- 17 June 2006
- 14,350
“We are the music-makers and we are the dreamers of dreams” – Willy Wonka
Brian Wilson - Smile (2004)
Δεν ξέρω γιατί ξαναγύρισε. Πιθανόν ο ψυχίατρός του του είπε να ξαναμπεί στο στούντιο και να παλέψει με το δαίμονά του. Το 1967, ενώ το συνέθετε, κατέρρευσε. Σπαράγματα έχω ακούσει σε bootlegs και συλλογές, εδώ είναι ολόκληρο στην αυθεντική μορφή του όπως το είχε συλλάβει τότε.
Δεν ακούς κιθάρες. Ακούς μόνο keyboards, απίστευτα φωνητικά σε αρμονίες που σου κόβουν την ανάσα, διάφορα πνευστά και «περίεργα» κρουστά. Το Wind Chimes με τα παράξενα κουρντισμένα κρουστά παίρνεις όρκο ότι είναι επηρεασμένο από το Drumming του Steve Reich – μετά συνειδητοποιείς ότι ο Reich έγραψε το δικό του μινιμαλιστικό αριστούργημα 5 χρόνια μετά (!).
Μοιάζει με Μαύρη Τρύπα. Τόσο τραγικά θλιμμένη μουσική κι όμως σε κάνει να νιώθεις υπέροχα. Αυτή είναι Ποπ που κοιτάει το Θεό στα μάτια- σκέτη Θρησκευτική εμπειρία, εκτός τόπου και χρόνου, που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο γύρω της, παλιό ή καινούργιο: ονειρική, εξωτική, φευγάτη, ώρες ώρες εφιαλτική, άλλοτε περίπλοκη κι άλλοτε αφηρημένη, χωρίς την παραμικρή σχέση με οποιαδήποτε αναγνωρίσιμη πραγματικότητα του Τότε ή του Τώρα, ένα kitsch Αριστούργημα.
Ο μόνος τρόπος να την προσεγγίσεις είναι ν αφήσεις απέξω το μυαλό σου και να της παραδοθείς - χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη.
Λείπουν, βέβαια, οι Beach Boys και η φωνή του Brian δείχνει τα 62 χρόνια της, αλλιώς θα έδινα στο άλμπουμ ένα ολοστρόγγυλο 10άρι με τόνο. Οσοι θεωρούν τον Beefheart δύσκολο καλά θα έκαναν να κάνουν μια βόλτα κατά ’δώ: στα 2-3 πρώτα ακούσματα νιώθεις ότι σε κοροϊδεύει και γελάει μαζί σου, μετά, ξαφνικά, σαν να γυρίζει ένα κλειδί και να ανοίγει μια πόρτα σε κόσμους παράξενους όπου ο Μπάχ συναντάει τους Beatles και ο Gershwin το acid rock, πραγματική έκσταση.
Μόνο γι αυτούς που πιστεύουν ότι η τέχνη, τουλάχιστον αυτή που τους αφορά, είναι προϊόν διαταραγμένων μυαλών – με κάθε έννοια. Οι υπόλοιποι καλά θα κάνουν να απέχουν. Για ...το Καλό τους.
Brian Wilson - Smile (2004)
Δεν ξέρω γιατί ξαναγύρισε. Πιθανόν ο ψυχίατρός του του είπε να ξαναμπεί στο στούντιο και να παλέψει με το δαίμονά του. Το 1967, ενώ το συνέθετε, κατέρρευσε. Σπαράγματα έχω ακούσει σε bootlegs και συλλογές, εδώ είναι ολόκληρο στην αυθεντική μορφή του όπως το είχε συλλάβει τότε.
Δεν ακούς κιθάρες. Ακούς μόνο keyboards, απίστευτα φωνητικά σε αρμονίες που σου κόβουν την ανάσα, διάφορα πνευστά και «περίεργα» κρουστά. Το Wind Chimes με τα παράξενα κουρντισμένα κρουστά παίρνεις όρκο ότι είναι επηρεασμένο από το Drumming του Steve Reich – μετά συνειδητοποιείς ότι ο Reich έγραψε το δικό του μινιμαλιστικό αριστούργημα 5 χρόνια μετά (!).
Μοιάζει με Μαύρη Τρύπα. Τόσο τραγικά θλιμμένη μουσική κι όμως σε κάνει να νιώθεις υπέροχα. Αυτή είναι Ποπ που κοιτάει το Θεό στα μάτια- σκέτη Θρησκευτική εμπειρία, εκτός τόπου και χρόνου, που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο γύρω της, παλιό ή καινούργιο: ονειρική, εξωτική, φευγάτη, ώρες ώρες εφιαλτική, άλλοτε περίπλοκη κι άλλοτε αφηρημένη, χωρίς την παραμικρή σχέση με οποιαδήποτε αναγνωρίσιμη πραγματικότητα του Τότε ή του Τώρα, ένα kitsch Αριστούργημα.
Ο μόνος τρόπος να την προσεγγίσεις είναι ν αφήσεις απέξω το μυαλό σου και να της παραδοθείς - χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη.
Λείπουν, βέβαια, οι Beach Boys και η φωνή του Brian δείχνει τα 62 χρόνια της, αλλιώς θα έδινα στο άλμπουμ ένα ολοστρόγγυλο 10άρι με τόνο. Οσοι θεωρούν τον Beefheart δύσκολο καλά θα έκαναν να κάνουν μια βόλτα κατά ’δώ: στα 2-3 πρώτα ακούσματα νιώθεις ότι σε κοροϊδεύει και γελάει μαζί σου, μετά, ξαφνικά, σαν να γυρίζει ένα κλειδί και να ανοίγει μια πόρτα σε κόσμους παράξενους όπου ο Μπάχ συναντάει τους Beatles και ο Gershwin το acid rock, πραγματική έκσταση.
Μόνο γι αυτούς που πιστεύουν ότι η τέχνη, τουλάχιστον αυτή που τους αφορά, είναι προϊόν διαταραγμένων μυαλών – με κάθε έννοια. Οι υπόλοιποι καλά θα κάνουν να απέχουν. Για ...το Καλό τους.