- 17 June 2006
- 14,350
Shostakovich : 24 Preludes & Fugues, Op. 87
Τον Ιούλιο του 1950, στη Λειψία, οργανώθηκε η επέτειος των 200 χρόνων από το θάνατο του Κάντορα. Προκηρύχθηκε ένας διαγωνισμός πιάνου και ο Σοστακόβιτς προσκλήθηκε να συμμετάσχει ως μέλος στην κριτική επιτροπή.
Το κλίμα της πόλης και η τεράστια μουσική της κληρονομιά τον επηρέασαν βαθειά: στη Λειψία γεννήθηκαν ή έζησαν κατά καιρούς ο Schumann, ο Mendelssohn και ο Wagner, ενώ ο Μπάχ πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του ως Κάντορας στην εκκλησία του Αγίου Θωμά.
Μόλις ο Σοστακόβιτς γύρισε στη Μόσχα, στρώθηκε στη δουλειά. Ηταν η εποχή που μελοποιούσε το λαϊκό Κύκλο των 10 Ποιημάτων σε κείμενα από Επαναστατικούς Ποιητές και σχεδίαζε τη 10η Συμφωνία του. Αν και αντιπαθούσε να συνθέσει “κάτι τόσο φορμαλιστικό” (sic) όσο η Φούγκα, δοκίμασε το χέρι του στο ιδίωμα και έγραψε ένα Πρελούδιο και μία Φούγκα, περισσότερο σαν παιχνίδι. Σύντομα, το σπόρ τού έγινε έμμονη ιδέα. 7 μήνες αργότερα, στα τέλη Φεβρουαρίου του 1951, τελείωσε τη σύνθεση αυτού που από πολλούς θεωρείται η Λυδία λίθος του Σύγχρονου πιάνου - ο σημαντικότερος πιανιστικός Κύκλος που γράφτηκε τον περασμένο αιώνα: 24 Πρελούδια και Φούγκες, φόρος τιμής στα 48 που αποτελούν το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο του Κάντορα. Αφιέρωσε τον Κύκλο στην Τατιάνα Νικολάγιεβα που, εκτός από μεγάλη πιανίστρια, τη θεωρούσε περίπου νόμιμη δικαιούχο: κάθε τρείς και λίγο της τηλεφωνούσε να περνάει από το σπίτι του και να δοκιμάζουν στο πιάνο τις ιδέες του.
Η Νικολάγιεβα, που στην πατρίδα της θεωρείτο ήδη περίπου αυθεντία στη μουσική για πλήκτρα του Κάντορα, έπαιξε και την πρεμιέρα του ολοκληρωμένου Κύκλου, στη διάρκεια 2 απογευμάτων, το χειμώνα του 1952, καθώς, σύμφωνα με την ίδια, αυτή ήταν και η επιθυμία του συνθέτη. Και μόνο που το σκέφτομαι με πιάνουν ρίγη: ποιόν τύπο ακροατή πρέπει να είχε στο μυαλό του ο Σοστακόβιτς; Αν είναι δύσκολο για κάποιον σήμερα να καταπιεί “μονοκοπανιά” τα 48 Πρελούδια και Φούγκες του Κάντορα, Πως ήταν ο μέσος ακροατής της έντεχνης μουσικής στη Ρωσία, στις αρχές της δεκαετίας του ’50; Ποιος μπορεί να κρατήσει την προσοχή του αμείωτη στη διάρκεια των τριών περίπου ωρών που παίρνει σ αυτή τη μουσική Οδύσσεια να ξετυλιχθεί μπροστά του σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια, σε όλο της τον συσωρευμένο πλούτο; Ποιος μπορεί να ακολουθήσει και τελικά να αντέξει αυτό το εκπληκτικό πανόραμα από μουσικές, αυτή την ακατάπαυστη, άσωτη ροή από ιδέες που έρχονται καταπάνω του σαν κύματα; Οι μελετητές του Σοστακόβιτς θεωρούν πως η μουσική του για το πιάνο είναι το ίδιο σημαντική με το Συμφωνικό έργο του: δείχνει ανάγλυφα πως, ενώ ο δημιουργός της ονειρευόταν να γράψει Συμφωνίες στο πλευρό του Myaskovsky, στη Μόσχα, ήταν ωστόσο μέχρι το μεδούλι του σφραγισμένος από την εμμονή της Σχολής της Αγίας Πετρούπολης γύρω από το πιάνο που είχε επιβάλει ο ιδρυτής της Anton Rubinstein. Τα Πρελούδια είναι άκρως αντιπροσωπευτικά ολόκληρης της γκάμμας της συνθετικής προσωπικότητάς του. Ενας καβγάς χωρίς