Βασίλης Τσιτσάνης «1936-1940, όλες οι προπολεμικές ηχογραφήσεις»
(All the pre-war recordings) - 5cd - JSPRecords, 2008
(All the pre-war recordings) - 5cd - JSPRecords, 2008
Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι αδιαμφισβήτητα ο σπουδαιότερος από τους δημιουργούς της λαϊκής μας μουσικής. Στα μέσα της δεκαετίας του ʽ30, ο εικοσάχρονος Τσιτσάνης κατεβαίνει από τα Τρίκαλα στην Αθήνα για να σπουδάσει δικηγόρος. Ήδη οι πρώτοι δίσκοι με μπουζούκι έχουν ηχογραφηθεί και η πειραιώτικη «τετράς η ξακουστή» με «ηγέτη» τον Μάρκο κάνει πάταγο, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα στις προτιμήσεις των μερακλήδων τον σμυρνέϊκο ήχο των «σαντουρόβιολων». Με τη βοήθεια του τότε γνωστού τραγουδιστή δημοτικών Δημήτρη Περδικόπουλου, ο Τσιτσάνης ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια και προκαλεί αίσθηση. Το δικό του ύφος, ως συνθέτης και οργανοπαίκτης, είναι κάτι εντελώς καινούριο από την πειραιώτικη σχολή που έχει ήδη καθιερωθεί.
OCharlesHoward, λάτρης του ρεμπέτικου επιμελήθηκε αυτή την ωραία συλλογή της Αγγλικής δισκογραφικής εταιρείας JSP που αποτελείται από 5cd και περιλαμβάνει όλες τις ηχογραφήσεις (101 συνολικά) του Βασίλη Τσιτσάνη κατά την προπολεμική περίοδο, από το 1936 έως το 1940, επεξεργασμένες ψηφιακά με εξαιρετικό για τα δεδομένα ήχο. Τα τραγούδια είναι ταξινομημένα χρονολογικά από το πρώτο που ηχογράφησε ποτέ, το «Σʼεναν τεκέ σκαρώσανε» μέχρι το συγκλονιστικά σπαρακτικό «Μʼέναν πικρό αναστεναγμό», που σφραγίζει το τέλος μιας εποχής, ηχογραφημένο στις 27-10-1940. Είναι ίσως και το τελευταίο τραγούδι που ηχογραφήθηκε στην Ελλάδα πριν από τον πόλεμο. Την επόμενη μέρα ο Τσιτσάνης (και όχι μόνο αυτός) έπαιρνε το τραίνο για το μέτωπο…
Στα πέντε cd της συλλογής παρελαύνουν πολλές μεγάλες μορφές της αυθεντικής εποχής του ρεμπέτικου, καθώς ο «βλάχος» έγινε από την πρώτη στιγμή περιζήτητος. Ο Μάρκος, ο καταπληκτικός Απόστολος Χατζηχρήστος, ο κορυφαίος μας λαϊκός τραγουδιστής -επιτρέψτε μου- όλων των εποχών, Στράτος Παγιουμτζής που ήταν και ο βασικότερος ερμηνευτής του Τσιτσάνη προπολεμικά, ο μεγάλος μουσικός Σπύρος Περιστέρης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Νταίζη Σταυροπούλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, ο Μ.Χιώτης και άλλοι.
Στην συλλογή αυτή λοιπόν συναντάμε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του Τσιτσάνη. Πολλά εκ των οποίων είναι ιδαίτερα γνωστά ακόμα και σήμερα («Αρχόντισσα», «Φάνταζες σαν πριγκηπέσα», «Να γιατί γυρνώ», ή το ονειρικό «Η μάγισσα της αραπιάς») . Η θεματολογία είναι κυρίως ερωτική, αλλά δεν λείπουν και τα σχόλια του Τσιτσάνη για την «καλή κοινωνία» («Ο Τσιτσάνης στο Μόντε Κάρλο») ή τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή («Σε φίνο ακρογιάλι», «Μια βίλα εγώ θα σούʼχτιζα»). Μπρος στα μάτια μας αναπαρίστανται εικόνες από μέρη που έχουν αλλάξει δραματικά, ή δεν υπάρχουν πιά («Να πάμε για τη Βούλα», «Πασαλιμάνι», «Τα Παντρεμενάδικα»). Πάρα πολλά τα όμορφα τραγούδια. Σημείο αναφοράς αποτελούν και τα ορχηστρικά «Ατελείωτο», «Ταταυλιανό» και «Σέρβικο». Προσωπικά, και έχοντας μια έστω ερασιτεχνικότατη γνώση μπουζουκιού και μπαγλαμά, θεωρώ το παίξιμο του Τσιτσάνη κυριολεκτικά άπιαστο ή …ατελείωτο (όπως διάλεξε να ονομάσει το καταπληκτικό σόλο του).
