- 17 June 2006
- 14,350
O Earl “Fatha” Hines (1903 - 1983) κέρδισε το παρατσούκλι του (Fatha) από τη λέξη Father – πατέρας. Είναι ανάμεσα στις 8 ή 10 πιο εμβληματικές φιγούρες της ιστορίας της τζαζ γενικότερα και ένας από τους “Αγιους Πατέρες” του Jazz piano (μαζί με τον James P. Johnson, τον Jelly Roll Morton, τον Fats Waller και τον Art Tatum). Το παίξιμό του είναι μοναδικό και δεν τον μπερδεύεις με κανένα. Η άρθρωσή του χαρακτηρίσθηκε 'springy': αυτοσχεδιάζει ακατάπαυστα ένα τρελλό χορό γύρω από τις μελωδικές γραμμές σαν σεληνιασμένη κρεολή τσιγγάνα, αποπλανητική, απόλυτα ελαστική -ακριβώς όπως το ελατήριο που συσπειρώνεται και αναπηδά. Η ρυθμική του προσέγγιση είναι σκέτο αληταριό: μοιάζει με αγρίμι που το ξαμόλησαν και κυλιέται ξέφρενα παραδομένο στην ασωτία - δε διστάζει να αφεθεί σε κάθε λογής παρέκκλιση, βάζει φωτιά στα τόπια, φλέγεται από περιέργεια καθώς δοκιμάζει συνέχεια τις φόρμες και τις τραβάει στα όριά τους μέχρι που τις κάνει αγνώριστες. Ο τρόπος που παίζει το πιάνο του απέχει κάποια έτη φωτός από τη σιγουριά του ragtime ή την 'πουτανιά' του stride: o Fatha, εκτός από Sui Generis -όπως άλλωστε όλοι οι μεγάλοι μουσικοί- ποτέ δεν καταδεχόταν να παίξει το ίδιο σόλο δύο φορές, ανεξάρτητα από το πόσο οικείο ήταν στο κοινό του το κομμάτι που έπαιζε, και ήταν πάντα παρεκβατικός και πέρα για πέρα ακραίος: τρώς κατακούτελα μία απίστευτη κραιπάλη από οκτάβες -ο Fatha έμαθε την τέχνη του σε άγριες εποχές όταν, στα καταγώγια που έπαιζε, οι τραγουδιστές χρησιμοποιούσαν ντουντούκες (!) για να ακουστούν μέσα στο δαιμονικό πατιρντί- τα staccati αιχμηρά, κροταλίζουν σαν έμβολα μηχανής που διψάει για λάδια και οι μελωδίες αρχίζουν να ρητορεύουν καυχησιάρικα και να σου γνέφουν καθώς ξετυλίγονται πλούσια επιδαψιλευμένες, αυτάρεσκες και πέρα για πέρα απρόβλεπτες. Ενα πραγματικό ντελίριο.
Tα δύο άλμπουμ του "Tour De Force" και "Τour De Force Encore" στην Black Lion είναι η καλύτερη πόρτα για το σύμπαν του Hines αλλά οι ρέκτες καλά θα κάνουν να προχωρήσουν λίγο παραπέρα και να ψάξουν το "Earl Hines Plays Duke Ellington".
Πηγές: The Wire, Spring 1983, Issue 3,