Η ιστορία θα είναι καλή μαζί μου, γιατί σκοπεύω να τη γράψω.
Το διάσημο απόφθεγμα του Τσώρτσιλ, συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο τα χαρακτηριστικά της δύναμης. Απαιτεί δράση και ποντάρει τα ρέστα της στην επιτυχία, γνωρίζοντας πως μόνο έτσι θα εξασφαλίσει την υστεροφημία της, επιβάλλοντας τους δικούς της όρους. Σε διαφορετική περίπτωση, το τίμημα είναι μεγάλο. Σε ποιόν περισσεύει κατανόηση – για να μην πω οίκτος – για τους δυνατούς; Ποιος θα βρεθεί να πει την ιστορία τους;
Κανείς, πώς να χαρίσεις κάτι σε ανθρώπους που έχουν μάθει πάντα να παίρνουν αυτό που θέλουν; Και τι πιο ηδονικά αποκρουστικό από έναν δυνατό που έχει καταστραφεί από τις ίδιες του τις επιλογές; Και αν το σαρκίο του είναι φθαρτό και αποσυντίθεται κατά την περιφορά του γύρω από τα τείχη, ή κρεμασμένο ανάποδα σε τσιγκέλι στο Μιλάνο, η μνήμη του είναι καταδικασμένη στην αιώνια χλεύη και στο ανάθεμα.
Ο Γάιος Μάρκιος Κοριολανός έρχεται από αχλή των θρύλων της πρώιμης αρχαίας Ρώμης (5ος αιώνας π.Χ.), με το ανάθεμα του πρώτου, επίσημα χαρακτηρισμένου προδότη της πόλης. Γενναίος στρατηγός, ήρωας στους πολέμους εναντίον της γειτονικής εχθρικής φυλής των Βόλσκων, υπέρμετρα αλλαζών και εξτρεμιστής συντηρητικός, παγιδεύεται στο πολιτικό παιχνίδι και εξορίζεται από την πόλη. Τυφλωμένος από οργή για την ήττα του και πλημμυρισμένος από επιθυμία για εκδίκηση, προσχωρεί στους Βόλσκους και ηγείται του στρατού τους που επιτίθεται να καταλάβει τη Ρώμη. Αποτρέπεται στην είσοδο της πόλης από τη μητέρα του και τη γυναίκα του. Ακούγοντας όμως την τελευταία στιγμή τη φωνή της συνείδησης του, αυτοπαγιδεύεται στην απόλυτη αποξένωση. Για τους πατριώτες του είναι προδότης για τους πρώην εχθρούς του είναι άχρηστος πλέον ως στρατιωτικός ηγέτης και επικίνδυνος ως αντίπαλος, με αποτέλεσμα να τον θανατώσουν.
Η περίπτωση εξιστορήθηκε από τον Πλούταρχο και τροφοδότησε το Σαίξπηρ να γράψει μια από τις τελευταίες μεγάλες του τραγωδίες. Το πραγματικό όμως έλεος, τη θλίψη και την κατανόηση στο βλέμμα της Ανθρωπότητας, την πήρε μέσω ενός άλλου αριστουργήματος. Το 1807 ο Μπετόβεν γράφει την περίφημη εισαγωγή του, για την παράσταση της ομώνυμης τραγωδίας, γραμμένης από ένα σύγχρονο του Αυστριακό συγγραφέα, το Χάινριχ Γιόζεφ φον Κόλινς.
Ένα μουσικό σούπερ νόβα, θαρρείς σε ασταθή ισορροπία λίγο πριν την έκρηξη του, με τεράστιες, άλυτες αντιθέσεις να απειλούν την ίδια του την ύπαρξη με διάσπαση. Τα περίφημα πέντε χτυπήματα στην εισαγωγή του σκορπούν την οργή και τον τρόμο της εκδίκησης. Αμέσως μετά το σκοτεινό, τυρβώδες κρεσέντο των εγχόρδων, ανατροφοδοτεί το πάθος και το κλιμακώνει σε μια ακόμη έκρηξη.
Η δραματική φόρτιση του έργου είναι ασύλληπτη, τα πάντα θαρρείς πως οδηγούν σε παροξυσμό, με όχημα το μοτίβο των εγχόρδων, που προοδευτικά στροβιλίζεται όλο και περισσότερο από τις ανασχετικές τριβές της αμφιβολίας και της συνειδητοποίησης του ανοσιουργήματος.
Ακόμη και η τρυφερή, ικετευτική μελωδία της συγχώρεσης και της έκκλησης για αποδοχή από το μόνο στήριγμα του, την Οικογενειακή του Εστία, διαβρώνεται στην επιφάνεια μιας λάβας από υπόκωφες συγχορδίες των μπάσων εγχόρδων. Στο τέλος δεν υπάρχει λύση, υπάρχει μόνο εξάντληση και εγκατάλειψη.
Η καλύτερη εκτέλεση του έργου για μένα είναι με τον Μπρούνο Βάλτερ και τη Συμφωνική της Κολούμπια στη Sony. Ηλεκτρισμένη, συγκλονιστική, αποδίδει το διχασμό του έργου με μοναδικό τρόπο. Όποτε την ακούω, νιώθω να με γραπώνει και να με κάνει χίλια κομμάτια. Πρέπει να ήταν τρελαμένος ο παππούς όταν την ηχογράφησε! :blink:
Το έργο συνοδεύουν θαυμάσιες ερμηνείες των δύο πρώτων συμφωνιών του Μπετόβεν.
