Είναι out να παιδεύεσαι, πάντα ήταν. Ο κόσμος αγαπά τους καπάτσους, αυτούς που κόβουν Γόρδιους Δεσμούς, που βρίσκουν άκρες. Τους τσόγλανους, τους τσιρκολάνους, που γυρνούν κι αρπάζουν αυτά που τους χρωστούν – πάντα φυσικά τους χρωστούν – που ο βαθμός της αυθαιρεσίας και του αμοραλισμού τους συγκρίνονται μόνο με το βαθμό αυτο-εκτίμησης του μεγαλείου τους.
Όταν στο μυαλό σου οι ευθείες είναι ελάχιστες, είσαι ή βλάκας ή κομπλεξικός. Ποιος να καταλάβει πως οι ενδοιασμοί και οι αναστολές ίσως να μην είναι αποτέλεσμα δειλίας και τροφοδότης των συμπλεγμάτων, αλλά το μέτρο της προσωπικής ευθύνης και του σεβασμού απέναντι σε αξίες που δίνουν νόημα στην ύπαρξη σου, σε βαθμό που δεν μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου δίχως αυτά;
Και αν έχεις το ταλέντο να τα μετουσιώσεις αυτά σε Τέχνη, τι θα βγει; Ένα κονσέρτο σαν αυτά που ξέρουμε, με τον ήρωα – σολίστ να ξεπηδά και να θριαμβεύει, σχίζοντας το λεπτό καμβά στον οποίο η ορχήστρα έχει υφάνει το δράμα του από τις επεμβάσεις του έξω κόσμου, από τις ευθύνες των άλλων; :ridinghorse:
Σε καμία περίπτωση. Αυτό που τουλάχιστον κατάφερε ο νεαρός Μπραμς, μετά από πάρα πολύ κόπο στο πρώτο του κονσέρτο για πιάνο, είναι ένα κονσέρτο όχι απλά με συμφωνική δομή, αλλά ένα κονσέρτο με αντι-ήρωες, που το πιάνο είναι ενταγμένο στην κολοσσιαία, αποπνικτική ενορχήστρωση του πρώτου μέρους, που ορισμένοι μουσικολόγοι θεωρούν ως αναβίωση του μπαρόκ κονσέρτο γκρόσσο. Γιατί εκτός από το πιάνο, επιφυλάσσει πρωταγωνιστικό – και κατά τους μουσικούς ιδιαίτερα δύσκολο – ρόλο, στα τύμπανα και στα κόρνα. Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα να αποδοκιμαστεί από το κοινό, σε μια από τις πρώτες παρουσιάσεις του, στη Λειψία.
Ποιος ασχολείται όμως με τη γνώμη του κοινού; Το 1ο κονσέρτο είναι τόσο πυκνό και εσωστρεφές, ιδιαίτερα στο – μοναδικό σε όλη την ιστορία των κονσέρτων για πιάνο - πρώτο του μέρος, που θαρρείς πως γράφτηκε με μοναδικό σκοπό να οργανώσει τη σκέψη και τα συναισθήματα και να παρηγορήσει τον ίδιο το δημιουργό του.
Το έργο ξεκινά με θυελλώδη τρόπο, με τις βροντές των τυμπάνων και τα χάλκινα, για να έρθουν σύντομα στο προσκήνιο τα βιολιά να παίξουν το βασικό θέμα, ενώ παράλληλα τα μπάσα έγχορδα αφαιρούν και το τελευταίο ίχνος οξυγόνου από την ατμόσφαιρα. Η θύελλα επαναλαμβάνεται για να δώσει τη θέση της σε ένα λυρικό αλλά ανήσυχο ξέφωτο, όπου τα έγχορδα και τα ξύλινα πνευστά διαμορφώνουν τον απαραίτητο ιδιωτικό χώρο για να ανασυνταχθείς και να καταλάβεις τι συμβαίνει . Η θύελλα όμως επιστρέφει και αναπτύσσεται, δίνοντας ένα βηματισμό επίμονο, αλλά εξαιρετικά κοπιαστικό, σαν να περπατάς κόντρα της, κουβαλώντας στους ώμους σου ολόκληρο τον κόσμο. Το πιάνο μπαίνει σ’ αυτό το σημείο σεμνά, συμπάσχοντας και δίνοντας θαρρείς ένα χεράκι σ’ αυτήν την προσπάθεια.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ενδοσκόπηση συγκλονιστική στην εκφραστικότητα και αφοπλιστική στην ειλικρίνεια της, που παρά τις στεντόρειες στάθμες της – αποκύημα της νεότητας και του ενθουσιασμού του συνθέτη – παραμένει σεμνή, σχεδόν ντροπαλή. Ο τρόπος που τελειώνει το πρώτο μέρος, με τη επανάληψη του αρχικού θέματος που κλιμακώνεται σε κρεσέντο και παραδίδει στη συνέχεια το τιμόνι στο πιάνο που βρυχάται, μανιασμένος πλοηγός αυτής της λαχανιασμένης, βασανιστικής πορείας μέχρι το τέλος, με συντρίβει και με συγκινεί βαθύτατα.
