Καλό μήνα σε όλους. Δεδομένου της ιδιαιτερότητας της ημέρας, αποφάσισα να σκαρώσω σε όλους τους φίλους σήμερα μία μικρή...φάρσα την οποία μπορείτε όλοι να θαυμάσετε παρακάτω.-bye-
Αυτές τις άγιες μέρες, επανέρχονται στο προσκήνιο διάφορες έννοιες που σηκώνουν πολύ συζήτηση όπως ‘πίστη’, ‘θάνατος’, ‘λύτρωση’ και επανεξετάζονται πολλά υπαρξιακά αναπάντητα ερωτήματα. Ένα από αυτά, είναι ο τρόπος που λειτουργεί ο Θεός των ανθρώπων – υπαρκτός για κάποιους, εν δυνάμει για κάποιους άλλους. Ώρες ώρες σε κάνει πραγματικά να αναρρωτιέσαι αν όντως είναι ‘καλός’ καθώς πολλοί είναι αυτοί που έχουν χαθεί ξαφνικά και (φαινομενικά) άδικα σπέρνοντας λύπη σε έναν σωρό ανθρώπους- ακόμα και καθυστερημένα. Σε μία τέτοια κατηγορία ανθρώπων ανήκει και η τεράστια μουσική προσωπικότητα που ακούει στο όνομα Wolfgang Amadeus Mozart.
Ο Mozart άφησε την τελευταία του πνοή το Δεκέμβρη του 1791 όντας μόλις τριανταπέντε χρονών. Ακούγοντας το τελευταίο του έργο, μπορεί εύκολα να σκεφτεί κανείς ένα βαρύγδουπο ‘γιατί’ του στερήθηκε η δυνατότητα να γράφει μουσική από τόσο νωρίς. Το ‘Requiem’, άρχισε να γράφεται το καλοκαίρι του 1791, κατόπιν αιτήματος ενός πλούσιου κόμη του οποίου η γυναίκα είχε πεθάνει τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Mozart δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει και έτσι το τελείωσε ο μόλις για ένα χρόνο μαθητής του Franz Sussmayr με, μπορει να πει κανείς, επιτυχία. Για την ακρίβεια μόλις το μισό είναι δημιούργημα του Mozart, καθώς από την αρχή του ‘Lacrimosa’ και μετά αναλαμβάνει ο Sussmayr. Το έργο αποτελείται από οχτώ μέρη – την εισαγωγή και άλλα επτά – τα οποία συνιστούν πενήντα δύο λεπτά ‘καθαρής’ τέχνης. Τα πρώτα τρία μέρη – τα οποία είναι όλα του Mozart- είναι πιο συγκλονιστικά και πιο λυπητερά. Το σημείο απ το οποίο συνεχίζει το έργο ο Sussmayr, είναι περισσότερο ευδιάκριτο όχι τόσο επειδή είναι υποδεέστερο από τη δουλειά του δασκάλου του, αλλά επειδή από εκείνο το σημείο, το έργο αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται πιο ανάλφρο και λιγότερο επιβλητικό. Η μελαγχολία και ο θρήνος για τους νεκρούς συνεχίζεται μέχρι τέλους, αλλά σε πιο ήπιους τόνους μετά το ξέσπασμα των πρώτων τριών αποσπασμάτων. Όλο το ‘Requiem’ είναι μία ψαλμωδία, ένας ύμνος για τον Κύριο, την μόνη υπόσταση που στο μυαλό του ανθρώπου είναι ανίκητη απ το θάνατο. Οι φωνές της φιλαρμονικής κάνουν έκκληση στο Θεό να προσέχει τις ψυχές των χαμένων αγαπημένων και να φροντίσει να είναι καλό το τελευταίο ταξίδι τους. Είναι τέτοιος ο τόνος των φωνών που θαρρείς πως τραγγουδούν άγγελοι και οι νεκροί αναμένται να αναστηθούν. Ένα αχαλίνωτο πένθος, εκφρασμένο με τέτοιο στόμφο και πάθος, συνθέτουν ένα αόρατο πελώριο τείχος το οποίο σε ισοπεδώνει κυριολεκτικά. Σημαντικότατο ρόλο σε αυτή τη συντριβή του ακροατή, διαδραματίζει και ο συνδυασμός των πνευστών και των εγχόρδων τα οποία πραγματικά αποτελούν τον καμβά αυτού του αριστουργήματος.Το μοναδικό του έργου είναι ότι ενω διακατέχεται από την μεγαλοπρέπεια και τη σοβαρότητα που κατα κανόνα ‘βασιλεύουν’ σε όλα τα έργα Γερμανών και Αυστριακών συνθετών, είναι εμπλουτισμένο με μία απαράμιλλη θλίψη που το κάνει πιο ‘ανθρώπινο’ και πιο άμεσο. Ο Mozart καταφένει στην εντέλεια να μεταφέρει το δέος και την απόγνωση που προξενεί ο χαμός ενός ανθρώπου και παράλληλα τον τρόμο που μεταδίδει ο θεριστής του θανάτου και που μπορεί να ενώσει αγεφύρωτες υπο κανονικών συνθηκών καταστάσεις. Ίσως σημαντικό ρόλο να παίζει το γεγονός ότι κάποιο καιρό πριν ο Mozart γράψει το έργο, είχε χάσει τον πατέρα του.
Αν και δεν έχω εντρυφήσσει στον Mozart, είναι ίσως ο μοναδικός συνθέτης τον οποίο όταν τον ακούω ποτέ δεν τον μπερδεύω με άλλον. Και αυτή η μοναδικότητα τον συνοδεύει ακόμα και στο τελευταίο του έργο. Ότι και να πει κανείς γι αυτόν είναι λίγο. Αν και δε νομίζω ότι είμαι σε θέση να το πω ακόμα, θεωρώ ότι είναι ατόπημα να τον ανακηρύξει κάποιος ως το μεγαλύτερο όλων αλλά η παιδική αθωότητα που διακατέχει πολλές φορές τα έργα του, η χαλαρότητα του, η μελαγχολία του με τον τρόπο που συνδυάζονται με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που είναι εμπλουτισμένα τα έργα του είναι μία απ τις βάσεις για θεόρατα μουσικά αριστουργήματα. Το ‘Requiem’ είναι ένα απ αυτά. Ίσως έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο σε κάποιον που έχει νιώσει τον πόνο που προξενεί η απώλεια ενός ατόμου περισσότερο απ ότι το χω νιώσει εγώ. Το σίγουρο είναι πως είναι (άλλο) ένα ‘must’ για όποιον ακούει μουσική. Ιδανικό για άκουσμα των ημερών κιόλας. Καλή ανάσταση και καλό Πάσχα σε όλους!
Υ.Γ. Ποιά είναι η καλύτερη εκτέλεση μη ρωτήσετε μόνο. Εγώ το άκουσα με την φιλαρμονική της Βιέννης και μαέστρο τον Karajan. All time classic!
Αυτές τις άγιες μέρες, επανέρχονται στο προσκήνιο διάφορες έννοιες που σηκώνουν πολύ συζήτηση όπως ‘πίστη’, ‘θάνατος’, ‘λύτρωση’ και επανεξετάζονται πολλά υπαρξιακά αναπάντητα ερωτήματα. Ένα από αυτά, είναι ο τρόπος που λειτουργεί ο Θεός των ανθρώπων – υπαρκτός για κάποιους, εν δυνάμει για κάποιους άλλους. Ώρες ώρες σε κάνει πραγματικά να αναρρωτιέσαι αν όντως είναι ‘καλός’ καθώς πολλοί είναι αυτοί που έχουν χαθεί ξαφνικά και (φαινομενικά) άδικα σπέρνοντας λύπη σε έναν σωρό ανθρώπους- ακόμα και καθυστερημένα. Σε μία τέτοια κατηγορία ανθρώπων ανήκει και η τεράστια μουσική προσωπικότητα που ακούει στο όνομα Wolfgang Amadeus Mozart.
