Μαντλεριάδα.

17 June 2006
14,350
Michael_Mantler_intro.jpg


Λίγα βιογραφικά παρμένα από τον προσωπικό του ιστότοπο.
‘Ο Michael Mantler γεννήθηκε στη Βιέννη το 1943. Στο τοπικό πανεπιστήμιο σπούδασε μουσικολογία και στη Μουσική Ακαδημία, τρομπέτα. Στα 19 του (1962) έφυγε στην Αμερική για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Berklee School Of Music, στη Βοστώνη. Το 1964 εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη, όπου αρχίζει να παίζει μαζί με τον Cecil Taylor, τον Don Cherry, τον Roswell Rudd και άλλους. Φτιάχνει την κολεκτίβα Jazz Composers’ Guild με σκοπό τον αγώνα για καλύτερες συνθήκες εργασίας και για τη δυνατότητα παρουσίασης της νέας μουσικής χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις’.
Στη διάρκεια όλων αυτών, παντρεύεται την Carla Bley. Αποκτούν μία κόρη, την Karen Mantler και φτιάχνουν την WATT WORKS, μια μικρή δισκογραφιοκή εταιρία που τη διανέμει η ECM. Η Carla είναι γνωστή. Η Karen πρωτοεμφανίζεται παιδί στη φουτουριστική όπερα ‘Escalator Over The Hill’ που συνέθεσε η μάνα της. Στα μικράτα της μαθαίνει glockenspiel. Συνεχίζει με φλάουτο, κρουστά, μπάσο, τίποτα από αυτά δεν την ενδιαφέρει ιδιαίτερα, καταλήγει στο κλαρινέτο. Είναι αυτή που παίζει το εκπληκτικό harmonica solo στο ‘Song Of The Eternal Waiting Of Canute’ στο μνημειακό άλμπουμ της Carla με τίτλο ‘Fleur Carnivore’. Σύντομα συνειδητοποιεί πως δεν της αρέσει να παίζει τη μουσική άλλων και αποφασίζει να δημιουργήσει τη δική της. Η μικρή βαδίζει στα βήματα των γονιών της: αποφοιτεί από το Berklee, κυκλοφορεί 3-4 πολύ καλά άλμπουμ -το καλύτερό τους είναι το ‘Κaren Mantler And Her Cat Arnold Get The Flu’- και συμμετέχει σε διάφορες τουρνέ στην Ευρώπη με τα σύνολα των δύο γονιών της που, στο μεταξύ, είχαν χωρίσει. Σήμερα δουλεύει σερβιτόρα στο Olive’s, στη Νέα Υόρκη: ‘σερβίρω καφέδες με χαμόγελο και μαζεύω χρήματα για να κάνω άλλη μία συναυλία με δική μου μουσική και το δικό μου γκρούπ.
Το 1991 ο Mantler έχει πέσει σε βαθειά κατάθλιψη. Σκέφτεται την αυτοκτονία, επιστρέφει τελικά στην Ευρώπη όπου εγκαθίσταται οριστικά και περνάει το χρόνο του ανάμεσα στη Δανία και στη Γαλλία. Μιά αδρή διαχωριστική γραμμή διαιρεί στα δύο την Εργογραφία του. Μέχρι τότε έπαιζε κάτι που στο DNA του άκουγες την τζάζ αλλά στις αρτηρίες του κυκλοφορούσε ολόκληρη η 2η Σχολή της Βιέννης. Αυτή η πρώτη περίοδος χαρτογραφείται την Jazz Composers’ Orchestra (μαζί με τους Cecil Taylor, Gato Barbieri, Don Cherry, Larry Coryell και Roswell Rudd), με τις συμμετοχές του στους δίσκους της πρώην συζύγου του, και με κάποια σπουδαία προσωπικά άλμπουμ ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ιδιαίτερα τα ‘Alien’, ‘Movies/More Movies’ και ‘No Answer/Silence’. To τελευταίο έχει στα φωνητικά τους Jack Bruce, Robert Wyatt και Kevin Coyne και αποτελεί τη γέφυρα για τη δεύτερη περίοδό του, αυτή στην οποία η τζάζ έχει εξαφανισθεί, σχεδόν εξαερωθεί από τη μουσική του. Η γραφή του είναι πιά η δομημένη έντεχνη σύνθεση, Σύγχρονη Μουσική ενήμερη πάνω σε ολόκληρο το γλωσσάρι του 20ού αιώνα το οποίο κατέχει απέξω κι ανακατωτά. Οι ενορχηστρώσεις είναι ασύληπτες στη λεπτομέρεια και στον πλούτο τους, το ηχητικό τοπίο βαρύ, σκοτεινό και ανεμοδαρμένο. Μικρές ορχήστρες δωματίου συνοδεύουν τις φωνές που πλέον είναι σχεδόν απαραίτητες: απαγγέλουν και τραγουδούν, κάτι σαν κολάζ, κάτι ανάμεσα σε παιδικούς σκοπούς του νηπιαγωγείου και ακραία ευαίσθητες κοινωνικές παρατηρήσεις άλλοτε πικρές, άλλοτε χιουμοριστικές που όμως πάντα δείχνουν να διαπνέονται από έναν δικό τους, τελείως ιδιότυπο μοραλισμό: ο Mantler εικονοποιεί στίχους και πρόζες, στήνει ένα soundtrack για διαλογισμούς από τους σκυθρωπούς και δυσνόητους φάρους της σύγχρονης διανόησης, ανθρώπους σαν τον Samuel Beckett, τον Edward Gorey, τον Harold Pinter, τον Paul Auster, τον Giuseppe Ungaretti. Είναι αυτή, η δεύτερη περίοδός του που θα με απασχολήσει εδώ.

