- 17 June 2006
- 14,350
Η ακρόαση της μουσικής για πλήκτρα του κάντορα, ποτέ δεν ήταν απλή υπόθεση.
Κατ αρχήν, η μουσική αυτή, δεν γράφτηκε για να παρουσιάζεται δημόσια, σε κοινό: ακόμα και οι 30 Παραλλαγές Goldberg, που θεωρούνται σήμερα μιά βιτρίνα επίδειξης δεξιοτεχνίας, δεν φτιάχτηκαν γι αυτό το σκοπό και δεν παρουσιάσθηκαν ποτέ σε ακροατήριο στην εποχή τους: 70, περίπου, χρόνια αργότερα (1810), παρουσιάσθηκαν σ ένα σαλόνι, σ ένα μικρό ακροατήριο από 12 άτομα, μας περιγράφει ο E.T.A. Hoffmann: “από την 4η κιόλας παραλλαγή, οι ακροατές άρχισαν να φεύγουν – μόλις ένας απ αυτούς παρέμεινε μέχρι τέλους”.
Είναι, λοιπόν, μιά μουσική ιδιωτικής χρήσης, φτιαγμένη κύρια για την προσωπική ευχαρίστηση του εκτελεστή, αυτού που θα την πάρει και θα καθίσει σ ένα όργανο, μόνος του, για να την παίξει: να ασκηθεί αλλά και να την ψαύσει, να τη νιώσει να ξυπνάει κάτω απ τα δάχτυλά του, να περιπλανηθεί στους λαβυρίνθους της, να εκτιμήσει την αρχιτεκτονική της σε όλες της τις λεπτομέρειες, τις πολλές ‘φωνές’, τις σχέσεις μεταξύ τους, τις αλληλεπιδράσεις τους, τον τελικό συγκερασμό που φτιάχνει το μοναδικό χαρμάνι.
Ο ακροατής, κυριολεκτικά, κρυφακούει. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό που ακούει, μοιάζει με ομοιόμορφο μηχανιστικό βόμβο χωρίς αρχή και τέλος. Αλλά αν ο εκτελεστής είναι χαρισματικός, τεντώνοντας το αυτί σου, αρχίζεις και ξεδιαλύνεις αυτό το βόμβο, διακρίνεις τις συνιστώσες του και μένεις έκθαμβος, καθώς όλα αυτά τα πολύχρωμα νήματα συνδυάζονται μαγικά και φτιάχνουν ένα απαράμιλλο σύνολο, ένα σπάνιο και σπουδαίο υφάδι.
Η Elena Kuschnerova παίζει Bach (Orfeo CD)
Ζωντανή ηχογράφηση στο Μπάντεν-Μπάντεν, το Μάρτη του 2000.
Το πρόγραμμα διαλεγμένο τέλεια στα μέτρα του πιάνου: Ιταλικό Κοντσέρτο BWV 971, Γαλλική Σουίτα νο. 2 BWV 813, Τοκάτα BWV 914, Παρτίτα νο. 6 BWV 830 και το Πρελούδιο και Φούγκα BWV 847 από το Καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο. Η διεισδυτικότητα και η αντίληψη της σολίστ πολύ προχωρημένες, σχετικά με το Σύμπαν του κάντορα. Δύναμη, βία, μιά νευρική αγνότητα ξεπηδούν από το όργανο. Η Kuschnerova είναι τόσο πέρα από το κοινό μέτρο που, ώρες ώρες, φαντάζει περίπου απάνθρωπη: η καθαρότητα της άρθρωσης ηχεί εξωπραγματική, η μαθηματική ακρίβεια στο παίξιμό της σχεδόν ανελέητη. Τίποτα δεν περνάει απαρατήρητο και τίποτα δεν είναι υπερτονισμένο. Κάθε αντιστικτικό νήμα είναι διακριτά χρωματισμένο, όλες οι φωνές αναβιώνουν, η ποικιλία των τονισμών είναι αδιανόητη: ένας ολόκληρος μικρόκοσμος ελλοχεύει μέσα σε κάθε παραλλαγή. Από κοντά, μιά απέραντη χρωματική παλέτα λεπτών αποχρώσεων, που είναι εκ των ων ουκ άνευ στον Μπάχ: χωρίς αυτή, το αντιστικτικό γράψιμό του, χάνει όλη την πολυφωνική ουσία του.
Ενας κόσμος σπαρακτικός, εξόχως εκφραστικός που, με κάποιο τρόπο, καταφέρνει και ακούγεται εκτυφλωτικά μοντέρνος.
Από τα πιο επιβλητικά και συναρπαστικά Ρεσιτάλ Μπάχ των τελευταίων χρόνων.
Κατ αρχήν, η μουσική αυτή, δεν γράφτηκε για να παρουσιάζεται δημόσια, σε κοινό: ακόμα και οι 30 Παραλλαγές Goldberg, που θεωρούνται σήμερα μιά βιτρίνα επίδειξης δεξιοτεχνίας, δεν φτιάχτηκαν γι αυτό το σκοπό και δεν παρουσιάσθηκαν ποτέ σε ακροατήριο στην εποχή τους: 70, περίπου, χρόνια αργότερα (1810), παρουσιάσθηκαν σ ένα σαλόνι, σ ένα μικρό ακροατήριο από 12 άτομα, μας περιγράφει ο E.T.A. Hoffmann: “από την 4η κιόλας παραλλαγή, οι ακροατές άρχισαν να φεύγουν – μόλις ένας απ αυτούς παρέμεινε μέχρι τέλους”.
Είναι, λοιπόν, μιά μουσική ιδιωτικής χρήσης, φτιαγμένη κύρια για την προσωπική ευχαρίστηση του εκτελεστή, αυτού που θα την πάρει και θα καθίσει σ ένα όργανο, μόνος του, για να την παίξει: να ασκηθεί αλλά και να την ψαύσει, να τη νιώσει να ξυπνάει κάτω απ τα δάχτυλά του, να περιπλανηθεί στους λαβυρίνθους της, να εκτιμήσει την αρχιτεκτονική της σε όλες της τις λεπτομέρειες, τις πολλές ‘φωνές’, τις σχέσεις μεταξύ τους, τις αλληλεπιδράσεις τους, τον τελικό συγκερασμό που φτιάχνει το μοναδικό χαρμάνι.
Ο ακροατής, κυριολεκτικά, κρυφακούει. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό που ακούει, μοιάζει με ομοιόμορφο μηχανιστικό βόμβο χωρίς αρχή και τέλος. Αλλά αν ο εκτελεστής είναι χαρισματικός, τεντώνοντας το αυτί σου, αρχίζεις και ξεδιαλύνεις αυτό το βόμβο, διακρίνεις τις συνιστώσες του και μένεις έκθαμβος, καθώς όλα αυτά τα πολύχρωμα νήματα συνδυάζονται μαγικά και φτιάχνουν ένα απαράμιλλο σύνολο, ένα σπάνιο και σπουδαίο υφάδι.
Η Elena Kuschnerova παίζει Bach (Orfeo CD)
Ζωντανή ηχογράφηση στο Μπάντεν-Μπάντεν, το Μάρτη του 2000.
Το πρόγραμμα διαλεγμένο τέλεια στα μέτρα του πιάνου: Ιταλικό Κοντσέρτο BWV 971, Γαλλική Σουίτα νο. 2 BWV 813, Τοκάτα BWV 914, Παρτίτα νο. 6 BWV 830 και το Πρελούδιο και Φούγκα BWV 847 από το Καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο. Η διεισδυτικότητα και η αντίληψη της σολίστ πολύ προχωρημένες, σχετικά με το Σύμπαν του κάντορα. Δύναμη, βία, μιά νευρική αγνότητα ξεπηδούν από το όργανο. Η Kuschnerova είναι τόσο πέρα από το κοινό μέτρο που, ώρες ώρες, φαντάζει περίπου απάνθρωπη: η καθαρότητα της άρθρωσης ηχεί εξωπραγματική, η μαθηματική ακρίβεια στο παίξιμό της σχεδόν ανελέητη. Τίποτα δεν περνάει απαρατήρητο και τίποτα δεν είναι υπερτονισμένο. Κάθε αντιστικτικό νήμα είναι διακριτά χρωματισμένο, όλες οι φωνές αναβιώνουν, η ποικιλία των τονισμών είναι αδιανόητη: ένας ολόκληρος μικρόκοσμος ελλοχεύει μέσα σε κάθε παραλλαγή. Από κοντά, μιά απέραντη χρωματική παλέτα λεπτών αποχρώσεων, που είναι εκ των ων ουκ άνευ στον Μπάχ: χωρίς αυτή, το αντιστικτικό γράψιμό του, χάνει όλη την πολυφωνική ουσία του.
Ενας κόσμος σπαρακτικός, εξόχως εκφραστικός που, με κάποιο τρόπο, καταφέρνει και ακούγεται εκτυφλωτικά μοντέρνος.
Από τα πιο επιβλητικά και συναρπαστικά Ρεσιτάλ Μπάχ των τελευταίων χρόνων.