Στην πρώτη αυτή περίοδο του, ζυμώνονται τα υλικά που αργότερα θα οδηγήσουν στην πραγματικά χρυσή εποχή, που θα έρθει μετά την κατοχή, όπου και θα καθιερωθεί ο Τσιτσάνης ως ο κορυφαίος λαϊκός δημιουργός. Την μετά τον πόλεμο εποχή σημάδεψαν ανεξίτηλα με τις ερμηνείες τους η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ο Σταύρος Τζουανάκος και πολλοί άλλοι που, συχνά ήταν ανακαλύψεις του ίδιου του Τσιτσάνη, ή εξελίχθηκαν στα χέρια του. Με δημιουργίες που, όχι άδικα - και φορτισμένες από τις δύσκολες συνθήκες της κατοχής και του εμφυλίου - εδραιώθηκαν ως εθνικοί ύμνοι, καθώς ο Τσιτσάνης ήταν πραγματικά αστείρευτος. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην δισεκατομμύρια ακουσμένη και ταλαιπωρημένη πια Συννεφιασμένη Κυριακή…
Με την ευκαιρία θέλω να πω και κάτι ακόμα: έχει καταντήσει αρρώστια η μανία της «κιμαδοποίησης» του λαϊκού τραγουδιού - και εννοώ την συνεχή επανάληψη των ίδιων και των ίδιων τραγουδιών «σουξέ» (πολλές φορές σε κάκιστη εκτέλεση) που, από τη μια μας προκαλεί εμμετό (πχ με μια παραπάνω ακρόαση του «Μπαξέ Τσιφλίκι», το οποίο το έχει πει η σάρα και η μάρα και, παρεπιμπτώντος ο αρχικός τίτλος του είναι «Χατζη-μπαξές» και η πρώτη ηχογράφηση του 1946, με τον Παγιουμτζή σε αργό, ανθρώπινο χασάπικο ρυθμό είναι κάτι παραπάνω από απολαυστική) και από την άλλη, αυτή η επανάληψη 20-30 τραγουδιών αφήνει στην αφάνεια όλο τον θησαυρό του λαϊκού μας τραγουδιού και το πραγματικό έργο που άφησαν πίσω τους αυτοί οι άνθρωποι… Κλείνει η παρένθεση.
