- 17 June 2006
- 14,350
Ο πατέρας του, τον προόριζε για γιατρό.
Αυτός επαναστάτησε και εγκατέλειψε την πατρική οικία. Σήμερα, ο Heitor Villa-Lobos, θεωρείται ο μεγαλύτερος συνθέτης που έβγαλε ποτέ η Λατινική Αμερική. Ξεκίνησε σαν πλανόδιος μουσικός του δρόμου. Aυτοδίδακτος από τα μικράτα του, είχε ήδη γίνει μάστορας στο κλαρινέτο και στην κιθάρα, αλλά είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στο τσέλο – η αγάπη του αυτή είναι ολοφάνερη στα κουαρτέτα του όπου το τσέλο κυριαρχεί. Η πρώτη από τις Bachianas brasileiras γράφτηκε εναλλακτικά για 8 ή για ολόκληρη ορχήστρα (!!) από βιολοντσέλα. Aρχισε να κερδίζει τα προς το ζήν παίζοντας το τσέλο του σε θέατρα και εστιατόρια και να ταξιδεύει στη βραζιλιάνικη ενδοχώρα. Σκοπός του, να μάθει και να καταγράψει όλα τα δημοτικά και λαϊκά ιδιώματα της πατρίδας του. Τα ταξίδια του τον οδήγησαν στις φυλές του Αμαζονίου κι από εκεί, στην οροσειρά Μάτο-Γκρόσο όπου, σύμφωνα με τις διηγήσεις του, γλύτωσε παρά τρίχα από τους τοπικούς κανίβαλους. Δεν ξέρει κανείς κατά πόσο αυτές οι ιστορίες αληθεύουν: ο Villa-Lobos πέρα από επικούρειος, κοσμοπολίτης δανδής και φανατικός μπιλιαρδόρος, ήταν και μέγας παραμυθάς. Στις ακαδημαϊκές σπουδές του παραήταν χαλαρός και αμελής, αλλά συνέθετε σαν φρενιασμένος.
Περιόδευσε στην Ευρώπη, μαθήτευσε δίπλα στον Satie και στον Darius Milhaud, γνωρίσθηκε με τον Rubinstein και ερωτεύθηκε τη μουσική του Bach: τους πολυφωνικούς ιστούς με τις 2 ή 3 φωνές που εξελίσσονται παράλληλα σε αρμονικούς δαίδαλους και κατά διαστήματα σμίγουν και ξαναχωρίζουν, παράγοντας μαγεία. Η εργογραφία του Villa-Lobos ξεπερνάει τα 700 έργα, αλλά καθώς πολλά από αυτά τα ενορχήστρωνε σε πολλαπλές εκδοχές, το σύνολό τους αγγίζει τις 2000 (!). Η κορωνίδα του έργου του θεωρούνται οι 9 Bachianas Brasileiras.
Σύμφωνα με τον ίδιο, “οι Bachianas brasileiras είναι εμπνευσμένες κατευθείαν από τον Bach: την πιο πλούσια, βαθειά και οικουμενική φολκλορική πηγή όλων των λαϊκών μουσικών από όλα τα έθνη”. Πρόθεσή του να κατορθώσει να κάνει για τις λαϊκές μουσικές της Λατινικής Αμερικής, το ίδιο που είχε κάνει ο Κάντορας για τα τραγούδια και τους χορούς της Ευρώπης του 17ου αιώνα. Στις Bachianas brasileiras, η βασική αρχιτεκτονική δομή, είναι η Μπαρόκ φούγκα.
Οι πιο διάσημες από τις 9, είναι οι 1,5,7 και 9. Μη μασάτε: εγώ αγαπώ κι τις 9. Είναι άνισες από συνθετική άποψη, με την έννοια ότι δεν στέκονται όλες οι σελίδες τους στο ίδιο ύψος. Αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία γιατί κάθε νότα τους, είναι κατακυριευμένη από ένταση και ευρωστία και αυθορμητισμό, έναν εκρηκτικό λυρισμό που σκάει και ξεχειλίζει από την παρτιτούρα και τις διαπερνάει και τις φωτίζει από άκρη σε άκρη. Δεξιοτεχνία, σεμνοτυφία, τρυφερότητα, μελαγχολία, ένα ευμετάβλητο, πολύχρωμο καλειδοσκόπιο από συναισθήματα, εναλλάσσονται βίαια και συνεχώς με εκρήξεις πάθους στα πλαίσια μιάς εκφραστικής πληθωρικότητας που σου κόβει την ανάσα. Υπάρχουν όλες σε κουτί υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη (EMI Classics). Η μονοφωνική ηχογράφηση, αν και ανεκτίμητη, δείχνει κατά τόπους τα χρονάκια της. Υπάρχουν και σε σύγχρονη εγγραφή, σετ με 3 CDs, στην Naxos και ακούγονται υπέροχα.
Αλλά εγώ θα σταθώ στην 9η Bachiana brasileira. Είναι ένα σύντομο, αργό πρελούδιο που το διαδέχεται μια φούγκα. Αρχικά, η εκτέλεσή της θεωρήθηκε περίπου αδύνατη και ο συνθέτης την αναθεώρησε ενορχηστρώνοντάς την για έγχορδα. Είναι η εκτέλεση που υπάρχει στα 2 σετ που ανέφερα παραπάνω. Αλλά εγώ θα προτείνω την πρωτότυπη (1945) χορωδιακή βερσιόν, με την Odeline de la Martinez και τους BBC singers στην Lorelt: είναι μόνο φωνές, βαρύτονοι, τενόροι και υψήφωνοι που μπαίνουν διαδοχικά – δεν τραγουδούν λόγια αλλά κάτι περίεργες συλλαβές και μυστήρια φωνητικά εφέ. Αποπνέουν μια απόκοσμη μυστικιστική χροιά, μια αίσθηση απόκρυφου που φωλιάζει ιδιαίτερα στη μουσική των ινδιάνων του Αμαζονίου, γεμάτη περίπλοκες πολυτονικές αρμονίες, που σε σκλαβώνει από την πρώτη της στιγμή και σε ταξιδεύει μέχρι την τελευταία.