Michael Mantler: Cerco Un Paese Innοcente (ECM CD - 1994)
Michael Mantler: Hide And Seek (ECM CD - 2001)


Πιστεύω πως η σοβαρή ακρόαση μουσικής είναι μιά αυστηρά μοναχική διαδικασία. Συχνά νιώθω πως κρυφακούω τον συνθέτη ή πως χρειάζομαι όλη μου την αυτοσυγκέντρωση για να ιχνηλατήσω τις πατημασιές του καθώς περιπλανιέται σε δύσκολες ατραπούς. Η στιγμιαία έστω απόσπαση της προσοχής μου μου ανατρέπει όλο το σκηνικό. Οι δυο δίσκοι που ακολουθούν, μπορούν να ακουσθούν μόνο Σοβαρά. Από τη φύση τους ακυρώνουν κάθε είδους άλλη προσέγγιση από μέρους του ακροατή. Οποιος ‘δεν έχει χρόνο’ καλά θα κάνει να κάτσει στα αυγά του (ειρήσθω εν παρόδω, πιστεύω ότι κανένας μας ‘δεν έχει χρόνο’. Πρέπει να τον φτιάξει: να τον επινοήσει, να τον κόψει από άλλες του καθημερινές δραστηριότητες για να τον αφιερώσει σε αυτά που ο ίδιος θεωρεί σημαντικά). Οι δίσκοι αυτοί είναι ιδιαίτεροι, δύσκολοι και φανερώνουν τη μαγεία τους σιγά σιγά, μετά από επανειλημμένες προσεκτικές ακροάσεις. Σε μιά πρώτη ανάγνωση θυμίζουν γυμνό, σεληνιακό τοπίο. Eλεγείες, ιδανική υπόκρουση σε μιά μακρά περίοδο πένθους η οποία μοιάζει μόλις στην αρχή της, αποπνέουν μία βαρειά αλλά τελείως αριστοκρατική στην έκφρασή της θλίψη. Σκοτάδι-πίσσα, ούτε υποψία φωτός που να διαπερνάει έστω και λίγο αυτούς τους θλιβερούς κόσμους - και όμως, όσο εκτίθεσαι σ αυτούς, όσο παραδίνεσαι στις φαιές αγκάλες τους, νιώθεις σαν να υποβάλλεσαι σε ομοιοπαθητική θεραπεία: ένα γλυκό βάλσαμο, μιά υποψία παρηγοριάς αρχίζει να αχνοφέγγει κάπου στο βάθος, όσο βυθίζεσαι τόσο περισσότερο το φώς της δυναμώνει.
Το πρώτο από τα άλμπουμ στήνει ένα κακόκεφο ηχητικό τοπίο γύρω από τους στίχους του Giuseppe Ungaretti. Δεν θα μπορούσε να διαλέξει καλύτερη εκφορά από τη Mona Larsen που αρθρώνει τα ποιήματα με μιά ανυπέρβλητη φυσικότητα. Αυτό το μουσικό δράμα ξέρει τον Wozzeck του Berg σαν την τσέπη του αλλά και οι αλλότριοι συναισθηματικοί κόσμοι της Λυρικής Σουίτας δεν είναι μακριά. Κιθάρα, βιολί, πιάνο, δύο βιόλες και τσέλο στήνουν ένα χορό δερβίσηδων γύρω από τους στίχους - μόνο που μοιάζουν με δερβίσηδες υπό την επήρρεια υπερβολικής δόσης από valium: μιά πυρετική ορχηστρική δραστηριότητα που φαινομενικά σέρνεται αλλά στα πλαίσιά της συμβαίνουν τόσα πολλά πράγματα ταυτόχρονα που καθιστούν την όλη εμπειρία ακαταμάχητη. Το όλο ακρόαμα μοιάζει να θέλει να ανακατασκευάσει τη Σύγχρονη Μουσική μέσα από τις λεκτικές και φωνητικές σχέσεις. Θα σου έφερνε στο νού Πείραμα αν δεν λάβαινες υπόψη σου την αυστηρή εως άτεγκτη δόμηση των ορχηστρικών μερών που ντύνουν το άκουσμα και το καλλωπίζουν εκφραστικά.
Το δεύτερο άλμπουμ, στα μάτια μου είναι ένα απο τα Αριστουργήματα της Σύγχρονης Μουσικής που θα το ανακαλύψουν ή θα το καταριώνται σε ολόκληρη τη διάρκεια του αιώνα μας. Ο μυθιστοριογράφος Paul Auster είναι η πηγή για τις μικρές ιστορίες που υπάρχουν εδώ. Ενας ερμητισμός διαπνέει το Hide And Seek από την αρχή ως το τέλος του. Βρίσκει τον ιδανικό ερμηνευτή του στη φωνή του Robert Wyatt που, μαζί με τη Susi Hyldgaard εχουν αναλάβει εδώ τα φωνητικά, η δεύτερη παίζει και ακορντεόν, ‘κάτι μικρά θεματάκια που θυμίζουν καρκινωματικό τανγκό’ έγραψαν Εξω, ‘γεφυρώνουν μεταξύ τους τις ιστορίες και δίνουν στο άκουσμα μιά συνέχεια, μιά μοναδική ομοιογένεια’. Τρομπόνι, κλαρινέτο, φλάουτο, όμποε και κιθάρα συνοδεύουν. Γιατί θυμάμαι την αισθητική φιλοσοφία του παραγνωρισμένου Henri Dutilleux που βλέπει τη μουσική με όρους Χρόνου και Μνήμης; Γιατί με κάποιο υποβολιμαίο τρόπο, η μουσική εδώ σε πείθει χωρίς να κοπιάσει στο παραμικρό πως το Αύριο γεννιέται απ το Χθές, μέσα απο μιά κυκλική διαδικασία ακμής και παρακμής