- 17 June 2006
- 14,350
Ηenri Dutilleux: D' ombre et de silence (ECM CD - 2010)
Οι γνώσεις μου πάνω στους Γάλλους συνθέτες του 20ού αιώνα είναι ελλιπείς: τον Sati δεν τον συμπάθησα ποτέ -προτιμούσα τον …κλώνο του, τον Chick Corea- από τους άλλους, ξέρω Debussy, Ravel, Charles Koechlin, Maurice Durufle, Henri Dutilleux. Aυτόν τον τελευταίο, τον άκουσα για πρώτη φορά το 1988, ένα έργο του με τίτλο ‘Το Δένδρο των Ονείρων’, Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα, έπαιζε ο Isaac Stern και ο Lorin Maazel διεύθυνε την Orchestre National de France. Πολύ αξιόλογο έργο και ‘φρέσκο’ τότε (γράφτηκε το 1985), μου είχε κάνει εντύπωση η λεπτομέρεια στις ενορχηστρώσεις που θύμιζαν αραβουργήματα και το όλο πνεύμα του έργου μου θύμιζε τον Bartok, αυτόν το ελαφρώς αφηρημένο, παιχνιδιάρικα καβγατζίδικο και μαγικό μουσικό κόσμο που ήξερε πολύ καλά τον Μπαχ, λάτρευε τη δεύτερη Σχολή της Βιέννης και έμοιαζε αθεράπευτα κινηματογραφόφιλος, ιδιαίτερα με τις κωμωδίες του Μπάστερ Κήτον και του Ζακ Τατί. Μία Συμφωνική Σουίτα με τίτλο Les Hauts de Hurle-Vent εμπνευσμένη από τα Ανεμοδαρμένα Υψη και ένα Κουαρτέτο Εγχόρδων (Ainsi La Nuit) ήταν όλα κι όλα ό τι άκουσα απ αυτόν τα επόμενα χρόνια. Τις δύο Συμφωνίες του τις απέφυγα, επηρεασμένος (κακώς) από τους Γάλλους μέντορές μου που τον θεωρούν σπουδαίο ενορχηστρωτή αλλά μέτριο σαν Συμφωνιστή. Μπορούσα να το καταλάβω αυτό με βάση το Κοντσέρτο του που είχα ακούσει: η έμφαση ήταν στο ορχηστρικό χρώμα, τα θέματα είναι ελαφρώς ακαθόριστα, σκιαγραφούνται μάλλον παρά προβάλλονται κι έχεις την εντύπωση μιάς επισοδειακής συνέργειας ανάμεσα σε φαινομενικά ασυντόνιστα υλικά. Ασυνήθιστα όργανα -βιμπράφωνο, celesta, κουδουνάκια, cimbalom- έδιναν μια ονειρική χροιά και το όλο ακρόαμα έμοιαζε τελείως εκτός χρόνου. Οι Γάλλοι θεωρούν τον Dutilleux ηχοποιημένο Proust ή, ακόμα καλύτερα, Roland Barthes - έχω διαβάσει μια εκπληκτική αντιστοιχία της μουσικής του με το δοκίμιο Camera Lucida του Barthes.
Το άλμπουμ ‘Της Σκιάς και της Σιωπής’ ('D’ ombre et de silence') που κυκλοφόρησε πρόσφατα η ECM, εστιάζει στα πιανιστικά του.
Μου τελειώνουν τα υπερθετικά και μένω σχεδόν άφωνος όταν πέφτω πάνω σε τέτοιες κυκλοφορίες. Την ECM την έχουν αποκαλέσει διάφορα πράγματα κατά καιρούς. Μένω εκστατικός όμως μπροστά στο ήθος και την εν γένει στάση της: η εμπορική απήχηση ποτέ δεν καθόρισε τον καλλιτεχνικό προσανατολισμό της. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Και συμβαίνει εδώ και 40 περίπου χρόνια. Λες κι έχεις να κάνεις με κάποιου είδους Σταυροφόρους στρατευμένους στη Σύγχρονη Τέχνη. Λες και νιώθουν υποχρεωμένοι εκεί στο Μόναχο να φέρουν στο φώς ό τι αυτοί θεωρούν σημαντικό, ανεξάρτητα από το αν θα ‘πουλήσει’ ή όχι. Το πώς το καταφέρνουν αυτό, καθώς και το γεγονός ότι κρατούν μόνιμα σε κυκλοφορία και τους περίπου 1000 (!) τίτλους που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τώρα, ισοδυναμούν με Θαύμα.
Ο δίσκος περιέχει τη Σονάτα για πιάνο, ένα καλειδοσκοπικό διαμάντι της σύγχρονης πιανιστικής φιλολογίας, γραμμένη 1946-48, αμέσως μετά τον πόλεμο. Οι σημειώσεις εξηγούν τις έντονες ρώσικες πινελιές στη γραφή της εδώ κι εκεί, με το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα της καλλιτεχνίας και της διανόησης εκείνη την εποχή ‘αλλοιθώρζε’ προς Ανατολάς. 3 Πρελούδια και κάποιες μινιατούρες, η μία καλύτερη απ την άλλη, συμπληρώνουν αυτό το εκπληκτικό ρεσιτάλ. Παίζει ο Αμερικανός Robert Levin, προσωπικός φίλος του συνθέτη επί δεκαετίες και στο Figures de Resonance συμπράττει η Ya-Fei Chuang καθώς η σύνθεση είναι για δύο πιάνα. Ο Levin καθιστά την παρτιτούρα τελείως διάφανη: μ ένα μαγικό τρόπο η δομική της συνοχή προβάλλει σχεδόν ανάγλυφη μέσα από ηχητικό όργιο – μου έρχονται στο νού ο Geza Anda στα Κοντσέρτα του Bartok και στις Συμφωνικές Σπουδές του Schumann και ο μεγάλος Yuri Egorov στον Schumann και στη Χρωματική Φαντασία και Φούγκα του Κάντορα. Το άκουσμα είναι κομψεπίκομψη ψιλοβελονιά φιλόπονα δουλεμένη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, ένας ηχητικός κόσμος φευγαλέος, νεωτεριστικός και πεπαλαιωμένος και, στο σύνολό του, τέλεια συναρπαστικός.