Το δεύτερο μέρος είναι λυρικό, τρυφερό αλλά και απέραντα ευγενικό και διακριτικό. Ίσως να αποδίδει το βαθύτερο λόγο για όλα αυτά, το σκοπό που δικαιολογεί τόσο κόπο και τόσο πείσμα, όπως αυτά εκτέθηκαν στο πρώτο μέρος.
Το τρίτο μέρος, είναι ένα από τα λαμπρά, πρώτα δείγματα της ευφυΐας και της λεπτής αίσθησης του χιούμορ του συνθέτη. Ζωηρό αλλά και αδιόρατα περιπαιχτικό, θυμίζει έντονο αλλά και αμφίσημο βλέμμα, που συνοδεύεται από υπομειδίαμα.
Το πρώτο κονσέρτο για πιάνο του Μπραμς αποπνέει μια αξιοπρέπεια, μια υπευθυνότητα και μια επίπονη αγωνιστικότητα. Είναι ολοφάνερο πως είναι προϊόν ενός βιολογικά νέου οργανισμού που κοιτά τη ζωή μπροστά. Προσωπικά, είναι από τα πιο παρηγορητικά έργα της δισκοθήκης μου, από αυτά στα οποία καταφεύγω πάντοτε όταν θέλω ένα στήριγμα και μια προτροπή να συνεχίσω γιατί, στο κάτω – κάτω της γραφής, τα δικά μου άπλυτα έχω να καθαρίσω. :blink:
Σε ότι αφορά τις δισκογραφικές προτάσεις, είμαι κυριολεκτικά κολλημένος με μια και μοναδική:
Έμιλ Γκίλελς στο πιάνο, με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, υπό τη διεύθυνση του Ευγένιου Γιόχουμ, ηχογράφηση του Ιούνη του 1972 (μάλλον λαμπάτη), στην εκκλησία του Ιησού Χριστού στο Βερολίνο. Κυκλοφορεί σε cd από την DG.
Όταν στο μυαλό σου οι ευθείες είναι ελάχιστες, είσαι ή βλάκας ή κομπλεξικός. Ποιος να καταλάβει πως οι ενδοιασμοί και οι αναστολές ίσως να μην είναι αποτέλεσμα δειλίας και τροφοδότης των συμπλεγμάτων, αλλά το μέτρο της προσωπικής ευθύνης και του σεβασμού απέναντι σε αξίες που δίνουν νόημα στην ύπαρξη σου, σε βαθμό που δεν μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου δίχως αυτά;
Και αν έχεις το ταλέντο να τα μετουσιώσεις αυτά σε Τέχνη, τι θα βγει; Ένα κονσέρτο σαν αυτά που ξέρουμε, με τον ήρωα – σολίστ να ξεπηδά και να θριαμβεύει, σχίζοντας το λεπτό καμβά στον οποίο η ορχήστρα έχει υφάνει το δράμα του από τις επεμβάσεις του έξω κόσμου, από τις ευθύνες των άλλων; :ridinghorse:
Σε καμία περίπτωση. Αυτό που τουλάχιστον κατάφερε ο νεαρός Μπραμς, μετά από πάρα πολύ κόπο στο πρώτο του κονσέρτο για πιάνο, είναι ένα κονσέρτο όχι απλά με συμφωνική δομή, αλλά ένα κονσέρτο με αντι-ήρωες, που το πιάνο είναι ενταγμένο στην κολοσσιαία, αποπνικτική ενορχήστρωση του πρώτου μέρους, που ορισμένοι μουσικολόγοι θεωρούν ως αναβίωση του μπαρόκ κονσέρτο γκρόσσο. Γιατί εκτός από το πιάνο, επιφυλάσσει πρωταγωνιστικό – και κατά τους μουσικούς ιδιαίτερα δύσκολο – ρόλο, στα τύμπανα και στα κόρνα. Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα να αποδοκιμαστεί από το κοινό, σε μια από τις πρώτες παρουσιάσεις του, στη Λειψία.
