- 25 January 2007
- 148
Τον Paul Hindemith τον αντιλαμβάνομαι σαν μια οντότητα διχασμένη. Σαν μια ψυχή που ισορροπούσε συνεχώς ανάμεσα στο παρελθόν και στον νεωτερισμό χωρίς να μπορεί να προσεγγίσει το παρόν αποτελεσματικά. «Οσμίζομαι» επίσης έναν βαθύτερο ορθολογιστή. Ένα άτομο που βιώνει την «τάξη» με τρόπο προσωπικό και εγκεφαλικό. Ο θάνατος θα πρέπει να του προκαλούσε τρόμο όπως και οτιδήποτε άλλο δεν θα μπορούσε να ταξινομήσει αποτελεσματικά στο προσωπικό του σύστημα αξιών. Πιστεύω πως τέτοιου είδους άνθρωποι σπάνια έχουν κλίση στην σύνθεση. Όταν όμως αυτό συμβαίνει το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον άξιο λόγου.
Θα ήθελα να σας πω δυο λόγια για ένα έργο που αδικαιολόγητα δεν βρίσκεται στα μεγαλύτερα έργα που έχουν γραφεί για το φλάουτο (αν κρίνουμε από τις ηχογραφήσεις και τις συναυλίες που παρουσιάζεται). Δεν είμαι πολύ του γραψίματος και γενικώς προσέχω τι γράφω και τι λέω. Στο συγκεκριμένο έργο δεν μπορώ να αντισταθώ όμως μιας και εκτίθεμαι σε αυτό τους τελευταίους 6 μήνες σχεδόν καθημερινά (λόγω μελέτης) και με έχει συνεπάρει. Τι άλλο λοιπόν από τη σονάτα του συνθέτη για φλάουτο.
Η σονάτα είναι γραμμένη κάπου τη δεκαετία του 30 αν δεν κάνω λάθος και ανήκει στην ώριμη εποχή του Hindemith από πλευράς σύνθεσης. Η διάρκεια της είναι σχετικά μικρή σε όφελος της πυκνής έκθεσης ιδεών και της έλλειψης πολυλογίας. Ένα διαμάντι κατά την γνώμη μου φυσικής οικονομίας και λιτότητας. Τίποτα δεν φαίνεται λίγο και τίποτα περιττό.
Το πρώτο μέρος βασίζεται σε ένα θέμα νοσταλγικό. Ένα μικρό σπάσιμο στα χείλη και ένα χαμόγελο στα μάτια. Γρήγορα θα μεταλλαχθεί σε κάτι πιο ύπουλο και θα περάσει διάφορες εξάρσεις και (α)τονικά παιχνιδίσματα που δημιουργούν μια λανθάνουσα δύναμη η οποία όμως δεν ξεσπά ουσιαστικά. Το πρώτο μέρος «διακόπτεται» δύο φορές από μια έντονα λυρική και τονική μελωδία για να επανέλθει πάλι στην εγρήγορση και στην εναλλαγή και να τελειώσει με ένα παιχνιδιάρικο φινάλε. Το δεύτερο αργό μέρος… Δεν ξέρω τι να γράψω. Ένα τραγούδι στο φλάουτο. Μια σκοτεινή συνοδεία από το πιάνο. Μια μελωδική γραμμή που ισορροπεί ψυχολογικά από την ομορφιά στον πόνο. Μια εξαιρετική κορύφωση. Όλα αυτά που νιώθεις όταν ζαλισμένος λίγο από το ποτό, τρέχει ένα δάκρυ από τα μάτια σου. Απλά υπέροχο.
Μια μικρή ανάσα και βουρ για το Scherzo. Πανέξυπνο στο γράψιμο, δυναμικό και χαρούμενο χωρίς να λείπουν οι αντιθέσεις και εδώ βέβαια. Μια συνεχής φάρσα. Στο τρίτο μέρος υπάρχει μια πανέμορφη μελωδία στην χαμηλή περιοχή του φλάουτου που επαναλαμβάνεται δύο φορές στην μέση και στο τέλος του μέρους όπου και σβήνει. Attacca στο τέταρτο πολύ μικρό μέρος. Συνεχίζει το χιουμοριστικό πνεύμα του προηγούμενου αλλά σε άλλο επίπεδο. Είναι μια απόλυτα δομημένη ρυθμικά μελωδία τόσο στο φλάουτο όσο και στο πιάνο χωρίς καμία τονική βάση**. Όλα είναι στον αέρα εκτός από δύο κλασσικές τονικές πτώσεις, μια στην εισαγωγή και μια στο φινάλε όπου όλα "δένουν" μεταξύ τους και προκαλούν με την καταφανή τους αντίθεση ένα χαμόγελο στον ακροατή.
Αντίθεση νούμερο 1 λοιπόν είναι το έργο αυτό καθεαυτό και βαθύτερα ο συνθέτης όπως τον αντιλαμβάνομαι.