τέλος ανάμεσα στον στυγνό φορμαλισμό από τη μια και το χάος από την άλλη. Μια ατέρμονη περιήγηση σε πολλές περιοχές διαδοχικά, με πολλαπλές αναφορές αλλά χωρίς την παραμικρή διάθεση να σταθεροποιηθεί πουθενά, καθώς την ακούς να κινείται σ ένα πλατύ φάσμα που εκτείνεται από τη σκελετική κομψότητα μέχρι τη ροκοκό φαντασία. Η ενεργητικότητα, η ξεροκεφαλιά, η ορμητικότητά τους είναι ακαταμάχητες. Σπάνια καταφέρνουν να κρύψουν τη Συμφωνική τους γλώσσα, με τις πολυφωνικές στρώσεις να αλληλοϋποστηρίζονται, να συνεργάζονται και να υπαινίσσονται. Είναι γεμάτα από στιλιστικά θραύσματα, φλερτάρουν ξεδιάντροπα με την κακοφωνία, αντιστικτικές μελωδίες διατρέχουν τις φούγκες, παίζουν μαζί τους σαν τη γάτα με το ποντίκι, τις εξαρθρώνουν ρυθμικά.
Από συνθετική άποψη, σαν ασκήσεις, είναι αρκούντως κομψεπίκομψα αν και, κάποια από αυτά, διαπνέονται από έναν Ακαδημαϊκό συντηρητισμό. Οπως για παράδειγμα, στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα πρώτα 7: στη διάρκειά τους στέκομαι περισσότερο στα επι μέρους. Στη μορφική τους συμμετρία. Ή στην ευκαμψία και στην προσαρμοστικότητα της αρμονικής τους γλώσσας. Ή στους τρόπους που χρησιμοποιεί ο συνθέτης για να κάνει τις συμβατικές αρμονίες να ηχούν τόσο παράξενες. Ή στον απόλυτο έλεγχο της τονικότητας, ιδιαίτερα όταν αυτή γίνεται αβέβαιη, παράτολμη και μοιάζει να βαδίζει, σαν ακροβάτης, πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Ή στις φωνές που υφίστανται συνεχείς μεταμορφώσεις, σαν σε όνειρο.
Από το Νο. 8 μέχρι και το Νο. 17, τα πράγματα σοβαρεύουν, καθώς κάθε υπέροχο κομμάτι το διαδέχεται το αμέσως επόμενο που σου φαίνεται ακόμα καλύτερο. Αυτή η μουσική ακόμη κι όταν χαμογελάει είναι συννεφιασμένη. Λυρισμός, βαθειά εσωτερικότητα και απτή αίσθηση της αρχιτεκτονικής, θραύσματα που παραπέμπουν σε πόλκες και βάλς χορεύουν γύρω από αβυσσαλέα συγκινησιακά κοντράστ. Παράξενοι κόσμοι που κατοικούνται από αντιφατικά συναισθήματα μιλούν μέσα απο αυτά τα κομμάτια. Μιά σχεδόν ορχηστρική ποικιλία από ηχοχρώματα επιτυγχάνεται μέσα από μιά εκπληκτική οικονομία στα μέσα. Δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις καθώς η δεξιοτεχνία του εκτελεστή μοιάζει να απορροφάται και να ενοποιείται με εκείνη του συνθέτη. Οι μελωδίες τραγουδούν άλλοτε εξαίσια κι άλλοτε με ένα συνδυασμό γλυκύτητας και μεγαλόπρεπης μελαγχολίας. Τη μιά επιδαψιλεύει καλολογικά στοιχεία και την άλλη ελαττώνει στα απολύτως απαραίτητα. Το συγκινησιακό φορτίο που ρίχνει πάνω σου είναι συχνά αβάσταχτο: ηλιόλουστα τοπία που από πάνω τους μαζεύονται σύννεφα στο πί και φί, λυρισμός περιτριγυρισμένος από κακοφωνίες, μιά υπολανθάνουσα βοή που περισσότερο τη νιώθεις παρά την ακούς: βυσσοδομεί απέναντι στην αρμονική τελεολογία, σαν αρουραίοι που απειλούν να αλώσουν τον παράδεισο. Κι όμως η προσέγγιση παραμένει άτεγκτα τονική: μπορεί να χρησιμοποιεί ελεύθερα και με άνεση όλο το “παράφωνο” αρμονικό λεξιλόγιο του 20ού αιώνα αλλά, ακόμα κι όταν ονειρεύεται, οι αισθήσεις της είναι ξύπνιες, τα πόδια της καρφωμένα στο έδαφος και τα βήματά της σταθερά και σίγουρα.