Η ακμή της δημιουργικότητας του Τσιτσάνη θα κρατήσει μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 50 - αρχές 60, λίγο μετά τις ηχογραφήσεις του με τον Μπιθικώτση και τις πρώτες επιτυχίες του με τον Καζαντζίδη (αν και δεν θα βρεθεί ποτέ του στην πλήρη αφάνεια, κάτι που βίωσαν με πολύ σκληρό τρόπο σχεδόν όλοι από τους δημιουργούς του ρεμπέτικου), όπου και το ελληνικό τραγούδι έχει ήδη αρχίσει να διαβρώνεται και να ευτελίζεται από διάφορους «συνθέτες» που εισήγαγαν τα λεγόμενα ινδοαραβικά (που ήταν «ξεσηκωμένα» αυτούσια τραγούδια από χώρες της ανατολής που τους φόραγαν ελληνικά στιχάκια), παρουσιάζοντας τα ώς δικές τους δημιουργίες (κάτι που έγινε και με πάμπολλα παλαιά ρεμπέτικα που οι τότε καινούριοι τα έβγαζαν στο δικό τους όνομα, και μάλιστα σχεδόν πάντα βάναυσα κακοποιημένα και χωρίς να δίνουν ούτε δραχμή στους δικαιούχους). Παράλληλα, το κουραστικό αχ βαχ για τα καραβάνια της ξενητειάς, δεδομένου του ότι τα κέρδη των εταιρειών και των μαγαζιών άρχισαν να γίνονται μεγάλα, αλλά και ο κινηματογράφος που είχε ανάγκη για «τραγούδια κατά παραγγελία», συντέλεσαν στο να καταντήσει το τραγούδι τυποποιημένο προϊόν, παρά το γεγονός πως πάντα υπήρχαν εξαιρέσεις. Επίσης, ως καινοτομία της τότε εποχής (αρχές 60) εισέβαλλαν στο λαϊκό ήχο ηλεκτρικά όργανα (ντραμς, μπάσο, κιθάρες, αρμόνιο), κάτι που εκ πρώτης όψεως δεν θα έπρεπε να θεωρείται κακό, η αλόγιστη χρήση τους όμως, αντί να φέρει την εξέλιξη, αλλοίωσε ισοπεδωτικά και ουσιαστικά εξαφάνισε τον γνήσιο ήχο της λαϊκής μουσικής μας. Προσωπικά πιστεύω πως η ρίζα του κακού για το Ελληνικό τραγούδι βρίσκεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, ακριβώς σε εκείνη την περίοδο, όπου η ευκολία άρχισε να γίνεται συνήθεια και το λαϊκό τραγούδι έγινε ένα ατελείωτο «ντιριντάχτα»… Σε αυτό τον κυκεώνα έπεσε βέβαια και ο Βασίλης Τσιτσάνης και η τελευταία του περίοδος, όπου αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για τα τραγούδια του από τα τέλη της δεκαετίας του 60, ως και το θάνατό του στις 18-1-1984 (ανήμερα των γενεθλίων του), παρότι έχει να παρουσιάσει κάποια ενδιαφέροντα τραγούδια, είναι αδύνατο να σταθεί δίπλα στο λαμπρό παρελθόν… Δυστυχώς όμως, για λόγους που προανάφερα, πολλοί (κυρίως νέοι, αλλά όχι μόνο) ξέρουν τον Τσιτσάνη από το «Γερακίνας γιός» και το «Βαπόρι απʼτην Περσία», τραγούδια που αν μου ζητούσαν να τα κατατάξω σε μια υποθετική κλίμακα ποιοτικής μέτρησης της μουσικής του Τσιτσάνη θα τα τοποθετούσα πολύ, μα πολύ χαμηλά…
Για όποιον θα ήθελε να γευτεί λοιπόν μια ωραία φρέσκια γοπίτσα με ουζάκι «μια νύχτα στο Πασαλιμάνι» (στην φαντασία μας πια, διότι τώρα το Πασαλιμάνι πλέον έχει χρηστικότητα μόνο για πανηγυρισμούς φιλάθλών έπειτα από νίκες του Ολυμπιακού), εν ολίγοις για όποιον νοσταλγό μιας άλλης εποχής, η συλλογή αυτή των 5cd (που κοστίζει κάτι λίγο παραπάνω από ένα απλό cd) είναι μια πολύ ωραία πρόταση.
Μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να γνωρίσει κανείς τον Τσιτσάνη «ατόφιο».
Στην υγειά σας!
Βιβλιογραφία για τον Τσιτσάνη:
1. Βασίλης Τσιτσάνης «Η ζωή μου, το έργο μου» - Κώστα Χατζηδουλή, εκδόσεις Νεφέλη
2. Άπαντα, Βασίλης Τσιτσάνης - επιμέλεια: Θεόφιλος Αναστασίου, εκδόσεις Λαϊκό Τραγούδι
3. Β.Τσιτσάνης, η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού - Σώτος Αλεξίου, εκδόσεις Καστανιώτη
4. Ο ξακουστός Βασίλης Τσιτσάνης - Σώτος Αλεξίου, εκδόσεις Κοχλίας.
5. Αρχόντισσα, η ιστορία μιας ζωής - Κώστας Χατζηδουλής, εκδόσεις Gramma
Last edited: