Ορφέας φλεγόμενος στα μονοπάτια του Μετα-Ρομαντικού Lied.

17 June 2006
14,350
Τα Lieder του Hugo Wolf

Ο Gustav Mahler και ο Hugo Wolf γεννήθηκαν και οι δυό το 1860, με τέσσερις μόλις μήνες διαφορά. Το πεπρωμένο ένωσε τις ζωές τους που χόρεψαν παθιασμένα το Τανγκό: μόνο που ο Mahler έγινε ένας επιτυχημένος μαέστρος και στη συνέχεια συνθέτης που οι συμφωνίες του γεμίζουν τις αίθουσες συναυλιών – ο Wolf ακολούθησε δικό του μονοπάτι: τα έξοχα Lieder του (Art Songs), είναι δικαιολογημένα αντικείμενο θαυμασμού - αλλά μόνο για τους ειδήμονες και τους ρέκτες.
Εφτασαν και οι δύο στη Βιέννη το 1875 και είχαν και οι δύο ‘ταπεινή’ καταγωγή. Ηταν και οι δύο ένθερμοι ‘Βαγκνερικοί’ και γράφτηκαν μαζί στο Κονσερβατουάρ στα 15 τους. Σπούδασαν και οι δύο Θεωρητικά και Σύνθεση με τους ίδιους καθηγητές, στην ίδια τάξη. Αλλά οι σπουδές του Mahler κράτησαν παραπάνω: ο Wolf ήταν πολύ ...ανυπόμονος, ασεβής και ‘καπετάν-φασαρίας’ και αποβλήθηκε το 1877. Παρ’ όλα αυτά παρέμειναν στενοί φίλοι, απένταροι μποέμ καλλιτέχνες που μάζευαν πενταροδεκάρες, ζούσαν με χορτόσουπες και μοιράζονταν το ίδιο φτωχικό δωμάτιο και για κάποιο χρονικό διάστημα το ίδιο κρεβάτι –μην πάει κανενός ο νούς στο ...πονηρό καθώς δεν υπάρχει η παρμικρή ένδειξη κάποιας σεξουαλικής σχέσης ανάμεσά τους. Ηταν η εποχή της νεανικής ανεμελιάς και της τρέλλας: συνέθεταν ο ένας συντροφιά με τον άλλο, παρέδιδαν μαθήματα μουσικής και μάζευαν με κόπο τα χρήματα για να πηγαίνουν στην Οπερα. Κάπου εκεί ο Wolf κόλλησε τη σύφιλη που θα τον έστελνε τρελλό στον τάφο κάποια χρόνια μετά. Μέσα σ ένα χρόνο, οι δρόμοι τους χώρισαν: ο Mahler άφησε τη Βιέννη για να κάνει καριέρα μαέστρου. Ο Wolf έμεινε και άρχισε να γράφει μουσικοκριτικές για να ζήσει. Συνέθεταν κατά μόνας και οι δύο βέβαια, αλλά ο Wolf ήταν αυτός που κέρδισε πρώτος χρονικά την αναγνώριση των κριτικών με τα τραγούδια του.
Το 1897 ο Mahler γύρισε στη Βιέννη για να αναλάβει την πιό ζηλευτή θέση στα μουσικά δρώμενα της πόλης: Διευθυντής της Οπερας. Ο Wolf, πολύ πιό διάσημος σαν συνθέτης εκείνη την εποχή, ένιωσε τις ελπίδες του να αναπτερώνονται: πίστεψε πως είχε φτάσει η στιγμή για να ανεβάσει την όπερα που είχε γράψει (Der Corregidor) και πήγε να δεί το φίλο του. Αλλά ...’έφαγε πόρτα’: ο Mahler έδειξε κάποιο ενδιαφέρον και του είπε πως θα την κοιτάξει. Αλλά το Μάϊο του 1897, που ο Wolf τον επισκέφθηκε στο γραφείο του, στην Οπερα, άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου: ο Mahler έκανε κάποιες παρατηρήσεις κριτικού χαρακτήρα και εξέφρασε τις αμφιβολίες του κατά πόσο το έργο μπορούσε να ‘ανέβει’ στη Βιέννη. Ηταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, η σπίθα που άναψε πυρκαγιά. Και ο Wolf, μέχρι τότε μανιοκαταθλιπτικός, εξερράγη και τρελλάθηκε.
Aρχισε να λέει στους φίλους του πως Αυτός διορίσθηκε Διευθυντής της Οπερας κι όχι ο Mahler. Η παραίσθηση σύντομα του έγινε εμμονή. Κουτσομπολιά της εποχής έλεγαν πως στήθηκε έξω από την Οπερα της Βιέννης στη Ringstrasse και εξηγούσε στους περαστικούς Γιατί η αφεντιά του είναι ο ‘νόμιμος Διευθυντής’, ο ...’δικαιούχος’. Μάζεψε τους φίλους του και πήγαν τρέχοντας στο σπίτι του διάσημου τενόρου Winkelmann για να τον αναγκάσουν να κάνει πρόβες σε μιά καινούργια όπερα που ο Wolf είχε στα σκαριά, τον Manuel Venegas. Την επόμενη μέρα, ενώ έπαιζε στο πιάνο για τους φίλους του την καινούργια του όπερα, τους ανακοίνωσε ότι ‘απολύονται και οι δύο: και ο Mahler και ο Winkelmann!’. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς κλείσθηκε σε Ασυλο. Μια μικρή αναλαμπή τον επόμενο χρόνο (1898), στη διάρκειά της επισκέφθηκε την Τεργέστη όπου είδε για πρώτη φορά στη ζωή του τη θάλασσα. Αλλά τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς αποπειράθηκε να πνιγεί στο ποτάμι: τον βρήκαν σε πλήρη σύγχυση, μουσκίδι και κουβαριασμένο, να τρέμει σ ένα κοντινό δάσος. Γύρισε στο Ασυλο και η μνήμη του άρχισε να τον εγκαταλείπει. Οι παραισθήσεις χειροτέρεψαν. Αρχές του 1900 παρέλυσε. Πέθανε 3 χρόνια μετά, στις 22 Φεβρουαρίου του 1903.

