CYBER - ELVIS. Μουσουλμάνος στην ψυχή - και χωρίς ενοχές.

  • Αγαπητοί φίλοι και φίλες.

    Με ιδιαίτερη χαρά σας προσκαλούμε στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας του AVClub στη Θεσσαλονίκη για το 2024 την Κυριακή 07 Απριλίου και ώρα 14.00

    Δηλώστε τη συμμετοχή σας εδώ, θα χαρούμε πολύ να σας γνωρίσουμε από κοντά.

17 June 2006
14,350
amersup.jpg


SUICIDE – American Supreme (Blast First)

Οι Alan Vega και Martin Rev (Suicide) έρχονται από την ίδια χρονική περίοδο, από τις ίδιες γειτονιές κι από τα ίδια απελπισμένα μονοπάτια που μας έδωσαν το hip-hop. Νέα Υόρκη, μέσα δεκαετίας του ’70 με την ιδιωτική πρωτοβουλία να έχει πάρει το πάνω χέρι, την ατμόσφαιρα να γίνεται βαθμιαία όλο και πιο πολεμική –καθένας για τον εαυτό του κι ο Θεός εναντίον όλων- και το φιλελευθερισμό να καταγράφει τις πρώτες του αποτυχίες. Με τις πρώτες γερές περικοπές στα κοινωνικά κονδύλια και τα καμένα Κοινωνικά Συμβόλαια που είχαν υποσχεθεί απερίσκεπτα και γενναιόδωρα οι Γελαστές Φάτσες. Με την πρώτη κρίση του πετρελαίου, τα blackouts και τις επιδρομές και λαφυραγωγία των καταστημάτων από τους φτωχούς, τις ’τυχαίες’ πυρκαγιές που αφάνιζαν τις λαïκές συνοικίες, το Μπρόνξ και τα περίχωρα – για να εισπράττουν οι ιδιοκτήτες τα λεφτά από τις ασφαλιστικές εταιρίες. Με την εγκληματικότητα να εκτινάσσεται εκτός ελέγχου και την Αστυνομία να υποχωρεί, μέσα από τις Πόλεις-φαντάσματα της νύχτας αναδύθηκαν οι συμμορίες. Αν και κανείς δεν το ομολόγησε ποτέ επίσημα, η ρίζα για όλες αυτές τις ταραχές ήταν η ράτσα: οι συμμορίες ήταν ως επί το πλείστον μαύροι και ισπανόφωνοι, αυτοί που λεηλατούσαν ήταν φτωχοί και έγχρωμοι, αυτοί που λεηλατούνταν -οι καταστηματάρχες- ήταν λευκοί.
Από αυτά τα αποκαΐδια γεννήθηκε το hip-hop. Μέσα από τα χαλάσματα βγήκε μια καινούργια γενιά από φτωχόπαιδα, σύγχρονοι Ξεχασμένοι απ το Θεό, los olvidados - αυτοί που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Αυτά τα παιδιά λές και προσπαθούσαν να φτιάξουν γλυπτά από Στάχτη: Χρησιμοποιούσαν απομεινάρια και απορρίμματα, σπαράγματα και συντρίμμια, κουτιά από αεροζόλ, κάθε λογής παλιατσαρίες και ό τι άλλο μπορούσαν να ψαρέψουν στην αστική χωματερή – για να ντυθούν, να ’παίξουν’ ή να εκφρασθούν: έτσι συναρμολογούσαν κομμάτι-κομμάτι τη δικιά τους αίσθηση κοινότητας, τη δικιά τους αισθητική, τους δικούς τους κώδικες και τη δικιά τους υποκουλτούρα. Αφού η Αστυνομία είχε κρυφτεί, αυτοί πήραν στα χέρια τους και το Νόμο: έγιναν ’πολιτοφύλακες’ και πάνω απ όλα, υπέρτατος Κριτής ήταν πια ’το απόσπασμα’ (the posse). DJs, MCs, φίλοι από τη γειτονιά, σωματοφύλακες και κάθε καρυδιάς καρύδι που ενώνονταν μεταξύ τους με δεσμούς ’μπέσας’, υπακοής, αξιοπρέπειας και χρήματος. Ο μόνος ορατός …ηδονιστικός στόχος του hip-hop φαινόταν να είναι η Τέχνη του να Επιβιώνεις. Και η μουσική φαινόταν να νοιάζεται μόνο για το Εδώ και Τώρα, τον Αυτό-προσδιορισμό, μια θηριώδης επίδειξη του Πόσο Μεγάλο Τον Εχεις, Πως υπερτερείς πάνω στους άλλους και πως πορεύεσαι ’με το κούτελο καθαρό’ – δεν είχε χρόνο (ούτε διάθεση) για ιστορίες αγάπης, σοροπιαστά έγχορδα ή την αίσθηση του να ανήκεις Κάπου. Ηταν ο καθρέφτης της ’μάχης’ – όλοι εναντίον όλων και όλοι οι πόλεμοι μονομιάς. Οι Suicide έρχονταν από αυτό ακριβώς το τοπίο. Ο Alan Vega ήταν ισπανόφωνος και ο Martin Rev Εβραίος. Μόνη τους διαφορά με τους μαύρους ’αδελφούς’ ήταν ότι οι Suicide λάτρευαν τη τζάζ από τα τέλη των 60ς - όλους αυτούς που ‘τέντωναν’ τη φόρμα και την έσπρωχναν σε καινούργιες κατευθύνσεις: John Coltrane, Miles Davis, Albert Ayler. Aλλά η πιό αναγνωρίσιμη επιρροή στον ήχο τους ήταν μιά ψύχωση με το rockabilly: Elvis, Chuck Berry, Fats Domino. ‘Τους λάτρευα όλους αυτούς’ λέει σήμερα ο Alan Vega, ‘κι ήταν προφανές για μένα: το μέλλον του ροκ’εν’ρολ ήταν ο ηλεκτρισμός. Αλλά οι φίλοι του ροκ δεν άντεχαν το γεγονός ότι δεν είχαμε κιθάρες και ντράμς. Αγαπούσα το ροκ’εν’ρολ τόσο πολύ που δεν μπορούσα να το αφήσω όπως ήταν γιατί θα πέθαινε. Και αυτό έγινε τελικά. Τώρα έχουμε συγκροτήματα σαν τους Green Day να ανακυκλώνουν συνέχεια τα ίδια και τα ίδια’.
Αρχές δεκαετίας του ’70 που έσμιξαν κι άρχισαν να παίζουν μαζί, η στέρηση τους έκανε μοναδικούς: δεν είχαν όργανα κι αυτό έδωσε στον ήχο τους μια γύμνια που δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο γύρω τους. Κι η ανέχεια, καθώς δεν είχαν περίπου τίποτα να φάνε ή ένα μέρος να κοιμηθούν, έμοιαζε να φορτίζει αυτό που έπαιζαν μ’ ένα φοβερό θυμό: μιά πρωτόγνωρη νευρικότητα poy το έκανε μυτερό, κοφτερό και ευέξαπτο, με έντονο περίγραμμα και αδρές γραμμές. Το drum machine ηχούσε ασθενικό και φτηνό. Τα πλήκτρα του Martin Rev έπαιζαν επαναληπτικά riffs με τρείς νότες, διανθισμένα με βίαιες ηλεκτρονικές παραφωνίες. Πάνω σ αυτό το ‘σπαρτιάτικο’ ηχητικό φόντο ο Alan Vega εξαπέλυε τα φωνητικά. Ηχούσε σαν διασταύρωση του Elvis με τον Ian Curtis (Joy Division) κι ένός λύκου με κρυολόγημα. Eμοιαζε με τον Τσε Γκεβάρα να χορεύει ντουέτο με τον Elvis. Σκέτη φρενίτιδα. O κόσμος τους μίσησε κι οι συναυλίες τέλειωναν συχνά βίαια με το κοινό να πετάει μπουκάλια, μαχαίρια και να τους επιτίθεται στη σκηνή και τους διοργανωτές να τους κόβουν πολλές φορές το ρεύμα. Αυτό δεν εμπόδισε το πρώτο άλμπουμ τους, κυκλοφορημένο το 1978 να θεωρείται σήμερα μιά επιρροή ανάλογου διαμετρήματος και ισχύος με τους Velvet Underground ή τους Stooges. Aνάμεσα σ αυτούς που ‘πίνουν νερό στ όνομά τους’, συγκαταλέγονται σήμερα τύποι σαν τον Bruce Springsteen, το Nick Cave και την P.J. Harvey.
Το ‘American Supreme’ είναι το 5ο άλμπουμ των Suicide με απόσταση 10 χρόνων από το αμέσως προηγούμενο του (‘Why Be Blue’) και πιθανότατα είναι ό τι καλύτερο έχουν κάνει μέχρι σήμερα. Βγήκε στα τέλη του 2003 κι απ όσο είμαι σε θέση να ξέρω είναι η πρώτη ξεκάθαρη, αντιπολιτευτική δήλωση του Ροκ πάνω στα γεγονότα της 11ης του Σεπτέμβρη. Για πρώτη φορά έχουν κάνει μόνοι τους την παραγωγή: στα πλαίσιά του ακούς samples από κιθάρες και ντράμς, hip hop, αστικό electro και Techno, όλα διαπερασμένα από το αμείλικτο ροκ’εν’ρολ beat με αποσταθεροποιητικά loops από το όργανο του Rev. Το εξώφυλλο έχει μιά ξεβαμμένη Αμερικάνικη σημαία και τα 55 λεπτά του δίσκου είναι ένα σαρδονικό σχόλιο πάνω στη σύγχρονη Αμερική και την ανωτερότητα που νομίζει ότι έχει απέναντι σε οποιονδήποτε άλλο κάτοικο του πλανήτη. Eίναι ένας σκοτεινός, ‘ανεμοδαρμένος’ δίσκος γεμάτος από παρόρμηση, ικεσία, περιφρόνηση και συμπόνοια. Ενας απο εκείνους τους σπάνιους δίσκους που προσπαθούν να διαχειρισθούν το Τι ακριβώς σημαίνει να ζείς σ αυτούς τους δύσκολους, περίπλοκους, μοντέρνους καιρούς.