Ποιος ασχολείται όμως με τη γνώμη του κοινού; Το 1ο κονσέρτο είναι τόσο πυκνό και εσωστρεφές, ιδιαίτερα στο – μοναδικό σε όλη την ιστορία των κονσέρτων για πιάνο - πρώτο του μέρος, που θαρρείς πως γράφτηκε με μοναδικό σκοπό να οργανώσει τη σκέψη και τα συναισθήματα και να παρηγορήσει τον ίδιο το δημιουργό του.
Το έργο ξεκινά με θυελλώδη τρόπο, με τις βροντές των τυμπάνων και τα χάλκινα, για να έρθουν σύντομα στο προσκήνιο τα βιολιά να παίξουν το βασικό θέμα, ενώ παράλληλα τα μπάσα έγχορδα αφαιρούν και το τελευταίο ίχνος οξυγόνου από την ατμόσφαιρα. Η θύελλα επαναλαμβάνεται για να δώσει τη θέση της σε ένα λυρικό αλλά ανήσυχο ξέφωτο, όπου τα έγχορδα και τα ξύλινα πνευστά διαμορφώνουν τον απαραίτητο ιδιωτικό χώρο για να ανασυνταχθείς και να καταλάβεις τι συμβαίνει . Η θύελλα όμως επιστρέφει και αναπτύσσεται, δίνοντας ένα βηματισμό επίμονο, αλλά εξαιρετικά κοπιαστικό, σαν να περπατάς κόντρα της, κουβαλώντας στους ώμους σου ολόκληρο τον κόσμο. Το πιάνο μπαίνει σ’ αυτό το σημείο σεμνά, συμπάσχοντας και δίνοντας θαρρείς ένα χεράκι σ’ αυτήν την προσπάθεια.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ενδοσκόπηση συγκλονιστική στην εκφραστικότητα και αφοπλιστική στην ειλικρίνεια της, που παρά τις στεντόρειες στάθμες της – αποκύημα της νεότητας και του ενθουσιασμού του συνθέτη – παραμένει σεμνή, σχεδόν ντροπαλή. Ο τρόπος που τελειώνει το πρώτο μέρος, με τη επανάληψη του αρχικού θέματος που κλιμακώνεται σε κρεσέντο και παραδίδει στη συνέχεια το τιμόνι στο πιάνο που βρυχάται, μανιασμένος πλοηγός αυτής της λαχανιασμένης, βασανιστικής πορείας μέχρι το τέλος, με συντρίβει και με συγκινεί βαθύτατα.
Το δεύτερο μέρος είναι λυρικό, τρυφερό αλλά και απέραντα ευγενικό και διακριτικό. Ίσως να αποδίδει το βαθύτερο λόγο για όλα αυτά, το σκοπό που δικαιολογεί τόσο κόπο και τόσο πείσμα, όπως αυτά εκτέθηκαν στο πρώτο μέρος.
Το τρίτο μέρος, είναι ένα από τα λαμπρά, πρώτα δείγματα της ευφυΐας και της λεπτής αίσθησης του χιούμορ του συνθέτη. Ζωηρό αλλά και αδιόρατα περιπαιχτικό, θυμίζει έντονο αλλά και αμφίσημο βλέμμα, που συνοδεύεται από υπομειδίαμα.
Το πρώτο κονσέρτο για πιάνο του Μπραμς αποπνέει μια αξιοπρέπεια, μια υπευθυνότητα και μια επίπονη αγωνιστικότητα. Είναι ολοφάνερο πως είναι προϊόν ενός βιολογικά νέου οργανισμού που κοιτά τη ζωή μπροστά. Προσωπικά, είναι από τα πιο παρηγορητικά έργα της δισκοθήκης μου, από αυτά στα οποία καταφεύγω πάντοτε όταν θέλω ένα στήριγμα και μια προτροπή να συνεχίσω γιατί, στο κάτω – κάτω της γραφής, τα δικά μου άπλυτα έχω να καθαρίσω. :blink:
Σε ότι αφορά τις δισκογραφικές προτάσεις, είμαι κυριολεκτικά κολλημένος με μια και μοναδική:
Έμιλ Γκίλελς στο πιάνο, με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, υπό τη διεύθυνση του Ευγένιου Γιόχουμ, ηχογράφηση του Ιούνη του 1972 (μάλλον λαμπάτη), στην εκκλησία του Ιησού Χριστού στο Βερολίνο. Κυκλοφορεί σε cd από την DG.