Θανάσης Παπακωνσταντίνου : «Ο Σαμάνος»
με τον Διονύση Σαββόπουλο
Ο Φορτίνο Σαμάνο στέκει ατάραχος απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα, καπνίζοντας το στερνό του τσιγάρο… Από την φωτογραφία αυτή εμπνέεται ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και δημιουργεί ένα υπέροχο τραγούδι με λάτιν χροιά, αμέριμνο και χαλαρό όπως ο Φορτίνο μπροστά στο θάνατο, που απογειώνεται πραγματικά από την «αθώα» ερμηνεία του Διονύση Σαββόπουλου.
Ανοίγοντας το ένθετο του cd, ξετυλίγεται σαν μια παλιά κιτρινισμένη εφημερίδα, οπού οι στίχοι των τραγουδιών αναγράφονται ως ειδήσεις και στο πρωτοσέλιδο -σίγουρα όχι τυχαία- ο Φορτίνο Σαμάνο.
Ωστόσο, το άλμπουμ ξεκινά με τον μεθυστικό χορό που μας ταξιδεύει μέχρι το Ασπρομόντε της Κάτω Ιταλίας: «…Αν πλησιάσεις θα τους δεις, μαέστροι αποθαμένοι. Πίνουν ομίχλη για κρασί, σου μοιάζουν μεθυσμένοι».
Ακολουθεί το «Αυτό», που θα μπορούσε να είναι και… «εαυτό». «…αυτό που σαν σκόνη αιωρείται στο φως, αυτό που διαλέγει τις μέρες που θα’ρθουνε, που την ίδια ώρα είναι φίλος κι εχθρός» ή «αυτό που δροσίζεται από την αύρα του σύμπαντος, που κοιμάται σαν γέρος και ξυπνάει σαν παιδί»
Το «Ζεϊμπέκικο της Κυριακής», αν και συμπαθητικό, μοιάζει σκαρωμένο χιτάκι. Ενδιαφέρουσα η χρήση των πνευστών υπό τις οδηγίες του Νίκου Κυπουργού. Ίσως η μοναδική φορά στο άλμπουμ που θα ήθελα να τραγουδάει ο Θανάσης. Το «παράξενο» στον «Σαμάνο» γενικά είναι πως δεν μου «λείπει» η φωνή του Θανάση, εν αντιθέσει με τους παλαιότερους δίσκους όπου οι κατά περίπτωση επιλογές άλλων τραγουδιστών αντί της “αρχέγονης” ερμηνείας του ίδιου του Θανάση με ξένιζαν. Εδώ, λοιπόν, η παρουσία του Διονύση είναι στα περισσότερα κομμάτια καταλυτική. Και παρά το ότι η φωνή του Σαββόπουλου είναι τόσο χαρακτηριστική και κυρίαρχη, δεν χάνεται ουσιαστικά ποτέ η αίσθηση ότι ακούς δίσκο του Παπακωνσταντίνου.
Οι δυο διασκευές στα «Ορυχεία» και «Sara» θα μπορούσαν να λείπουν, ωστόσο η μεγάλες ενορχηστρωτικές αλλαγές (κυρίως στο πρώτο), αλλά και η απόδοσή τους από το Νιόνιο δικαιολογεί κάπως την ύπαρξή τους.
Το «Σαν αστραπή» είναι μια άλλη μελοποιημένη εκδοχή των στίχων που ακούγονται ως απαγγελία στην εισαγωγή της «Βροχής από κάτω» και το μόνο τραγούδι που ερμηνεύει μόνο ο Θανάσης. Όμορφη μελωδία κάπως παλαιότερου (προ Λαϊκεδέλικα) “Παπακωνσταντινικού” ύφους, που την φέρνει στο “παρών” η ενορχήστρωση.
Το «Ramon» είναι σίγουρα από τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ. Στην εισαγωγή ακούγεται (από τον θείο -αν θυμάμαι καλά- του Θανάση, Αριστείδη) ένα παραδοσιακό τραγούδι από την Γκαντάρα Ελασσόνας και στην συνέχεια ξετυλίγεται ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχει γράψει ποτέ ο Παπακωνσταντίνου. «Είναι τόσο όμορφη η μέρα, που πονάει». Ο Σαββόπουλος εδώ είναι πραγματικά ανατριχιαστικός.
Οι στίχοι του Πτωχοπρόδρομου (Κωνσταντινούπολη 16ος αιώνας), «Ο μεθυστής» μας οδηγούν σε ένα ακόμα πανέμορφο τραγούδι στο «Attinse». «Καμιά σημαία, καμιά πατρίδα δε θα μπορέσει να σου πει όσα σου λέει μια φωτογραφία που σε κρατά μικρό παιδί». Ο Attinse Pasquale στο χωριό Καλημέρα της Κάτω Ιταλίας, όπως αναφέρεται στην «εφημερίδα», πριν το θάνατό του, στο κρεβάτι του, ζήτησε να του τραγουδήσουν ένα παλιό ελληνικό τραγούδι. Και όλοι δάκρυσαν εκτός του Attinse που χαμογελούσε για τελευταία φορά.
Το διονυσιακό, θα το χαρακτήριζα, «Κάλεσμα» είναι ένα ακόμα τραγούδι που θα αγαπηθεί πολύ. Ρυθμοί, χορωδία κι ένας Νιόνιος που θυμίζει το «ας κρατήσουν οι χοροί». «Χάλκινα απ’ τη Γουμένισσα, κι απ’ το Γιδά ζουρνάδες. Κι απ’ την Αγιάσσο γέροντες χόρευαν σιωπηλά»… «Αχ να ‛μουνα καλύτερος, αχ να μην ήμουν ψεύτης και το μεγάλο κάλεσμα να μη φοβόμουνα».
Το άλμπουμ κλείνει με ένα τραγούδι σαν κυκλαδίτικο γλυκό του κουταλιού, «Όλα τα πρωινά» ο τίτλος του. Μια υπέροχη μελωδία από την λύρα καλώς ορίζει «την μέρα που έρχεται και θα ανατείλει». Μόνο που … «όλα τα πρωινά μοιάζουν σε κάτι, τα στεφανώνει μια γλυκιά φενάκη».
Συμπερασματικά πρόκειται για ένα χορταστικό άλμπουμ, διαφορετικό πάντως από τα προηγούμενα του Θανάση -κυρίως τα τελευταία. Μετά την βαθειά εσωτερική αναζήτηση στην «Βροχή» και την στείρα αμηχανία του «Διάφανου», ο Παπακωνσταντίνου επιστρέφει με ένα δίσκο «ανοιχτή καρδιά», φωτεινό (παρά το γεγονός πως και εδώ πραγματεύεται τα αγαπημένα θέματα του). Η παραγωγή και η ηχογράφηση, όπως αναμενόταν (και λόγω Σαββόπουλου), είναι αρτιότατες. Οι μουσικοί είναι ένας κι ένας (παρότι δεν υφίστανται πλέον οι Λαϊκεδέλικα) : Βάσω Δημητρίου (κιθάρες-τζουρά-μπουζούκι), Γιώτης Κιουρτσόγλου (μπάσο), Πέτρος Κούρτης (κρουστά), Jimmy Mahlis (κιθάρα-ούτι), Satnam Ramgotra (κρουστά), Σωκράτης Σινόπουλος (λύρα), Ηρακλής Βαβάτσικας (ακορντεόν), Τάσος Μισυρλής (τσέλο), Παντελής Στόικος (τρομπέτα), Αντώνης Ανδρέου (τρομπόνι), Φώτης Σιώτας (βιολί, πιάνο), ο ίδιος ο Θανάσης (μπουζούκι, μπουζουκομάνα, samples) και κάποιοι ακόμα που μου διαφεύγουν.
Οι ενορχηστρώσεις δε, είναι το δυνατότερο σημείο του δίσκου και καταφέρνουν να αναδείξουν καθαρά αυτό το πρωτόλειο, αρχέγονο στοιχείο που χαρακτηρίζει τη μουσική του Παπακωνσταντίνου, ακόμα κι όταν αυτός κατά κάποιο τρόπο επαναλαμβάνεται είτε διασκευάζοντας (για μια ακόμη φορά) κομμάτια που είχε και σε προηγούμενους δίσκους, είτε «ανακυκλώνοντας» μουσικά θέματα ή φράσεις που έχουν ξανακουστεί παλιότερα. Η χρήση μεγάλης γκάμας μουσικών οργάνων βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση. Οι μουσικές του Θανάση, πολυποίκιλες για άλλη μια φορά, μας ταξιδεύουν από την Κάτω Ιταλία ως το Μεξικό και από τα βουνά της Θεσσαλίας μέχρι τις Κυκλάδες. Η παρουσία του Σαββόπουλου δίνει φρεσκάδα και ζωντάνια στους στίχους και την μουσική του Θανάση, παρά το γεγονός πως ο Νιόνιος είναι γύρω στα εξήντα (και κάτι?). Εν ολίγοις, πιστεύω πως και οι δύο τους βγαίνουν καθαρά κερδισμένοι από αυτή την σύμπραξη.
Ο «Σαμάνος» κάλλιστα μπορεί να σταθεί δίπλα σε όλα τα άλμπουμ του Παπακωνσταντίνου και νομίζω πως συγκαταλέγεται στα καλύτερά του. Είναι τολμηρό βέβαια, όπως και για οποιοδήποτε καινούριο άλμπουμ θα βγάζει στο εξής, να συγκριθεί με τα “μεγαθήρια” «Αγρύπνια» και «Βροχή», αλλά το σίγουρο είναι πως ο Παπακωνσταντίνου, κουβαλώντας τα γονίδια των ανώνυμων δημιουργών του δημοτικού μας τραγουδιού και τα πλούσια σύγχρονα ακούσματά του, έχει διαμορφώσει τη δική του γραφή, τόσο μουσικά, όσο και στιχουργικά, παντρεύοντας ετερόκλητα στοιχεία, προκαλεί δεδομένα το ενδιαφέρον μας με κάθε νέα του πρόταση.
Καλή ακρόαση.
Μάριος Μουκιουρούφης