Ο Hugo Wolf ήταν μινιατουρίστας, σε αντίθεση με τους μαίτρ της μεγάλης φόρμας. Εγραψε σχεδόν αποκλειστικά Lieder – περισσότερα από 200. Καθένα απ αυτά θεωρείται από τους μουσικολόγους ένα Αριστούργημα σε σμίκρυνση. Η καλύτερη περιγραφή που έχω διαβάσει τα παρομοιάζει με τις γνωστές Ρώσικες κούκλες, τις ‘μπάμπουσκες’: ‘’οι επανειλημμένες ακροάσεις επιβάλλονται και κάθε φορά έχεις την εντύπωση πως βρίσκεις καινούργια πράγματα μέσα τους’’. Το ιδίωμα που υπηρέτησε ο Wolf, πολύ δημοφιλές στη Γερμανική κουλτούρα πριν το 1914, δεν κατέχει πιά κεντρική θέση στις προτιμήσεις των σύγχρονων ακροατηρίων και στο ρεπερτόριο των καλλιτεχνών. Αλλά κρατώ ένα κείμενο του θρυλικού Walter Legge από τη δεκαετία του 1930, στην πρώτη προσπάθεια να καταγραφούν τα Lieder σε δίσκο. Εγραφε τότε ο Legge: ‘η μία και μοναδική προϋπόθεση στην ερμηνεία του Wolf, είναι η ζωηρότητα της φαντασίας, η απαλλαγή από την αστεία πλάνη ότι η μουσική είναι μία ‘καθώς-πρέπει’ ενασχόληση, η απόλυτη απουσία των φυσικών αναστολών που απορρέουν από το φόβο μας να εκθέτουμε δημόσια τα συναισθήματά μας. Ο κόσμος του Hugo Wolf, τόσο πνευματικά όσο και αισθηματικά, είναι πολύ πιό έντονος, πιό σφοδρός, πιο ζωντανός, πιό παθιασμένος, πιο σφριγηλός από την καθημερινότητά μας. Ο ερμηνευτής, για να αποδώσει σωστά αυτά τα τραγούδια, πρέπει να μπορεί να περνάει σε Αλλους κόσμους: για την ακρίβεια σε έναν Καινούργιο και διαφορετικό για κάθε ένα απ αυτά’.

Οπως έγραψαν διαπρεπείς μελετητές (Bernard Shaw) τα Lieder του Hugo Wolf είναι ‘’η τέλεια εφαρμογή της Βαγκνερικής μεθοδολογίας στην Τέχνη του Τραγουδιού: όλα τα Βαγκνερικά σύνεργα είναι παρόντα εδώ, από την ανάπτυξη και τη συνεχή θεματική μεταμόρφωση μέχρι το διχασμό ανάμεσα στην εξωστρέφεια και τις εσωτερικές διεργασίες της Ψυχής’’. Οι στίχοι είναι μελοποιημένα ποιήματα του Γκαίτε (57), του Χάϊνε, του Μέρικε και άλλων. Μελοποίησε επίσης Ιταλικά και Ισπανικά ποιήματα. Αυτά τα τελευταία (45), απαρτίζουν το Spanisches Liederbuch και είναι για μένα ό τι καλύτερο έκανε ποτέ. Πολύ μελάνι έχει χυθεί κατά καιρούς για να εξυμνήσει αυτά τα ακραία διαμάντια που εξυμνούν τη θρησκευτική εμπειρία και, μαζί, τον έρωτα – το Πνευματικό και το Σαρκικό. Απευθύνονται βέβαια σε ακραία εκλεκτικούς και είναι δύστροπα έως εχθρικά σε κάθε είδους επιπόλαιες προσεγγίσεις.
Από τους παληότερους οι Hans Hotter και Gerard Souzay έχουν καταπληκτικά ρεσιτάλ από Lieder του Wolf αναστηλωμένα όσο καλύτερα γίνεται από την Testament. Από τους πιό σύγχρονους ‘λάμπουν’ ο Peter Shreier, η Elizabeth Schwarzkopf και ο Dietrich Fischer-Dieskau. Αυτός ο τελευταίος είναι και η καλύτερη πρώτη είσοδος στον κόσμο του Wolf. Αλλά στις παληές ηχογραφήσεις του, τη δεκαετία του ’50, συνοδεύεται από τον Gerald Moore. Ο πιανίστας στον Wolf έχει την ίδια σημασία με τον τραγουδιστή: ο Moore είναι εξαιρετικά επιδέξιος, ‘ξύπνιος’, σχεδόν κατεργάρης. Με τη βοήθειά του, ο νεαρός Fischer-Dieskau υπογραμμίζει σ αυτά τα πρώτα του βήματα τις συγγένειες του Wolf με τους προπάτορες του Lied, τον Schubert και τον Schumann. Είναι σχεδόν αφελής και πρωτίστως αφηγηματικός: τονίζει, υποδύεται, ενσαρκώνει, μουρμουρίζει, εξομολογείται, χαμογελάει, μορφάζει - η εκφορά είναι ‘σταράτη’ και μοιάζει γεμάτη εσωτερικό φώς, ελεγειακά πλαστική, εκστατική αλλά και λίγο αφελής. Εγώ, όταν επιστρέφω στα Lieder του Wolf, ακούω τις ηχογραφήσεις που έκανε o Fischer-Dieskau 20 περίπου χρόνια μετά, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70. Εκεί τον συνόδεψαν στο πιάνο ο Daniel Barenboim στο στούντιο και ο Sviatoslav Richter στις ζωντανές εμφανίσεις. Είναι σε αυτές τις εγγραφές που το πιάνο μοιάζει να φέρνει στην επιφάνεια όλες τις μικρές ραγισματιές στο γράψιμο. Ακούς πιά έναν Wolf άπειρα πιό προσωπικό και ανθρώπινο, λίγο κιτρινιάρη, ελαφρά ανισόρροπο και ξεχαρβαλωμένο και είναι εδώ που μπορείς να ψηλαφίσεις το αληθινό του πρόσωπο – τα Τραγούδια του ηχούν πάντα σαν συμπυκνωμένα μικρά αραβουργήματα, ανήσυχα και γεμάτα ένταση, πολυσύνθετα τόσο μουσικά όσο και συναισθηματικά. Αλλά εδώ προβάλλει, σχεδόν με μαγικό τρόπο, ένας Wolf γεμάτος αντινομίες, μοναξιά, καημούς. Ενα προσωπικό χάος που αρνείται πεισματικά να μετατραπεί σε τάξη. Αλλά πάνω απ όλα, νομίζω ότι ακούω τη μελαγχολία να μετατρέπεται σε γενναιοδωρία ψυχής.

Η Deutsche Grammophon έχει συγκεντρώσει όλα τα τραγούδια του Wolf με τους Fischer-Dieskau και Barenboim σ ένα ‘αλμυρούτσικο’ κουτί με 6 CDs. Από την άλλη, στην Orfeo βρίσκει κανείς τους Fischer-Dieskau και Richter στα τραγούδια του Wolf σε στίχους Γκαίτε (Goethe-Lieder) σε ζωντανή ηχογράφηση. Στη DG τα Moerike-Lieder πάλι με τους ίδιους (αν ο δίσκος δεν έχει στο μεταξύ καταργηθεί). Ταξίδι Ανακάλυψης κανονικό.





Πηγή για τα βιογραφικά το πολύ καλό βιβλίο του Frank Walker με τίτλο ‘Hugo Wolf’ (Dent and Sons, 1968).