Η δεύτερη αντίθεση αφορά στην εκτέλεση που θα σας προτείνω. Η εκτέλεση έρχεται από έναν νέο μουσικό που ονομάζεται Mathieu Dufour και βγάζει το ψωμί του στην ορχήστρα του Σικάγο. Ο κύριος δεν έχει γράψει πολλά πράγματα (δυστυχώς αν κρίνω από τη συγκεκριμένη δουλειά). Στο CD της Harmonia Μundi δουλεύει με κάποιον Aleksandar Madzar στο πιάνο τον οποίο δεν τον γνωρίζω αλλά παίζει εξαιρετικά στην συγκεκριμένη δουλειά. Η αντίθεση που αναφέρω έγκειται στη ρομάντικη προσέγγιση του έργου. Μια αντικονφορμιστική εκτέλεση, ενάντια στους θεωρητικούς που θέλουν τον Hindemith να αντιμετωπίζεται σαν κλασσικός.
Το πρώτο μέρος παίζεται σε σχετικά αργό tempo και οι αργές «διακοπές» που αναφέρω παραπάνω είναι ίσως υπέρμετρα rubato για μια νεοκλασική προσέγγιση του συνθέτη αλλά λειτουργούν άψογα στο ύφος που έχουν επιλέξει οι μουσικοί. Το παίξιμο του ντουέτου στο αργό μέρος απογειώνεται. Πρόκειται για μια απλά καταπληκτική εκτέλεση του μέρους αυτού. Η άψογη τεχνική (εκπληκτικός έλεγχος αναπνοής και ήχος) του Dufour υπηρετεί την μουσικότητα και την ερμηνεία στο μέγιστο (και όχι το αντίθετο). Ο ρυθμός είναι αργός (πιο αργός από αυτό που δηλώνει ο συνθέτης) χωρίς όμως να «κάθεται». Οι μουσικοί απλά δίνουν χρόνο στις φράσεις και στις μελωδίες να εντυπωθούν στον εγκέφαλο του ακροατή. Το συγκεκριμένο μέρος το βάζω πάντα να το ακούσω δεύτερη φορά. Το τρίτο εκτελείται εμφατικά. Πολύ γρήγορο tempo και άριστο ως προς το πνεύμα του έργου ενώ στην ίδια λογική κινείται και το finale. Από τις εκτελέσεις που έχω ακούσει και την ταπεινή μου προσωπική πείρα πάνω στο έργο θεωρώ την εκτέλεση άψογη.
Σαν κερασάκι παίρνετε και δύο πολύ καλές εκτελέσεις στις σονάτες του Poulenc και του Martinu (αν και όχι οι καλύτερες που έχω ακούσει).
*ενδέχεται να είναι φούγκα, δεν το έχω ψάξει στο πιάνο
** Το «τέχνασμα» θυμίζει λίγο το 2ο κονσέρτο για βιολοντσέλο του Shostakovich (3ο μέρος).
Θα ήθελα να σας πω δυο λόγια για ένα έργο που αδικαιολόγητα δεν βρίσκεται στα μεγαλύτερα έργα που έχουν γραφεί για το φλάουτο (αν κρίνουμε από τις ηχογραφήσεις και τις συναυλίες που παρουσιάζεται). Δεν είμαι πολύ του γραψίματος και γενικώς προσέχω τι γράφω και τι λέω. Στο συγκεκριμένο έργο δεν μπορώ να αντισταθώ όμως μιας και εκτίθεμαι σε αυτό τους τελευταίους 6 μήνες σχεδόν καθημερινά (λόγω μελέτης) και με έχει συνεπάρει. Τι άλλο λοιπόν από τη σονάτα του συνθέτη για φλάουτο.
Η σονάτα είναι γραμμένη κάπου τη δεκαετία του 30 αν δεν κάνω λάθος και ανήκει στην ώριμη εποχή του Hindemith από πλευράς σύνθεσης. Η διάρκεια της είναι σχετικά μικρή σε όφελος της πυκνής έκθεσης ιδεών και της έλλειψης πολυλογίας. Ένα διαμάντι κατά την γνώμη μου φυσικής οικονομίας και λιτότητας. Τίποτα δεν φαίνεται λίγο και τίποτα περιττό.
Το πρώτο μέρος βασίζεται σε ένα θέμα νοσταλγικό. Ένα μικρό σπάσιμο στα χείλη και ένα χαμόγελο στα μάτια. Γρήγορα θα μεταλλαχθεί σε κάτι πιο ύπουλο και θα περάσει διάφορες εξάρσεις και (α)τονικά παιχνιδίσματα που δημιουργούν μια λανθάνουσα δύναμη η οποία όμως δεν ξεσπά ουσιαστικά. Το πρώτο μέρος «διακόπτεται» δύο φορές από μια έντονα λυρική και τονική μελωδία για να επανέλθει πάλι στην εγρήγορση και στην εναλλαγή και να τελειώσει με ένα παιχνιδιάρικο φινάλε. Το δεύτερο αργό μέρος… Δεν ξέρω τι να γράψω. Ένα τραγούδι στο φλάουτο. Μια σκοτεινή συνοδεία από το πιάνο. Μια μελωδική γραμμή που ισορροπεί ψυχολογικά από την ομορφιά στον πόνο. Μια εξαιρετική κορύφωση. Όλα αυτά που νιώθεις όταν ζαλισμένος λίγο από το ποτό, τρέχει ένα δάκρυ από τα μάτια σου. Απλά υπέροχο.