Ο Mozart άφησε την τελευταία του πνοή το Δεκέμβρη του 1791 όντας μόλις τριανταπέντε χρονών. Ακούγοντας το τελευταίο του έργο, μπορεί εύκολα να σκεφτεί κανείς ένα βαρύγδουπο ‘γιατί’ του στερήθηκε η δυνατότητα να γράφει μουσική από τόσο νωρίς. Το ‘Requiem’, άρχισε να γράφεται το καλοκαίρι του 1791, κατόπιν αιτήματος ενός πλούσιου κόμη του οποίου η γυναίκα είχε πεθάνει τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Mozart δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει και έτσι το τελείωσε ο μόλις για ένα χρόνο μαθητής του Franz Sussmayr με, μπορει να πει κανείς, επιτυχία. Για την ακρίβεια μόλις το μισό είναι δημιούργημα του Mozart, καθώς από την αρχή του ‘Lacrimosa’ και μετά αναλαμβάνει ο Sussmayr. Το έργο αποτελείται από οχτώ μέρη – την εισαγωγή και άλλα επτά – τα οποία συνιστούν πενήντα δύο λεπτά ‘καθαρής’ τέχνης. Τα πρώτα τρία μέρη – τα οποία είναι όλα του Mozart- είναι πιο συγκλονιστικά και πιο λυπητερά. Το σημείο απ το οποίο συνεχίζει το έργο ο Sussmayr, είναι περισσότερο ευδιάκριτο όχι τόσο επειδή είναι υποδεέστερο από τη δουλειά του δασκάλου του, αλλά επειδή από εκείνο το σημείο, το έργο αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται πιο ανάλφρο και λιγότερο επιβλητικό. Η μελαγχολία και ο θρήνος για τους νεκρούς συνεχίζεται μέχρι τέλους, αλλά σε πιο ήπιους τόνους μετά το ξέσπασμα των πρώτων τριών αποσπασμάτων. Όλο το ‘Requiem’ είναι μία ψαλμωδία, ένας ύμνος για τον Κύριο, την μόνη υπόσταση που στο μυαλό του ανθρώπου είναι ανίκητη απ το θάνατο. Οι φωνές της φιλαρμονικής κάνουν έκκληση στο Θεό να προσέχει τις ψυχές των χαμένων αγαπημένων και να φροντίσει να είναι καλό το τελευταίο ταξίδι τους. Είναι τέτοιος ο τόνος των φωνών που θαρρείς πως τραγγουδούν άγγελοι και οι νεκροί αναμένται να αναστηθούν. Ένα αχαλίνωτο πένθος, εκφρασμένο με τέτοιο στόμφο και πάθος, συνθέτουν ένα αόρατο πελώριο τείχος το οποίο σε ισοπεδώνει κυριολεκτικά. Σημαντικότατο ρόλο σε αυτή τη συντριβή του ακροατή, διαδραματίζει και ο συνδυασμός των πνευστών και των εγχόρδων τα οποία πραγματικά αποτελούν τον καμβά αυτού του αριστουργήματος.Το μοναδικό του έργου είναι ότι ενω διακατέχεται από την μεγαλοπρέπεια και τη σοβαρότητα που κατα κανόνα ‘βασιλεύουν’ σε όλα τα έργα Γερμανών και Αυστριακών συνθετών, είναι εμπλουτισμένο με μία απαράμιλλη θλίψη που το κάνει πιο ‘ανθρώπινο’ και πιο άμεσο. Ο Mozart καταφένει στην εντέλεια να μεταφέρει το δέος και την απόγνωση που προξενεί ο χαμός ενός ανθρώπου και παράλληλα τον τρόμο που μεταδίδει ο θεριστής του θανάτου και που μπορεί να ενώσει αγεφύρωτες υπο κανονικών συνθηκών καταστάσεις. Ίσως σημαντικό ρόλο να παίζει το γεγονός ότι κάποιο καιρό πριν ο Mozart γράψει το έργο, είχε χάσει τον πατέρα του.
Αν και δεν έχω εντρυφήσσει στον Mozart, είναι ίσως ο μοναδικός συνθέτης τον οποίο όταν τον ακούω ποτέ δεν τον μπερδεύω με άλλον. Και αυτή η μοναδικότητα τον συνοδεύει ακόμα και στο τελευταίο του έργο. Ότι και να πει κανείς γι αυτόν είναι λίγο. Αν και δε νομίζω ότι είμαι σε θέση να το πω ακόμα, θεωρώ ότι είναι ατόπημα να τον ανακηρύξει κάποιος ως το μεγαλύτερο όλων αλλά η παιδική αθωότητα που διακατέχει πολλές φορές τα έργα του, η χαλαρότητα του, η μελαγχολία του με τον τρόπο που συνδυάζονται με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που είναι εμπλουτισμένα τα έργα του είναι μία απ τις βάσεις για θεόρατα μουσικά αριστουργήματα. Το ‘Requiem’ είναι ένα απ αυτά. Ίσως έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο σε κάποιον που έχει νιώσει τον πόνο που προξενεί η απώλεια ενός ατόμου περισσότερο απ ότι το χω νιώσει εγώ. Το σίγουρο είναι πως είναι (άλλο) ένα ‘must’ για όποιον ακούει μουσική. Ιδανικό για άκουσμα των ημερών κιόλας. Καλή ανάσταση και καλό Πάσχα σε όλους!
Υ.Γ. Ποιά είναι η καλύτερη εκτέλεση μη ρωτήσετε μόνο. Εγώ το άκουσα με την φιλαρμονική της Βιέννης και μαέστρο τον Karajan. All time classic!