Η επιτομή του τενόρου...

Black Jack

Senior Member
26 January 2011
615
Ο Joe Henderson, τενόρος σαξοφωνίστας, χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος της nouvelle vague που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του '60 και ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στις τάξεις της Blue Note, έλαβε μέρος μεταξύ 1963 και 1968 στις ηχογραφήσεις σχεδόν τριάντα διαφορετικών άλμπουμ για τη θρυλική ετικέτα της τζαζ, συμπεριλαμβανομένων και πέντε κυκλοφοριών κάτω από τη δική του καλλιτεχνική υπογραφή. Σε αυτή τη δημιουργικά πολύ γόνιμη εξαετία συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους ξεχωριστούς Horace Silver, Kenny Dorham ή Herbie Hancock , ενώ όσον αφορά τη μουσική που αντικατοπτρίζεται στη γενική δισκογραφία του μπορεί να διακρίνει κανείς μια παλέτα διαφορετικών στυλ καθώς περιλαμβάνουν τόσο την κλασική hard bop της περιόδου (Page One, 1963) όσο και πιο μοντέρνα session σε post-bop ή modal ύφος (Our Thing, 1964 - In n' Out, 1965 - Inner Urge, 1966 και Mode for Joe, 1966), όπως επίσης και μουσική πιο κοντά στη free jazz με αφετηρία τις εκλεπτυσμένες αναζητήσεις του Andrew Hill πάνω στο avant-garde πιάνο της εποχής. Για τις δύο επόμενες δεκαετίες ο Henderson συνέχισε να παίζει και να ηχογραφεί διαρκώς είτε στη Milestone Records είτε σε διάφορες ανεξάρτητες δισκογραφικές μικρότερης εμπορικής εμβέλειας κατά κανόνα ως leader, ερμηνεύοντας ξανά διάφορα standard ή παρουσιάζοντας νέες δικές του συνθέσεις.

Το 1985, η Blue Note αποφάσισε να τιμήσει τη διακεκριμένη παρουσία του καλλιτέχνη στον κατάλογό της, διοργανώνοντας και το σημαντικότερο ηχογραφώντας μια συναυλία στο Village Vanguard, το διάσημο τζαζ κλαμπ της Νέας Υόρκης, με απώτερο σκοπό να την κυκλοφορήσει σε ένα ή στην πραγματικότητα σε δύο άλμπουμ με τον τίτλο: State of the Tenor: Live at the Village Vanguard, Volume 1 και Volume Two. Τον τιμώμενο που κλήθηκε να παίξει σαξόφωνο συνόδευσαν ο Ron Carter στο κοντραμπάσο και ο Al Foster στα ντραμς. Στην προκειμένη μιλάμε για μια "συναυλία", αλλά στην πραγματικότητα ήταν τρεις συνεχόμενες ημέρες εμφανίσεων μεταξύ 14ης και 16ης Νοεμβρίου του 1985 από τις οποίες επιλέχθηκαν πολύ προσεκτικά τα κομμάτια και για τα δύο άλμπουμ. Με αυτόν τον τρόπο ο Henderson έγινε κι αυτός μέρος της όμορφης ιστορίας του Village Vanguard που ξεκίνησε το 1935 με πρωτοβουλία του Max Gordon και αρχικά περιλάμβανε στις παραστάσεις του folk μουσική και κωμικά σκετς. O Νοέμβρης του 1957 αποτέλεσε το σημείο καμπής στο οποίο το κλαμπ μεταμορφώθηκε αναπάντεχα σε έναν all time classic χώρο φιλοξενίας για το new thing της αμερικανικής τζαζ. Αφορμή στάθηκε ένα παρόμοιο τρίο που ηχογραφήθηκε στο κλαμπ για πρώτη φορά από τη Blue Note, με τη σημαντική διαφορά ότι τότε ήταν ο πολύς Sonny Rollins που έσυρε τον χορό με το πληθωρικό του στυλ στο τενόρο. Ένα πραγματικά σημαντικό γεγονός στα χρονικά της μοντέρνας τζαζ το οποίο κυκλοφόρησε στη συνέχεια και σε LP. Από το σημείο αυτό η ιδιοκτησία του κλαμπ επέλεξε να προσκαλεί συστηματικά καταξιωμένους μουσικούς της τζαζ για να δίνουν παραστάσεις στον χώρο, μερικοί εκ των οποίων υπήρξαν οι Miles Davis, Horace Silver, Thelonious Monk, Gerry Mulligan, το Modern Jazz Quartet, οι Jimmy Giuffre, Anita O'Day, Charlie Mingus, Stan Getz, Carmen McRae κλπ, ενώ τακτικός επισκέπτης ήταν και ο Bill Evans.

