«Προετοιμασία αγκυροβολίας δια της αριστεράς»
Το παράγγελμα ακούστηκε πεντακάθαρα απο το μεγαφωνάκι με το χάρτινο κώνο, που ήταν κρεμασμένο στο μπουλμέ-μεσοτοιχία με τους Ρω/Εψιλον.
Παράξενη περίπτωση αυτά τα παραγγέλματα και οι ανακοινώσεις. Στο ξύπνιο εντάξει, το πολύ- πολύ να τέντωνες τα αυτιά σου μέσα στο σαματά, να καταλάβεις αν και κατά πόσο σε αφορούν. Εν ύπνω όμως; Μη σε νοιάζει, λέγανε οι παλιοί, θα μάθεις να μην «ακούς» τα άχρηστα για να μπορείς και να κοιμάσαι, αλλά με τα «χρήσιμα»... τσούπ σαν απο θαύμα θα ξυπνάς! Έτσι και γινόταν!
Είχε μισοανοίξει τα μάτια του, αλλά το σκοτάδι ήταν βαθύ μέσα στο υπόφραγμα. Ο χώρος ήταν αστεία μικρός σε σχέση με το προσωπικό που εξυπηρετούσε. Όποιος ήθελε χώρο ας πρόσεχε. Ας πήγαινε στα Φράμ. Έμοιαζε με ευρύχωρη καμπίνα πρώτης θέσης, με τη διαφορά πως εκεί φιλοξενούνταν εννιά άνθρωποι, σχεδόν όλη η Επιστασία .Στο ξαπλωτό.
Στο όρθιο και καθήμενο, ανάλογα με τις περιστάσεις. Μπορεί και δεκαεννιά..Μια τέτοια περίσταση και η χθεσινοβραδυνή. Γενέθλια. Τα γενέθλιά του. Οι αναθυμιάσεις των Ψυχών, των Πνευμάτων, των οινοπνευμάτων, αλλά και των σεντινών γέμιζαν ακόμη το μικρό χώρο. Και ένα αίσθημα μοναδικής πληρότητας του γέμιζε την ψυχή.
Όλα γίνανε μπάμ-μπάμ. Ο κολλητός έβγαλε βρώμα για την ημερομηνία, οι εκτός βαρδιών «καλεσμένοι» ήρθανε με άγριες διαθέσεις, ερμάρια ανοίξανε για ότι φαγώσιμα εφόδια είχαν απομείνει,αλλά και το πάντα ενημερωμένο stock σε υγρόν πυρ, κρυμμένο στα πιο απίθανα μέρη. Βγήκανε στη φόρα και τα κασσετόφωνα με το πιο απίστευτο ρεπερτόριο. Εκεί πήγανε να του τη βγούνε με κάτι άσματα προχωρημένης νύχτας, αυτός θυμήθηκε κάποια του Στελάρα που δεν τάχε ξανακούσει κανείς (α, ρε τα Μεσαία), έπεσε γέλιο χοντρό. Μετά αρχίσανε τα πειράγματα, τα γέλια, οι ζεϊμπεκιές. Εκεί του ήρθε..
Πόσο σ' έχω πικράνει, μητέρα
που δεν έγινα φίρμα λαϊκή
Μα σχεδόν από μωράκι στη μπανιέρα
τραγουδούσα με παράξενη φωνή
«Ελα ρε, μην ξενερώνεις. Δεν είπαμε; Στη Ρώμη, να συμπεριφέρεσαι σα Ρωμαίος!»
Μετά αρχίσανε οι νταλκάδες, τα τραυλίσματα, οι εξομολογήσεις...
Σε μια ατέλειωτη παρτίδα σε κερδίζω και σε χάνω
και ποντάρω τη ζωή μου στην αγάπη σου απάνω
Ερωτόκριτος θα γίνω και το δράκο θα ξεκάνω
γιατί σε θέλω, ναι σε θέλω
Ήρθαν και κάτι καμμένες λάμπες που, επι σκοπώ όπως απεδείχθη, δεν είχαν απορριφθεί ως ώφειλαν μετά το πέρας της αποστολής τους, για τα σχετικά ηχητικά εφέ. Κόλαση...
Μια κάθοδο κάτω, στο πρυμνιό μηχανοστάσιο, σύσσωμη η βάρδια διεμήνυσε οτι μετά τη σκάντζα, θα ζητούσε και εκείνη το μερτικό της.
Μέσα σ’αυτό το αλισβερίσι ψυχών, τόσο ετερόκλητων ανθρώπων, κάτω απο κοινή στολή και σε ίδια αποστολή, επιβεβαίωνε για άλλη μια φορά τη θεωρία, πως στον πυρήνα τους, τελικά μοιάζουν πολύ οι άνθρωποι μεταξύ τους, ακόμη κι αν μιλάνε άλλη «γλώσσα».
Με τις τσέπες αδειανές κι ένα φόβο στην καρδιά
απ' του κόσμου τις φωνές μες στη γιορτινή βραδιά
σε περίμενα κι απόψε σαν το μάννα τ' ουρανού
μα ξημέρωσα μονάχος με το φως του αυγερινού.
