Έχει ήδη εντυπωσιαστεί από τα έργα του Στραβίνσκυ και του Προκόφιεφ, αλλά τώρα, με τη βοήθεια του πιο στενού του φίλου, του μουσικολόγου Ιβάν Σολερτίνσκυ, ολοκληρώνει τη δεκαετή, σε βάθος σπουδή της μουσικής του Γκούσταβ Μάλερ, του συνθέτη που θα αποτελέσει έκτοτε μια από τις βασικότερες επιρροές του. Ο Μπέρναρντ Χάιτινγκ έλεγε, πως σε μια επίσκεψη του στο σπίτι του Σοστακόβιτς μετά το θάνατο του, του έκανε εντύπωση πως στο γραφείο του υπήρχαν δύο προτομές: του Μπετόβεν και του Μάλερ.
Η συμφωνία είναι σε τρία μέρη, με το πρώτο και το τρίτο σημαντικά μεγαλύτερα σε διάρκεια (τουλάχιστον 25 λεπτά), να εξισορροπούν γύρω από ένα σύντομο (λιγότερο από 10 λεπτά) δεύτερο. Από πλευράς ενορχήστρωσης είναι ένα ολόκληρο εργοστάσιο με την ορχήστρα σε πλήρη απαρτία, όπου ειδικά στα ξύλινα πνευστά και στα κρουστά θαρρείς πως έχει γίνει καθολική επιστράτευση.
Το πρώτο μέρος ξεκινά με ένα αποφασιστικό, μηχανιστικό εμβατήριο από τα πνευστά, τα κύμβαλα και το ξυλόφωνο, όπου καθώς αναπτύσσεται, με ρωμαλέο χτύπημα στα τύμπανα και την είσοδο των εγχόρδων, νιώθεις πως σε ξεκολλά από τη θέση σου και σε παίρνει μαζί του. Ένα μουσικό ρεύμα άφιλο, όπου πριν προλάβει η διάνοια να χλευάσει τη βραδύνοια του, το σώμα υποτάσσεται στο ρυθμό του και το συναίσθημα διαταράσσεται από την απειλητική του κατηγορηματικότητα. Το μέρος εξελίσσεται μέσα από διαλυτικές κορυφώσεις μεγάλης έντασης και αριστοτεχνική εναλλαγή του εστιακού βάθους μεταξύ ενός τεράστιου και άγριου συμφωνικού πανοράματος και λυρικών ή μελαγχολικών και χιουμοριστικών η σαρκαστικών επεισοδίων λεπτής υφής. Τα τελευταία, αναπτύσσονται από ολιγομελείς ομάδες οργάνων με τη λεπτομέρεια και τη διακριτικότητα μουσικής δωματίου. Υπάρχουν σημεία που η μουσική καταπλακώνει τον ακροατή σα χιονοστιβάδα για να δώσει τη θέση της σε αποσπάσματα ερμητικής εσωτερικότητας (όπου ακούγεται π.χ. μόνο η μελαγχολική βραχνάδα ενός φαγκότου πάνω από το βαρύθυμο βηματισμό των μπάσων εγχόρδων). Σε αυτό το κλίμα δεσπόζουσα θέση έχει το φουγκάτο προς το τέλος του πρώτου μέρους, όπου τα έγχορδα παίζουν με δαιμονιώδη ταχύτητα, σα να έχουν μετατραπεί σε ένα pulsar φοβερού άγχους. Το πρώτο μέρος σβήνει με μια αινιγματικά δυσοίωνη ανακεφαλαίωση του μηχανιστικού εμβατηρίου ελαφρά αλλοιωμένου από τα μπάσα ξύλινα πνευστά, με συνοδεία των μπάσων εγχόρδων και υπόκωφων χτυπημάτων από τα τύμπανα, ενώ προστίθεται επικρεμάμενο το αγγλικό κόρνο που επιμένει συγκοπτικά, παρά τις ριπές των κλαρινέτων και των άρπεων. Η μουσική καταδύεται στο σκοτεινό υπόστρωμα του γκονγκ και των εγχόρδων.
Το δεύτερο μέρος είναι ένα ιντερμέτζο σε ύφος λαίντλερ (πρόγονος του βαλς), ευθεία αναφορά στον Μάλερ. Το πρώτο χορευτικό θέμα λειτουργεί ως αντιπερισπασμός στην υπόκωφη ένταση που παρέδωσε το πρώτο μέρος. Το δεύτερο χορευτικό θέμα, που εμφανίζεται αργότερα, είναι ονειρικό, σχεδόν εξαϋλωμένο. Το μέρος εξελίσσεται με τη διαπλοκή αυτών των δύο θεμάτων, όπου αναπτύσσονται συχνά υψηλές θερμοκρασίες και τελειώνει με μια δυνατή και άγρια ανάπτυξη του δεύτερου θέματος που σβήνει ραγδαία και εμφανίζεται ξανά το πρώτο θέμα, αυτή τη φορά όμως ψιθυριστό, σχεδόν στοιχειωμένο, αίσθηση που ενισχύεται από τους παράξενους παλμούς του συνδυασμού του τυμπάνου με τα ξύλα και τις καστανιέτες.
Το τρίτο μέρος ξεκινά με μια, υποβλητική υπενθύμιση πάλι του Μάλερ. Ένα αργό, πένθιμο εμβατήριο, που εδώ ισορροπεί ασταθώς μεταξύ της μελαγχολίας, της οδύνης και του σαρκασμού. Η ανάπτυξη αυτού του εμβατηρίου για μένα είναι από τα πιο συναρπαστικά τμήματα της τέταρτης συμφωνίας. Στη συνέχεια το κλίμα αλλάζει μετά από μια αριστοτεχνική παρεμβολή των κλαρινέτων και των φλάουτων και η μουσική μεταβαίνει σε μια μακροσκελή ακολουθία επεισοδίων με γοργό βηματισμό και μεγάλο εύρος συναισθηματικής και υφολογικής κλίμακας. Ένταση, πείσμα, πανηγύρι, μικροί θρίαμβοι που διακόπτονται από σκοτεινές ριπές, χιούμορ, ειρωνεία, διασκέδαση και ψυχαγωγία με απλά γκάλοπ και τετριμμένα βαλσάκια. Στα δύο τρίτα του δρόμου όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Με τα άγρια χτυπήματα των έξι(!) τυμπάνων ενσκύπτει ένα τρομακτικό μουσικό τσουνάμι, που όμοιο του δεν έχει ξαναγραφτεί. Ο χώρος σαρώνεται από κύματα των χάλκινων και των κρουστών, τα τρομπόνια και οι τρομπέτες ισοπεδώνουν τα πάντα, ενώ τα κόρνα και οι τούμπες θαρρείς πως συντονίζουν την καταστροφή μεταφέροντας ένα φριχτό μήνυμα. Είναι τρομερό πως η πάλλονται αυτοί οι τεράστιοι ηχητικοί όγκοι, έρχονται και οπισθοχωρούν κατά κύματα, αγγίζοντας τις υψηλότερες στάθμες που μπορεί να παίξει μια συμφωνική ορχήστρα. Κάποια στιγμή υποχωρούν, για να επιστρέψουν με μεγαλύτερη σφοδρότητα σε ένα φριχτό φορτίσιμο με κύμβαλα και γκογκ, για να ξεκινήσει, με προεξάρχουσες τις τρομπέτες, ένας φοβερός, επίμονος θρήνος (παραλλαγή του πένθιμου εμβατηρίου), ενώ κόρνα και τρομπόνια παίζουν ξανά το πένθιμο εμβατήριο με το οποίο ξεκίνησε το μέρος, αυτή τη φορά όμως με μια ανατριχιαστική σοβαρότητα. Στην ερημιά που απομένει όταν υποχωρεί όλο αυτό, δεσπόζει ο υπόκωφος βηματισμός των μπάσων εγχόρδων, που ενισχύεται από σποραδικά χαμηλά ρολαρίσματα των τυμπάνων. Σε αυτό το σκοτεινό καμβά, ξεχωρίζουν ψίθυροι ερμητικού αναστοχασμού και λυρισμού, που οδηγούν τη συμφωνία σε διαρκή εξασθένηση με παράλληλη αύξηση της συναισθηματικής πυκνότητας και βάρους, μέχρι το αλλόκοτο σβήσιμο της με τις άρπες, τα τσελέστα και το γκλόκενσπιλ.
Ο οδικός χάρτης του νέου ακροατή σ’ αυτό το περίπλοκο και παράξενο μουσικό σύμπαν, πρέπει να κάνει ένα πράγμα απολύτως σαφές: Η μουσική έχει κατεύθυνση. Ξεκινά από κάπου και καταλήγει κάπου αλλού, είναι μια διαρκής πορεία κάθε σημείο της οποίας συνδέεται με τα πριν και τα μετά, δεν είναι ένα απλό κολάζ ήχων, κάτι που γίνεται πασιφανές, στο τρίτο μέρος. Αυτό που την καθιστά μοναδική όμως, είναι η πολυεστιακή της ικανότητα, που καλύπτει την κοινωνική και ιστορική κλίμακα, αλλά και το άτομο ως μέρος ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου και συχνά αλλότριου κόσμου.