- 17 June 2006
- 14,350
Franz Schubert: Η Ωραία Μυλωνού
Ενας νεαρός οδοιπόρος ταξιδεύει να γνωρίσει τον κόσμο. Ακολουθεί ένα ρυάκι το οποίο είναι ο οδηγός και βαθμιαία γίνεται και εξομολόγος του. Περπατώντας περίπου μαγεμένος από τη φύση, τις οσμές, τα χρώματα, φτάνει σ ένα Μύλο. Πιάνει δουλειά στο Μύλο σαν μαθητευόμενος παραγυιός και …ερωτεύεται την κόρη του Μυλωνά. Αυτή, στην αρχή, του δείχνει την ευμένειά της. Σκορδόπιστη όμως καθώς είναι, σύντομα την ξελογιάζει ένας κυνηγός. Ο νεαρός, τρελός από θλίψη, πέφτει και πνίγεται στο ρυάκι. Αυτή είναι, με αδρές γραμμές, η ‘υπόθεση’ του Κύκλου Ποιημάτων του Wilhelm Muller. Ενας κυνικός θα μπορούσε εύκολα να τη χαρακτηρίσει φτηνό ρομάντζο. H Τέχνη, όμως, δεν είναι πάντα το Μήνυμα. Είναι και η Αίσθηση. Το θέμα δεν είναι Τι λένε αυτά τα ποιήματα του Muller. Το θέμα είναι Πώς το λένε. Το έργο θεωρείται εμβληματικό με την έννοια ότι συμπυκνώνει και συνοψίζει στους κόλπους του περίπου ολόκληρο το εύρος φάσματος των εμμονών που εκφράστηκαν μέσα από το Γερμανικό ποιητικό ρομαντικό ολοκαύτωμα. Τη λαμπρή αυτή στιγμή του Πολιτισμού που μας έδωσε μορφές σαν τον Xαίλντερλιν, τον Σίλλερ, τον Νοβάλις και τον von Kleist. Οι μελετητές παρατηρούν ότι η Ωραία Μυλωνού έχει δύο μέρη: στο πρώτο κυριαρχεί η χαρά της ζωής, το σφρίγος, η ελπίδα. Στη συνέχεια, σύννεφα μαζεύονται και το τοπίο αρχίζει να σκοτεινιάζει. Η μελαγχολία σαβανώνει τα πάντα και εκρήγνυται μέσα από μια κλιμάκωση βίας που σου κόβει την ανάσα. Μιάς βίας που δεν στρέφεται πάνω στα εξωτερικά γενεσιουργά αίτια που την προκάλεσαν: γυρίζει προς τα μέσα, στο ίδιο υποκείμενο από το οποίο εκπορεύεται, ξεσπάει πάνω του και το καταστρέφει. Ακόμη και κάποιος που δεν ξέρει Γερμανικά μπορεί να διακρίνει την ένταση που βησσοδομεί μέσα σ αυτούς τους στίχους, τα τρομαχτικά συγκινησιακά κοντράστ που τους άγουν και τους φέρουν όπως ο άνεμος παρασέρνει τα σκόρπια φύλλα. Ο λυρισμός στη Γερμανική ρομαντική ποίηση θυμίζει γυμνό νεύρο: ένα νεύρο ζωντανό που πάλλεται και σκιρτά ακόμα και στην υποψία ερεθίσματος. Κι όταν η άψογη στιχουργική πλαστικότητά της συνδυάζεται με τη μουσική του Franz Schubert το αποτέλεσμα περνάει στην αιωνιότητα σαν ένα από εκείνα τα μνημειακά παγωμένα πλάνα αναφοράς της κουλτούρας της ανθρώπινης ράτσας, στα οποία το συλλογικό υποσυνείδητο θα επιστρέφει πάντα. Ξανά και ξανά.
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν τα μέρη του πιάνου το οποίο διακρίνεται από μια σχεδόν διαβολική τολμηρότητα και ανα πάσα στιγμή δεν ντρέπεται να δείξει τη Συμφωνική καταγωγή του με ένα ευρύ φάσμα τονικότητας και άπειρα ορχηστρικά εφφέ. Λαμπρύνει το όλο αποτέλεσμα και δεν είναι να απορείς που τα Lieder του Schubert σαγήνευσαν τόσο πολύ τον Liszt ώστε μετέγραψε κάποια από αυτά: είναι ταμάμ για τα χέρια ενός δεξιοτέχνη τσιρκολάνου σαν το μεγάλο Ούγγρο.
Ο ποιητής Wilhelm Muller (1794-1827) ήταν γυιός ενός ταπεινού παπουτσή από το Dessau. Σπούδασε ιδίοις εξόδοις Φιλολογία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Πέρα από τα ποιήματα που απαρτίζουν τον Κύκλο ‘Η Ωραία Μυλωνού’ έγραψε επίσης το Χειμωνιάτικο Ταξίδι -Die Winterreise - που ο Schubert επίσης μελοποίησε. Tα δύο έργα θεωρούνται ανάμεσα στα σημαντικότερα του 19ου αιώνα. Ο Muller είναι γνωστός στα Γερμανικά Γράμματα με το παρατσούκλι ‘Ελληνας Μύλλερ’: ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ‘ελληνικής υπόθεσης’, της εξέγερσης ενάντια στον Τουρκικό ζυγό.
Ανήκε στη γενιά εκείνη από ευπατρίδες που κατατάχτηκαν εθελοντές στον Πρωσικό στρατό για να πολεμήσουν το Βοναπάρτη, πράγμα το οποίο έκανε στα πεδία του Bautzen και του Lutzen. Το 1827, σ ένα ταξίδι του, επισκέφτηκε κάτι φίλους. Αυτοί, για να υποδεχθούν και να τιμήσουν τον ‘Ελληνα’, κρέμασαν έξω από το σπίτι τους, σ έναν ιστό, το σύμβολο της ελληνικής επανάστασης: μιά σημαία μ ένα μαύρο σταυρό σε γαλανόλευκο φόντο. Το βράδυ, μια καταιγίδα ‘ξέπλυνε’ τα χρώματα της σημαίας και άφησε μόνο το μαύρο σταυρό. Αυτό θεωρήθηκε κακό προμήνυμα γιατί στις Γερμανικές λαϊκές δοξασίες σήμαινε Θάνατο στο Σπίτι.
Ο ‘Ελληνας’ πέθανε από εγκεφαλικό επισόδειο λίγες μόλις μέρες μετά, με το που γύρισε στο σπίτι του. Ηταν 33 ετών.