Για μένα ο εκ των ών ουκ άνευ Σοστακόβιτς είναι η Συμφωνία Νο. 14: ακόμα και οι λιγότερο προσεκτικοί από τους ακροατές θα καταλάβουν αμέσως τις συγγένειες και τις αναλογίες με το “Τραγούδι της Γής” του Μάλερ και τα “Τραγούδια και Χορούς του Θανάτου” του Μουσόργκσκυ, ένα έργο που κυριολεκτικά λατρεύω και θεωρώ ανάμεσα στους καλύτερους δίσκους που έχω ανεξαρτήτως ιδιώματος. Aμέσως μετά από αυτή τη Συμφωνία βάζω τα 24 Πρελούδια & Φούγκες op. 87. Για χρόνια τα άκουγα με την Τατιάνα Νικολάγιεβα αλλά όχι στην μεταγενέστερη και πιο καλά ηχογραφημένη έκδοση της Hyperion: τα άκουγα στην πιο παληά εκδοχή που κυκλοφορούσε από τη Melodiya (νύν Regis) την οποία θεωρούσα αξεπέραστη αν και λίγο πιο στεγνή ηχητικά.
Πρόσφατα όμως, επειδή γυρόφερνα για καιρό αυτό το κείμενο στο κεφάλι μου και για την καλύτερη ενημέρωσή μου, άκουσα την εκδοχή του Βλαδίμηρου Ασκενάζι στην Decca (1998). Είναι 2 CDs. Tου παίρνει μόλις 141 λεπτά να ολοκληρώσει τον Κύκλο σε σύγκριση με τα 168 της Νικολάγιεβα που απλώνονται σε 3 δίσκους και είναι και πιο φτηνά. Μόλις είδα τη συνολική χρονική διάρκεια σκέφτηκα “βρε τον ...παπατρέχα...” - αλλά αναθεώρησα ευθύς μόλις τον έβαλα στο player: ο Ασκενάζυ, πέρα από την εκπληκτική τεχνική του, είναι μάστορας στο να σπέρνει την καταιγίδα. Διαθέτει έναν απαράμιλλο ρυθμικό οίστρο, μια εικονοκλαστική αίσθηση του χιούμορ, ένα “χορευτικό” στυλ που κάνει θαύματα σ αυτά τα ιμιτασιόν βαλσάκια, μια ρητορική δεινότητα που φιλοφρονεί αυτή τη διατριβή της βίας, αυτή την μάχη χωρίς τέλος ανάμεσα στο φώς και στο σκοτάδι - όχι μόνο ήταν πραγματική Αποκάλυψη για μένα αλλά, από την ημέρα που τον άκουσα, έχω κολλήσει: πιστεύω πως σύντομα, θα μου είναι αδιανόητο να τα ακούσω από οποιονδήποτε άλλον.
Πηγές:
α) το φυλλάδιο της έκδοσης της Melodiya/Regis
β) Shostakovich: His Life & His Music – Brian Morton (Haus pub.)