Έτσι, η παράσταση από το τρίο του Henderson έγινε μέρος της μακρόχρονης παράδοσης του χώρου και κατά κάποιο τρόπο πρόσθεσε ένα από το τελευταία επεισόδια στην ιστορία που ξεκίνησε από τον Sonny Rollins το 1957. Ωστόσο, από άποψη ηχογράφησης, ήταν ένα τελείως διαφορετικό session. Παρόλο που ηχογραφήθηκε απευθείας σε δύο κομμάτια, με μίξη χρησιμοποιώντας αναλογική κονσόλα, τα αναλογικά μαγνητόφωνα αντικαταστάθηκαν από ψηφιακά. Για πολύ καιρό, κανείς δεν γνώριζε ότι τα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν τότε, κομμένα με τεχνολογία DMM, προέρχονταν από ψηφιακές ηχογραφήσεις. Επτά από τις ερμηνείες του τρίο από εκείνες τις φθινοπωρινές νύχτες συμπεριλήφθηκαν από τη Blue Note στο άλμπουμ State of the Tenor: Live at the Village Vanguard, Volume 1 που κυκλοφόρησε το 1986, ένα άλμπουμ που όχι μόνο επανένωσε τον Henderson με την ιστορική ετικέτα (η οποία σε εκείνη τη χρονική περίοδο είχε αναβιώσει θεαματικά υπό τη διαχείριση του Bruce Lundvall), αλλά ήταν επίσης το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε με το όνομα του Henderson μετά από τέσσερα χρόνια δισκογραφικής ξηρασίας και έλαβε τέτοια τεράστια αναγνώριση από κριτικούς και κοινό που ήταν αναπόφευκτο, ίσως, να εμφανιστεί ένα δεύτερος μέρος. Η Blue Note δεόντως υποχρεωμένη από τις καταστάσεις, έβγαλε σε κυκλοφορία τη δεύτερη και τελευταία δόση το αμέσως επόμενο έτος, ικανοποιώντας την ανάγκη όσων ήθελαν να ακούσουν περισσότερο υλικό από τις εμφανίσεις.

Είναι ενδιαφέρον ότι στις σημειώσεις του οπισθόφυλλου από το Volume 1, ο Stanley Crouch παρομοιάζει τις συναυλίες του Henderson στο Village Vanguard με «μαθήματα σαξοφώνου», ορμώμενος από τον αριθμό των πνευστών που βρέθηκαν στο κοινό εκείνες τις βραδιές, και πράγματι ο βετεράνος του τενόρου έδωσε ένα καλόπιστα διακριτικό σεμινάριο πάνω στον αυτοσχεδιασμό σαξόφωνου, ενώ όπως ο άλλος τενόρος δάσκαλος, ο Sonny Rollins 28 χρόνια νωρίτερα, διαπίστωσε ότι η απουσία ενός οργάνου τύπου πιάνου ή κιθάρας του επέτρεψε μεγαλύτερη μελωδική και αρμονική ελευθερία. Μια αίσθηση ελευθερίας η οποία γίνεται αμέσως εμφανής και από το άνοιγμα του Volume Two. Το όλο πρότζεκτ βοήθησε να πάρει νέα ώθηση η καριέρα του Joe Henderson στη δεκαετία του '80, επικυρώνοντας ουσιαστικά την αναγνώρισή του ως ενός από τους σημαντικότερους σαξοφωνίστες της τζαζ. Αμέσως μετά έφυγε από τη Blue Note και είδε το υπόλοιπο της καριέρας του να ολοκληρώνεται κατά βάση στη Verve μεταξύ 1991 και 1997, πριν πεθάνει μάλλον πρόωρα από εμφύσημα σε ηλικία 64 ετών, το 2001. Όποιος αμφιβάλλει για τη σημασία ή τη θέση του στη γενεαλογία των μεγάλων τενόρων σαξοφωνιστών και την αξία της μουσικής του κληρονομιάς, ίσως θα έπρεπε να ακούσει προσεχτικά το ένα ή ακόμη καλύτερα και τα δύο μέρη του State of the Tenor.


8933244-1.jpg
8929594.jpg