Μια μικρή ανάσα και βουρ για το Scherzo. Πανέξυπνο στο γράψιμο, δυναμικό και χαρούμενο χωρίς να λείπουν οι αντιθέσεις και εδώ βέβαια. Μια συνεχής φάρσα. Στο τρίτο μέρος υπάρχει μια πανέμορφη μελωδία στην χαμηλή περιοχή του φλάουτου που επαναλαμβάνεται δύο φορές στην μέση και στο τέλος του μέρους όπου και σβήνει. Attacca στο τέταρτο πολύ μικρό μέρος. Συνεχίζει το χιουμοριστικό πνεύμα του προηγούμενου αλλά σε άλλο επίπεδο. Είναι μια απόλυτα δομημένη ρυθμικά μελωδία τόσο στο φλάουτο όσο και στο πιάνο χωρίς καμία τονική βάση**. Όλα είναι στον αέρα εκτός από δύο κλασσικές τονικές πτώσεις, μια στην εισαγωγή και μια στο φινάλε όπου όλα "δένουν" μεταξύ τους και προκαλούν με την καταφανή τους αντίθεση ένα χαμόγελο στον ακροατή.
Αντίθεση νούμερο 1 λοιπόν είναι το έργο αυτό καθεαυτό και βαθύτερα ο συνθέτης όπως τον αντιλαμβάνομαι.
Η δεύτερη αντίθεση αφορά στην εκτέλεση που θα σας προτείνω. Η εκτέλεση έρχεται από έναν νέο μουσικό που ονομάζεται Mathieu Dufour και βγάζει το ψωμί του στην ορχήστρα του Σικάγο. Ο κύριος δεν έχει γράψει πολλά πράγματα (δυστυχώς αν κρίνω από τη συγκεκριμένη δουλειά). Στο CD της Harmonia Μundi δουλεύει με κάποιον Aleksandar Madzar στο πιάνο τον οποίο δεν τον γνωρίζω αλλά παίζει εξαιρετικά στην συγκεκριμένη δουλειά. Η αντίθεση που αναφέρω έγκειται στη ρομάντικη προσέγγιση του έργου. Μια αντικονφορμιστική εκτέλεση, ενάντια στους θεωρητικούς που θέλουν τον Hindemith να αντιμετωπίζεται σαν κλασσικός.
Το πρώτο μέρος παίζεται σε σχετικά αργό tempo και οι αργές «διακοπές» που αναφέρω παραπάνω είναι ίσως υπέρμετρα rubato για μια νεοκλασική προσέγγιση του συνθέτη αλλά λειτουργούν άψογα στο ύφος που έχουν επιλέξει οι μουσικοί. Το παίξιμο του ντουέτου στο αργό μέρος απογειώνεται. Πρόκειται για μια απλά καταπληκτική εκτέλεση του μέρους αυτού. Η άψογη τεχνική (εκπληκτικός έλεγχος αναπνοής και ήχος) του Dufour υπηρετεί την μουσικότητα και την ερμηνεία στο μέγιστο (και όχι το αντίθετο). Ο ρυθμός είναι αργός (πιο αργός από αυτό που δηλώνει ο συνθέτης) χωρίς όμως να «κάθεται». Οι μουσικοί απλά δίνουν χρόνο στις φράσεις και στις μελωδίες να εντυπωθούν στον εγκέφαλο του ακροατή. Το συγκεκριμένο μέρος το βάζω πάντα να το ακούσω δεύτερη φορά. Το τρίτο εκτελείται εμφατικά. Πολύ γρήγορο tempo και άριστο ως προς το πνεύμα του έργου ενώ στην ίδια λογική κινείται και το finale. Από τις εκτελέσεις που έχω ακούσει και την ταπεινή μου προσωπική πείρα πάνω στο έργο θεωρώ την εκτέλεση άψογη.
Σαν κερασάκι παίρνετε και δύο πολύ καλές εκτελέσεις στις σονάτες του Poulenc και του Martinu (αν και όχι οι καλύτερες που έχω ακούσει).
*ενδέχεται να είναι φούγκα, δεν το έχω ψάξει στο πιάνο
** Το «τέχνασμα» θυμίζει λίγο το 2ο κονσέρτο για βιολοντσέλο του Shostakovich (3ο μέρος).