- 17 June 2006
- 49,350
Οι Doobie Brothers δεν ήταν ένα ομοιόμορφα ακούρευτο, καλοντυμένο, εγγλέζικο συγκρότημα, ούτε στούντιο γάτοι, ούτε συγγενείς υπαλλήλων της Warner. Δεν ήταν κάν αδέρφια. Ήταν τέσσερις μουσικοί από το San Jose (και όχι από ‘κει που ήταν όλοι οι άλλοι της εποχής τους, το San Francisco). Απλά τέσσερις μουσικοί, ένα συγκρότημα του δρόμου, που όπου υπήρχε κοινό βάζανε τα όργανα στη μπρίζα.
1971.
Τη στιγμή που ο Tom Johnston και ο Pat Simmons ανέβαιναν στη σκηνή με τις ακουστικές κιθάρες τους σε ανοιχτά κουρντίσματα, κάτι άλλαζε.
Αμερικάνικο ροκ, που μόλις άρχιζε να διαμορφώνεται. Καθαρά φωνητικά κοντά στους σύγχρονους Grand Funk αλλά και στους προπάτορες που καβαλούσαν τα κύματα της West Coast. Καουμπόϊκο ροκ ?… μάλλον όχι, επιρροές ναι αλλά όχι σαν αυτό που αργότερα μάθαμε από συγκροτήματα όπως οι Marshall Tucker Band, αγροτικό ? ίσως… μπούγκι ? χμμμ.. βλαχοροκ ? με τίποτα..Πάντως οι νύξεις για άλογα, χωριό, φύση, τη νύχτα, τη μέρα , ταξίδια και την καλή μας είναι εδώ με αντίστοιχη απουσία όλων των άλλων επιρροών της εποχής δηλαδή σύγχρονο τρόπο ζωής, καλοκαίρι στην πόλη, λουλούδια, και αγάπη. Φυσικά ούτε λεξη για ψυχεδέλεια (τι είναι αυτό ?) και ουσίες. Ας είναι καλά η μπύρα και τα άλλα αντρικά ποτά.
Όλα κινούνται γύρω από τους δυό πόλους Johnston – Simmons. Η μαγεία της διπλής κιθάρας, και υπάρχει μπόλικη, κύρια ακουστική, οι άλλοι δυό διακριτικοί, όσο χρειάζεται για να συμπληρωθεί η τετράδα.
Πολύ δυνατές στιγμές το ασύγκριτο opening track, Nobody, το Slippery St. Paul, travelling man, Feeling down farther και το μπλουζίστικο Chicago.
Δεν φτάνει την τελειότητα και τη στιλπνάδα του What were once vices… αλλά είναι φρέσκο, αγνό και ανεπιτήδευτο. Αγνοημένο στον καιρό του, ίσως λόγω της πρόχειρης ηχογράφησης των άσημων τότε μουσικών. Τώρα σαν remaster σαφώς καλύτερο.
Για όσους αναζητούν τα 70’ς που ποτέ δεν γνώρισαν.