Στο ύφος της ερμηνείας του Βάλτερ, αλλά ένα κλικ πιο κάτω, κυρίως στο γεγονός πως δεν κατορθώνει να κρατήσει την υπαρξιακή θερμοκρασία πάνω από το σημείο τήξης διαρκώς, είναι η ακόλουθη μαγνητοσκοπημένη ερμηνεία του μεγάλου Κάρλος Κλάιμπερ:
Ουίνστον Τσώρτσιλ
Κανείς, πώς να χαρίσεις κάτι σε ανθρώπους που έχουν μάθει πάντα να παίρνουν αυτό που θέλουν; Και τι πιο ηδονικά αποκρουστικό από έναν δυνατό που έχει καταστραφεί από τις ίδιες του τις επιλογές; Και αν το σαρκίο του είναι φθαρτό και αποσυντίθεται κατά την περιφορά του γύρω από τα τείχη, ή κρεμασμένο ανάποδα σε τσιγκέλι στο Μιλάνο, η μνήμη του είναι καταδικασμένη στην αιώνια χλεύη και στο ανάθεμα.
Ο Γάιος Μάρκιος Κοριολανός έρχεται από αχλή των θρύλων της πρώιμης αρχαίας Ρώμης (5ος αιώνας π.Χ.), με το ανάθεμα του πρώτου, επίσημα χαρακτηρισμένου προδότη της πόλης. Γενναίος στρατηγός, ήρωας στους πολέμους εναντίον της γειτονικής εχθρικής φυλής των Βόλσκων, υπέρμετρα αλλαζών και εξτρεμιστής συντηρητικός, παγιδεύεται στο πολιτικό παιχνίδι και εξορίζεται από την πόλη. Τυφλωμένος από οργή για την ήττα του και πλημμυρισμένος από επιθυμία για εκδίκηση, προσχωρεί στους Βόλσκους και ηγείται του στρατού τους που επιτίθεται να καταλάβει τη Ρώμη. Αποτρέπεται στην είσοδο της πόλης από τη μητέρα του και τη γυναίκα του. Ακούγοντας όμως την τελευταία στιγμή τη φωνή της συνείδησης του, αυτοπαγιδεύεται στην απόλυτη αποξένωση. Για τους πατριώτες του είναι προδότης για τους πρώην εχθρούς του είναι άχρηστος πλέον ως στρατιωτικός ηγέτης και επικίνδυνος ως αντίπαλος, με αποτέλεσμα να τον θανατώσουν.
Η περίπτωση εξιστορήθηκε από τον Πλούταρχο και τροφοδότησε το Σαίξπηρ να γράψει μια από τις τελευταίες μεγάλες του τραγωδίες. Το πραγματικό όμως έλεος, τη θλίψη και την κατανόηση στο βλέμμα της Ανθρωπότητας, την πήρε μέσω ενός άλλου αριστουργήματος. Το 1807 ο Μπετόβεν γράφει την περίφημη εισαγωγή του, για την παράσταση της ομώνυμης τραγωδίας, γραμμένης από ένα σύγχρονο του Αυστριακό συγγραφέα, το Χάινριχ Γιόζεφ φον Κόλινς.
Ένα μουσικό σούπερ νόβα, θαρρείς σε ασταθή ισορροπία λίγο πριν την έκρηξη του, με τεράστιες, άλυτες αντιθέσεις να απειλούν την ίδια του την ύπαρξη με διάσπαση. Τα περίφημα πέντε χτυπήματα στην εισαγωγή του σκορπούν την οργή και τον τρόμο της εκδίκησης. Αμέσως μετά το σκοτεινό, τυρβώδες κρεσέντο των εγχόρδων, ανατροφοδοτεί το πάθος και το κλιμακώνει σε μια ακόμη έκρηξη.
Η δραματική φόρτιση του έργου είναι ασύλληπτη, τα πάντα θαρρείς πως οδηγούν σε παροξυσμό, με όχημα το μοτίβο των εγχόρδων, που προοδευτικά στροβιλίζεται όλο και περισσότερο από τις ανασχετικές τριβές της αμφιβολίας και της συνειδητοποίησης του ανοσιουργήματος.
Ακόμη και η τρυφερή, ικετευτική μελωδία της συγχώρεσης και της έκκλησης για αποδοχή από το μόνο στήριγμα του, την Οικογενειακή του Εστία, διαβρώνεται στην επιφάνεια μιας λάβας από υπόκωφες συγχορδίες των μπάσων εγχόρδων. Στο τέλος δεν υπάρχει λύση, υπάρχει μόνο εξάντληση και εγκατάλειψη.
Η καλύτερη εκτέλεση του έργου για μένα είναι με τον Μπρούνο Βάλτερ και τη Συμφωνική της Κολούμπια στη Sony. Ηλεκτρισμένη, συγκλονιστική, αποδίδει το διχασμό του έργου με μοναδικό τρόπο. Όποτε την ακούω, νιώθω να με γραπώνει και να με κάνει χίλια κομμάτια. Πρέπει να ήταν τρελαμένος ο παππούς όταν την ηχογράφησε! :blink:
Το έργο συνοδεύουν θαυμάσιες ερμηνείες των δύο πρώτων συμφωνιών του Μπετόβεν.
Στο ύφος της ερμηνείας του Βάλτερ, αλλά ένα κλικ πιο κάτω, κυρίως στο γεγονός πως δεν κατορθώνει να κρατήσει την υπαρξιακή θερμοκρασία πάνω από το σημείο τήξης διαρκώς, είναι η ακόλουθη μαγνητοσκοπημένη ερμηνεία του μεγάλου Κάρλος Κλάιμπερ:
Last edited: