Κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα D-dur (ré-majeur, D-major) op.77
O Brahms συνέθεσε το κονσέρτο για βιολί το καλοκαίρι του 1878 στο Pörtschach δίπλα στην λίμνη Wörth στην νότια Αυστρία. Ένα μέρος, που όπως έλεγε, οι μελωδίες είναι τόσο πολλές που πρέπει να προσέχεις μην σου διαφύγουν.
Όσο συνέθετε έστελνε μέρη του κονσέρτου στον φίλο του Joachim, στον οποίο και το αφιέρωσε, ζητώντας του σχόλια και υποδείξεις. Έκαναν σχέδια για δοκιμαστική ανάγνωση του έργου στο Conservatoire του Βερολίνου όπου ο Joachim ήταν διευθυντής , ο Brahms του ζήτησε να συνθέσει την cadenza και συζητούσαν αν θα έκαναν πρεμιέρα με την φιλαρμονική της Βιέννης ή με την Gewandhaus στην Λειψία.
Εδώ αξίζουν λίγα λόγια για τον Joachim και την σχέση του με τον Brahms.
O Joachim ήταν άνθρωπος φημισμένος στην εποχή του. Ένας από τους μεγαλύτερους βιολιστές και από τις μεγαλύτερες μουσικές φυσιογνωμίες του καιρού του. Η εμφάνιση του σε ηλικία οκτώ ετών χαιρετίστηκε σαν η έλευση του δεύτερου Vieuxtemps, Paganini ή Ole Bull. Ήταν ο σύμμαχος του Brahms στην διαμάχη με την νέα Γερμανική σχολή (Liszt-Wagner), παρά την στενή σχέση που είχε με τον Liszt. Πολλοί συνθέτες όπως ο Schumann, Dvorak, Bruch, Brahms συνέθεταν έργα για βιολί έχοντας αυτόν υπ’ όψιν τους. Ήταν ο πρώτος που έπαιξε τις σονάτες και παρτίτες του Bach για βιολί σόλο, χωρίς την συνοδεία πιάνου, παρά την άποψη διάσημων μουσικών της εποχής του (Schumann, Mendelssohn) ότι η συνοδεία πιάνου είναι απαραίτητη. Σε ηλικία 13 ετών πρωτοπαρουσίασε και καθιέρωσε με το πάθος και την επιμονή του το κονσέρτο για βιολί του Beethoven στο Λονδίνο.
H φιλία του με τον Brahms χρονολογείται από το 1853, όταν ο Βrahms ήταν 20 και ο Joachim 22 ετών. Έπαιζαν συχνά μαζί, πότε με τον Brahms στο πιάνο πότε στο podium. Η μουσική ένωνε δύο διαμετρικά αντίθετους ανθρώπους. Ο Brahms ήταν ένας νέος ντροπαλός, με μεγάλες φιλοδοξίες αλλά μικρή εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ίσως υπερβάλλοντας μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ζούσε στην Βιέννη για να πηγαίνει στα ίδια καφέ και να αναπνέει τον ίδιο αέρα που ανέπνεε ο Beethoven. Αντίθετα ο Joachim που ήταν ήδη μια διασημότητα ήταν ένας άνθρωπος σίγουρος για τον εαυτό του και την συνθετική τεχνική του.
O Brahms συνήθιζε να παρουσιάζει την πρόοδο των έργων του στον φίλο του, τον Jussuf όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούσε, να αποζητά την προσεκτική και αυστηρή κριτική του και τέλος να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για την σιγουριά που του έδιναν οι παρατηρήσεις του (από τα αποσπάσματα της αλληλογραφίας τους σχετικά με το πρώτο κονσέρτο για πιάνο που συνέθεσε νέος).
Την πρωτοχρονιά του 1879, ο πασίγνωστος πλέον Brahms, παρουσιάζει το έργο στην Λειψία, στην ίδια αίθουσα που από 20 χρόνια είχε υποστεί πανωλεθρία με το πρώτο κονσέρτο για πιάνο. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που επί 20 χρόνια δεν είχε γράψει κονσέρτο. Οι προσδοκίες ήταν μεγάλες μια και ως τότε υπήρχαν μόνον τα κονσέρτα του Beethoven και του Mendelssohn. Το κοινό αντιμετώπισε το πρώτο μέρος με αμηχανία, το δεύτερο μέρος με θέρμη ενώ ενθουσιάστηκε από το τρίτο μέρος. Μετά δύο εβδομάδες το έργο παρουσιάστηκε στην Βιέννη και μετά από περίπου δύο μήνες στο Λονδίνο πάντα με σολίστα τον Joachim. Παρά τις προσπάθειες του Joachim και την φήμη του Brahms το κονσέρτο αντιμετώπισε την επιφυλακτικότητα που αναφέρει και ο geovar. Μετά το 1900-1905 άρχισε να επιλέγεται από σολίστες όπως ο Fritz Κreisler και να ακούγεται στις αίθουσες συναυλιών.
