγάλων της διεθνούς ποιητικής σκηνής (Μαγιακόβσκι, Ελυάρ, Λόρκα, Ε.Α. Πόε, Χικμέτ κλπ.) Επιτρέψτε μου να παραθέσω κι εγώ κάποιους στίχους που με συγκινούν ιδιαίτερα. [B][SIZE=3]Α. Κώστας Βάρναλης[/SIZE][/B] «Η ποίηση του Βάρναλη, γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης, δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την ἀρχὴ μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στους λειμώνες των ασφόδελων. Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μιά βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού». Εγώ θα συμπληρώσω - κατά τη γνώμη μου, πάντα - ότι η ποίηση του Βάρναλη εκτός από αρσενική, λάσια και βολίδα ήταν πάνω από όλα Επαναστατική, τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στην προοπτική που έδινε (και δίνει) και γι αυτό είναι ένα "Φώς που (Πάντα) Καίει". [B]Πρωτοχρονιάτικο[/B] Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες, Σκεμπέδες στραβοθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες Ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι. Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αφτούς βαρά η καμπάνα) Καθένας γουρουνόπουλο, κανένας νταμιτζάνα! Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι, Κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι. Oξ’ o κοσμάκης φώναζε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες» γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες κ’ οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: «Είστε αθέοι». [B]Ακτοπλοϊκό[/B] Ο παπάς (κ’ η παπαδιά με τα τέσσερα παιδιά κι άλλο κάτου απ’ την ποδιά) ο παπάς ο ροδαλός, γύρα γύρα στρογγυλός κι αν τού λάχει, αμαρτωλός. Νωματάρχης ο χοντρός με μουστάκια ασίκη αντρός πλάγια γλέπει κι όχι μπρος· είναι αυτός που συγκρατεί των αλλών την αρετή, πάντα ξέρει κατιτί. Των νησιών ο βουλευτής, της πατρίδας δουλευτής, της κοιλιάς του βολευτής, των ναζήδων συνεργός, των Ελλήνων κυνηγός και στον πόλεμο λαγός. Ξεσταθήκανε κ’ οι τρεις (πίστις, νόμος και πατρίς!) μπρος στα κρέατα της μικρής, (κοντοβράκι με γυμνά τ’ ανάμενα της ψαχνά) κ’ έλεαν μέσα τους. “Αχ! νά!…” Κοιλαράς με τον παρά, τον παρά με την ουρά, γλέπει και κατηγορά κι ό,τι λάχει κι όποιον τύχει! Μα τον ξέρουνε κ’ οι τοίχοι, πο’ χει κέρατα μιαν πήχη! [B]Ο Οδηγητής[/B] Δεν είμ' εγώ σπορά της Τύχης ο πλαστουργός της νιας ζωής. Εγώ ‘μαι τέκνο της Ανάγκης κι ώριμο τέκνο της Οργής. Δεν κατεβαίνω από τα νέφη, γιατί δε μ' έστειλε κανείς Πατέρας, τάχα παρηγοριά για σένα, σκλάβε, που πονείς. Ουράνιες δυνάμεις, άγγελοι, κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές – τίποτα! Εμένα παραστέκουν οι θυμωμένες σας καρδιές. Εγώ του καραβιού γοργόνα Στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος Απάνω μου σπάνε φορτούνες κι άγριος ενάντια μου ο καιρός. Μέσα στο νου και στην καρδιά μου αιώνων φουντώσανε ντροπές και την παλάμη μου αρματώνουν με φλογισμένες αστραπές. Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες! Όχι μονάχα οι ζωντανοί – κι οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε σε μιαν αράδα σκοτεινή. Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες άπλαστοι ακόμα με βλογούν κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους απάνω μου και τα λυγούν. Δε δίνω λέξεις παρηγοριά, δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς, καθώς το μπήγω μες το χώμα γίνεται φως, γίνεται νους. Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες χιλιάδων χρόνων τη φωνή! Μέσα στο λόγο το δικό μου όλ' η ανθρωπότητα πονεί. Ω! πως τον παίρνουν οι αγέρες και πως φωνάζουνε μετά άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι, ποτάμια γαίματα πηχτά! Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου σαν το βοριά, σαν το νοτιά όλα τα φονικά ρηγάτα θεμελιωμένα στην ψεφτιά. Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει, τό ‘να βασίλειο της Δουλειάς, (Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο της Πανανθρώπινης Φιλιάς. [B]Στην Εξορία (Οκτώβρης 1935)[/B] Μας σιδεροδέσανε τα χέρια και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια. Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά, και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά! Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό χέρι δεξί με χέρι αριστερό. Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη. Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα! Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα... Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό. Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός, κοιτούσε την ερχόμενην ευδία. Συ νεβρικός από την αηδία. [I][B]Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι. Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.[/B][/I] Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος, που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος, και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια, ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια, μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία! Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι, τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι. Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα, για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα, να χωρίσει το Έθνος και να βάλει τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη. [B][SIZE=3]Β. Άγγελος Σικελιανός[/SIZE][/B] [B]Η Κηδεία του Παλαμά[/B] «Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές, Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα… Βογγήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα! Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!» Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα ! Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα, κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό, ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα; Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά, Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια, μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη, πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !", ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη ! Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα ! Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός, σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει... κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός, κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει. Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα, που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη, τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει. Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα ! 27 Φεβρουαρίου 1943. Η κηδεία του Κωστή Παλαμά. Σε αυτό το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα. Διανύοντας την όγδοη δεκαετία της ζωής του, λίγες μέρες μετά το θάνατο της αγαπημένης συζύγου του, μέσα στην καταχνιά τη γερμανικής κατοχής, θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή στις 2 Φεβρουαρίου 1943. Την επόμενη μέρα θα γίνει η κηδεία του στο Α ́ Νεκροταφείο..... Οι κατοχικές αρχές και η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, καταλαβαίνοντας βέβαια τι θα επακολουθούσε, είχαν λάβει τα μέτρα τους. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ωστόσο παρέστη, καθώς επίσης και εκπρόσωποι των Γερμανών και Ιταλών. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αθρόα συρροή των κατοίκων της πρωτεύουσας. Ο κόσμος πνιγόταν. Αναζητούσε ένα ξέσπασμα, καθώς οι αντοχές του έφταναν πια στα όρια τους. Πράγματι, η υπερφίαλη Γερμανία, καταλαβαίνοντας ότι η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει, σκληραίνει ολοένα και περισσότερο τη στάση της με συλλήψεις ομήρων και εκτελέσεις. Οι φήμες για πολιτική επιστράτευση πληθαίνουν, οι απεργίες ξεσπούν η μία μετά την άλλη, οι άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα και η σβάστικα εξακολουθεί να βεβηλώνει την Ακρόπολη. Οι κατακτητές, οπλισμένοι και επιφυλακτικοί, παρατηρούν το σιωπηλό πλήθος, όμως δεν επεμβαίνουν. Και ξαφνικά εκεί, μέσα στην συνωστισμένη εκκλησία με τις χιλιάδες κόσμου απ’ έξω, μια φωνή τράνταξε την παγερή σιωπή κι έφτασε θαρρείς σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης: «Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... Βογγήστε, τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα! Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!» Ήταν η στεντόρια φωνή του Άγγελου Σικελιανού. Ο επικήδειος, που συμπύκνωσε μέσα σε λίγους στίχους τη φωνή ολόκληρης της Ελλάδας. Γιατί, πράγματι, σ’ εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα. Νέα παιδιά σήκωσαν το μικρό φέρετρο, ο Σικελιανός πρώτος. Το έβγαλαν έξω στον κόσμο κι από εκεί η λαοθάλασσα κατευθύνθηκε στην τελευταία κατοικία του ποιητή για να τον αποχαιρετήσει. Κι όταν το πρώτο χώμα ακούστηκε πάνω στο ξύλο, μέσα στη σιωπή και τη συγκίνηση, μια δεύτερη φωνή ακούστηκε και πάλι δυνατή και τολμηρή: Αυτή τη φορά ένας άλλος μεγάλος λογοτέχνης ο Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά, με όση φωνή είχε μαζέψει δυο χρόνια μέσα του: «Σε γνωρίζω από την κόψη...». Σε λίγα δευτερόλεπτα ο Εθνικός Ύμνος δονούσε ολόκληρη την πρωτεύουσα, ολόκληρη τη χώρα. Ένας Εθνικός Ύμνος, που έβγαινε από χιλιάδες στόματα, από τα τρίσβαθα χιλιάδων ψυχών. Οι κατακτητές κοιτούσαν σιωπηλοί. Κι όμως, κανείς τους δεν κουνήθηκε, κανείς τους δεν αντέδρασε. Ο Κωστής Παλαμάς είχε γίνει ένα σύμβολο. Με το θάνατό του ένωσε το λαό, τον εμψύχωσε. Ακόμα και οι βάρβαροι σεβάστηκαν την ιερή στιγμή και προσκύνησαν το μεγαλείο της ψυχής και της πέννας του. Θα επανέλθω με Βαλαωρίτη, Φ. Αγγουλέ, Καββαδία και ότι άλλο βρω στη συλλογή μου. Καλό απόγευμα. - [/QUOTE]
Verification
Post reply
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Πολιτισμός
Ποίηση....γιατί όχι;
Top
Bottom
This site uses cookies to help personalise content, tailor your experience and to keep you logged in if you register.
By continuing to use this site, you are consenting to our use of cookies.
Accept
Learn more…