Το παράγγελμα ακούστηκε πεντακάθαρα απο το μεγαφωνάκι με το χάρτινο κώνο, που ήταν κρεμασμένο στο μπουλμέ-μεσοτοιχία με τους Ρω/Εψιλον.
Παράξενη περίπτωση αυτά τα παραγγέλματα και οι ανακοινώσεις. Στο ξύπνιο εντάξει, το πολύ- πολύ να τέντωνες τα αυτιά σου μέσα στο σαματά, να καταλάβεις αν και κατά πόσο σε αφορούν. Εν ύπνω όμως; Μη σε νοιάζει, λέγανε οι παλιοί, θα μάθεις να μην «ακούς» τα άχρηστα για να μπορείς και να κοιμάσαι, αλλά με τα «χρήσιμα»... τσούπ σαν απο θαύμα θα ξυπνάς! Έτσι και γινόταν!
Είχε μισοανοίξει τα μάτια του, αλλά το σκοτάδι ήταν βαθύ μέσα στο υπόφραγμα. Ο χώρος ήταν αστεία μικρός σε σχέση με το προσωπικό που εξυπηρετούσε. Όποιος ήθελε χώρο ας πρόσεχε. Ας πήγαινε στα Φράμ. Έμοιαζε με ευρύχωρη καμπίνα πρώτης θέσης, με τη διαφορά πως εκεί φιλοξενούνταν εννιά άνθρωποι, σχεδόν όλη η Επιστασία .Στο ξαπλωτό.
Στο όρθιο και καθήμενο, ανάλογα με τις περιστάσεις. Μπορεί και δεκαεννιά..Μια τέτοια περίσταση και η χθεσινοβραδυνή. Γενέθλια. Τα γενέθλιά του. Οι αναθυμιάσεις των Ψυχών, των Πνευμάτων, των οινοπνευμάτων, αλλά και των σεντινών γέμιζαν ακόμη το μικρό χώρο. Και ένα αίσθημα μοναδικής πληρότητας του γέμιζε την ψυχή.
Όλα γίνανε μπάμ-μπάμ. Ο κολλητός έβγαλε βρώμα για την ημερομηνία, οι εκτός βαρδιών «καλεσμένοι» ήρθανε με άγριες διαθέσεις, ερμάρια ανοίξανε για ότι φαγώσιμα εφόδια είχαν απομείνει,αλλά και το πάντα ενημερωμένο stock σε υγρόν πυρ, κρυμμένο στα πιο απίθανα μέρη. Βγήκανε στη φόρα και τα κασσετόφωνα με το πιο απίστευτο ρεπερτόριο. Εκεί πήγανε να του τη βγούνε με κάτι άσματα προχωρημένης νύχτας, αυτός θυμήθηκε κάποια του Στελάρα που δεν τάχε ξανακούσει κανείς (α, ρε τα Μεσαία), έπεσε γέλιο χοντρό. Μετά αρχίσανε τα πειράγματα, τα γέλια, οι ζεϊμπεκιές. Εκεί του ήρθε..
Πόσο σ' έχω πικράνει, μητέρα
που δεν έγινα φίρμα λαϊκή
Μα σχεδόν από μωράκι στη μπανιέρα
τραγουδούσα με παράξενη φωνή
«Ελα ρε, μην ξενερώνεις. Δεν είπαμε; Στη Ρώμη, να συμπεριφέρεσαι σα Ρωμαίος!»
Μετά αρχίσανε οι νταλκάδες, τα τραυλίσματα, οι εξομολογήσεις...
Σε μια ατέλειωτη παρτίδα σε κερδίζω και σε χάνω
και ποντάρω τη ζωή μου στην αγάπη σου απάνω
Ερωτόκριτος θα γίνω και το δράκο θα ξεκάνω
γιατί σε θέλω, ναι σε θέλω
Ήρθαν και κάτι καμμένες λάμπες που, επι σκοπώ όπως απεδείχθη, δεν είχαν απορριφθεί ως ώφειλαν μετά το πέρας της αποστολής τους, για τα σχετικά ηχητικά εφέ. Κόλαση...
Μια κάθοδο κάτω, στο πρυμνιό μηχανοστάσιο, σύσσωμη η βάρδια διεμήνυσε οτι μετά τη σκάντζα, θα ζητούσε και εκείνη το μερτικό της.
Μέσα σ’αυτό το αλισβερίσι ψυχών, τόσο ετερόκλητων ανθρώπων, κάτω απο κοινή στολή και σε ίδια αποστολή, επιβεβαίωνε για άλλη μια φορά τη θεωρία, πως στον πυρήνα τους, τελικά μοιάζουν πολύ οι άνθρωποι μεταξύ τους, ακόμη κι αν μιλάνε άλλη «γλώσσα».
Με τις τσέπες αδειανές κι ένα φόβο στην καρδιά
απ' του κόσμου τις φωνές μες στη γιορτινή βραδιά
σε περίμενα κι απόψε σαν το μάννα τ' ουρανού
μα ξημέρωσα μονάχος με το φως του αυγερινού.