Πόσο ευχαριστημένος θα ήταν σήμερα ο Brahms αν ήξερε ότι το αριστούργημα του δεν υπολείπεται σε δημοφιλία του έργου του ινδάλματός του, του κονσέρτου για βιολί του Beethoven.
Το άνοιγμα του κονσέρτου είναι εντελώς απρόβλεπτο. Είναι γεμάτο μουσικές ιδέες που διακόπτονται, αλλάζουν, με άλλα λόγια δεν ολοκληρώνονται. Ενώ περιμένεις ότι αυτή η αρμονία θα παραμείνει, θα αναπτυχθεί όπως άλλωστε συνηθίζονταν, αλλάζει σε εντελώς διαφορετική μελωδία, σε εντελώς διαφορετικό χρώμα από την ορχήστρα. Παρουσιάζεται ένας κόσμος μουσικών ιδεών που συνεχώς αλλάζουν σε ρυθμό, μελωδία, χαρακτήρα, ισορροπούν μεταξύ τους ή ακόμα και σε ορισμένες στιγμές αντιφάσκουν. Η ανάπτυξη μιας μουσικής ιδέας δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της επόμενης.
Συγκεκριμένα και με το cd να γυρίζει, η μουσική αρχίζει ήπια με μια απαλή μουσική ιδέα που περιμένεις να αναπτυχθεί σε μελωδία αλλά μετά 0.15´ αλλάζει με το oboe να απαντά υπαινισσόμενο βιεννέζικο βαλς(
;) για ακόμη 0.10-0.15´ ώσπου να μπει όλη η ορχήστρα.
Τώρα ο μουσικός χαρακτήρας, το χρώμα και ο ρυθμός αλλάζουν. Το επιθετικό θέμα των εγχόρδων που διαρκεί πάλι 0.15´ κάνει την μουσική να αφήνει μια Μπετοβενική υπόμνηση. Αμέσως όμως μετά η μουσική πάλι μεταστρέφεται, με την μεγαλοπρεπή και εορταστική είσοδο όλης της ορχήστρας. Για 0.30´ η ορχήστρα με όλα τα πνευστά και τα τύμπανα ηχεί σαν να θέλει να ακουστεί σε όλη την πόλη.
Συνολικά σε 1 λεπτό και κάτι έχουμε ένα πλήθος αλλαγών του ρυθμού και του χαρακτήρα της μουσικής, που αποτελούν σημάδι του εκφραστικού πλούτου των μουσικών ιδεών που πρόκειται να παρουσιασθούν. (
1ο μουσικό θέμα)
2ο μουσικό θέμα.
Μετά από την έκρηξη της ορχήστρας, 1.10´ μετά την έναρξη, ακολουθεί το δεύτερο πιο μελαγχολικό μουσικό θέμα που εισάγεται από το όμποε και το κόρνο. Το θέμα αυτό διαρκεί περίπου 1.05´ και φτάνοντας στο τέλος η μουσική φαίνεται να σβήνει. Τότε ξαφνικά στο 2.15´ δοξαριές των εγχόρδων μας ξυπνούν απότομα από το όνειρο με ένα καινούργιο θέμα. Παρουσιάζουν μια νέα εικόνα αλλά και μια νέα ενορχήστρωση. Η ενορχήστρωση μοιάζει περισσότερο με μουσική δωματίου παρά με ορχηστική μουσική. Μοιάζει με την μουσική από τα τελευταία κουαρτέτα του Beethoven ίσως την μουσική από την μεγάλη φούγκα. Το μουσικό αυτό θέμα δημιουργεί την απαραίτητη ένταση για την εισαγωγή επί τέλους αυτού που περιμένει το κοινό δηλαδή του σολίστα.
Στην αρχή φαίνεται ότι το βιολί εισάγει μια καινούργια μελωδία αλλά πρόκειται για μια λαμπρή δύσκολα αναγνωρίσιμη (μόνο αν ακούσεις την μια και αμέσως μετά την άλλη) παραλλαγή του αρχικού θέματος. Η ορχήστρα παρεμβαίνει με το δεύτερο μπετοβενικής υπόμνησης θέμα μη αφήνοντας το βιολί να ολοκληρώσει την μελωδία.
Ο σολίστας επαναλαμβάνει και διακοσμεί την μουσική που ακούστηκε αλλά μόλις μετά από 4.45´ από την έναρξη εκπληρώνεται η υπόσχεση. Ακούγεται η πρώτη ολοκληρωμένη μελωδία. Αυτή που μπορούμε να τραγουδήσουμε, αυτή που περιμέναμε από την αρχή.
Μετά από αυτό αφήνω το ρολόι μια και δεν μπορώ να συνεχίσω. O μοναδικός άλλωστε λόγος μιας τέτοιας προσέγγισης, είναι ότι εκτός του να αισθάνομαι μου αρέσει και να καταλαβαίνω. Ένα παραθυράκι στην μουσική σκέψη του συνθέτη μου προσφέρει μεγαλύτερη απόλαυση στα έργα που αγαπώ ή που πρόκειται να αγαπήσω.
Προς το τέλος του πρώτου μέρους παίζεται η κατέντσα. Ο Brahms άφησε αυτή την σελίδα λευκή. Αποτελεί ίσως το τελευταίο κονσέρτο με λευκή σελίδα στο μέρος της κατέντσα, μια και η πρωτοβουλία για την σύνθεσή της αφήνονταν στην διάθεση του εκάστοτε ερμηνευτή. Η πρώτη κατέντσα γράφτηκε από το Joachim. Αυτήν νομίζω εκτελεί ο David Oistrach με τον Otto Klemperer να διευθύνει την Orchstre National de la Radiodiffusion Francaise (βινύλιο ΕΜΙ). Εκτός από Joachim κατέντσες υπάρχουν από τον Busoni, Enescu, Kreisler Milstein, Heifetz, Joshua Bell.
Στην εγγραφή του Heifetz με την συμφωνική του Σικάγο και διευθυντή τον Reiner ακούγεται η κατέντσα του Heifetz που προβάλλει στο έπακρο την δεξιοτεχνία του σολίστα.(τέσσερα βινύλια 45 στροφών επανατύπωση RCA δίσκοι τυπωμένοι μόνο από την μια πλευρά).
Η κατέντσα που άρεσε περισσότερο σε μένα και τον geovar, είναι αυτή του Milstein από τον δίσκο που παρουσίασε. Μεταξύ των ηχογραφήσεων που ακούσαμε η ευγένεια του Milstein ήταν αυτή που μας κέρδισε. Μας έλειψαν βέβαια τόσο ο Menuhin όσο και ο Szeryng.
Το πρώτο μέρος τελειώνει με την ορχήστρα να επιστρέφει στο αιθέριο θέμα της έναρξης.
Το όμποε στην αρχή του δεύτερου μέρους παίζει μια από τις πιο λυρικές και εκφραστικές συνθέσεις του Brahms εμπνευσμένη από το γερμανική λαϊκή μουσική, από το δάσος, από το χωριό. Στα adagio συνήθως χρησιμοποιούνται έγχορδα. Αντίθετα εδώ το όμποε, που συνοδεύεται από τον ήπιο ήχο μόνο πνευστών, προετοιμάζει την είσοδο του βιολιού. Κρίμα για τον Pablo de Sarasate που έχασε την ευκαιρία να μετατρέψει την λιτή μελωδία του όμποε σε γοητευτικές βιολιστικές ραψωδίες, αφού δεν μπορούσε να περιμένει με το βιολί στα χέρια μέχρι να τελειώσει το όμποε. Που είναι «ο στεγνός Johannes» μεγάλε Wagner
;.
Στο τελευταίο μέρος ο Brahms επιστρέφει στην αγάπη του για τις τσιγγάνικες μελωδίες. Το μέρος αυτό αποτελεί μια έντονη μια σχεδόν άγρια επίδειξη των δυνατοτήτων του βιολιού. Το έργο τελειώνει με την ουγγρική μελωδία να γίνεται όλο και πιο γρήγορη. Άλλωστε το έργο είναι αφιερωμένο στον φίλο του Joachim.
Η τσιγγάνικη μουσική, η μπαλαλάικα, το βουκολικό τραγούδι, η μεγάλη φούγκα, το βιεννέζικο βαλς δεν είναι μουσικές που πραγματικά ακούγονται. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι όλα αποτελούν ιδέες με τις οποίες παίζει, ότι όλα αυτά υπονοούνται. Στοιχεία που συνεχώς τα διασπά και τα ανασυνθέτει με διαφορετική σειρά, τα αναδιατάσσει, τα ανακατεύει.
Αυτός είναι o Brahms του λαμπρού αυτού κονσέρτου για βιολί, αυτός είναι ο απρόβλεπτος Brahms, ο λυρικός Brahms που δεν χρειάζεται να έχεις ξανακούσει για να σε μαγέψει.
Στο cd που ταλαιπώρησα, βιολί παίζει ο Victor Tretiakov με την State Academy Symphony Orchestra of the USSR υπό την διεύθυνση του Yuri Termikanov. Από τις καλύτερες ερμηνείες που ακούσαμε αν και αδικείται από την εγγραφή που προβάλλει υπέρμετρα το βιολί σε σχέση με την ορχήστρα.
Λοιπόν Γιώργο και παρέα στο σπίτι και με Brahms.