Η πορεία από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, αφήνει συνήθως στο διάβα της παρατημένες ή ξεχασμένες συλλογές. Φωτογραφίες, χαρτάκια, περιοδικά, παιδικά παιχνίδια. Όσες από αυτές γλιτώσουν τα σκουπίδια, βρίσκουν καταφύγιο σε μια γωνιά, συνήθως στο πατάρι, περιμένοντας να φιλοδωρήσουν τον αγνώμονα δράστη με γλυκόπικρη νοσταλγία.
Αυτά για τις εμπράγματες. Υπάρχουν όμως και οι άλλες, οι ανεξίτηλες συλλογές παιδικών ερεθισμάτων και εντυπώσεων, που φωλιάζουν στην μνήμη και το υποσυνείδητο. Ο Μάλερ, από τότε που ήταν πιτσιρίκος στο τότε Iglau της Μοραβίας (σημερινή Jihlava), ρουφούσε σα σφουγγάρι τα τραγούδια του κόσμου στους δρόμους και στα πανηγύρια και ιδιαίτερα τις μουσικές της στρατιωτικής μπάντας ή τα τραγούδια των φαντάρων στον παρακείμενο στρατώνα. Λένε πως θυμόταν απέξω καμιά διακοσαριά τέτοιους σκοπούς.
Η παιδική του αγάπη στους λαϊκούς σκοπούς και δοξασίες, συνδυάστηκε με το ενδιαφέρον του ενήλικου Μάλερ για μια πολύ δημοφιλή την εποχή εκείνη ανθολογία γερμανικής λαϊκής ποίησης με τίτλο Το Μαγικό Κόρνο του Παιδιού (Des Knaben Wunderhorn).
Οι δύο τόμοι της συλλογής περιελάμβαναν στίχους από λαϊκή ποίηση τριακοσίων χρόνων, με την αναμενόμενη θεματολογία: θρησκευτικά ποιήματα και κάλαντα, εργατικά τραγούδια, ιστορικές ρομάντζες, τραγούδια για φαγοπότια, στρατιωτικά τραγούδια, ερωτικά και γαμήλια τραγούδια, καθώς και νανουρίσματα.
Ο Μάλερ μελοποίησε αρκετά τραγούδια από αυτή την ανθολογία, τα οποία είτε ενσωμάτωσε στη 2η, 3η και 4η συμφωνία του, είτε τα εξέδωσε αργότερα (το 1905), ως ανεξάρτητη συλλογή με το όνομα Humorsken. Τα τραγούδια αυτής της συλλογής με κάποιες μικροαλλαγές, έμειναν αργότερα γνωστά ως τραγούδια από το Μαγικό Κόρνο του Παιδιού και αποτελούν και το αντικείμενο αυτής εδώ της παρουσίασης.
Σε αυτά τα δώδεκα τραγούδια, η αγάπη του Μάλερ για το άμεσο, το φυσικό και το γνήσιο, μαζί με τη συνθετική και ενορχηστρωτική ιδιοφυΐα του, έχουν κάνει θαύματα Όμορφες, απλές, ευμνημόνευτες μελωδίες, αποδίδονται με αριστοτεχνική ενορχήστρωση που καταφέρνει να κάνει τη φαινομενικά δυσκίνητη συμφωνική ορχήστρα ευκίνητη και διακριτική, διαμορφώνοντας ένα ηχητικό τοπίο με λεπτή υφή και μεγάλη παραστατικότητα. Ανάλογα με το εκάστοτε τραγούδι η μουσική αναδύει τη χάρη, την επιθυμία, την απογοήτευση, το κωμικό, το πομπώδες, το δέος και την απλοϊκή, gothic ατμόσφαιρα των στίχων.
Είναι τέτοια η αμεσότητα του αποτελέσματος που δε χρειάζεται να γνωρίζεις τους στίχους για να νιώσεις για παράδειγμα, ευθυμία και διάθεση χαβαλέ, ακούγοντας το τραγούδι σε εξύμνηση της υψηλής διανοίας (lob des hohen verstandes).
Κορωνίδα μεταξύ των τραγουδιών είναι το Εγερτήριο (Revelge), από τις τελευταίες (1899) και πιο μακροσκελείς προσθήκες στη συλλογή. Οι στίχοι μιλούν για το εγερτήριο και την πορεία ενός στρατού νεκρών στη μάχη στρατιωτών, με επικεφαλής τον τυμπανιστή τους, που κατευθύνονται στο σπίτι της αγαπημένης του. Αυτή η απλοϊκή, τυπικά ρομαντική και γερμανική ιστορία, που στις μέρες μας μπορεί να τροφοδοτούσε το storyboard κάποιου gothic comic, μεταμορφώνεται από τον Μάλερ σε ένα πρώιμο εξπρεσσιονιστικό αριστούργημα, εξαιρετικό δείγμα αυτού που ο Βάλτερ ονόμαζε ως η νυχτερινή φύση του Μάλερ.
Μέσα από ένα τραχύ, άγριο και φαινομενικά πομπώδες εμβατήριο, η μουσική πετυχαίνει μια τέλεια εκφραστική ισορροπία, αναδεικνύοντας τα πιο καλά κρυμμένα και ενδιαφέροντα ψυχολογικά στερεότυπα του κειμένου. Εδώ η ήττα δεν προσλαμβάνεται με μοιρολατρική καρτερικότητα, ούτε με εγωπαθή, gothic σχηματοποίηση ή μεγαλόστομη άρνηση, ούτε με τη γνώριμη σε μας κλάψα. Εδώ έχουμε ένα διονυσιακό βίωμα της ήττας, μια αντεστραμμένη αποθέωση, στις παρυφές της οποίας διακρίνεται ο πόνος και η πικρή επίγευση της απώλειας.
Ο ίδιος ο Μάλερ το θεωρούσε ως το πιο όμορφο και πιο επιτυχημένο απ’ όλα τα τραγούδια της συλλογής. Μάλιστα σε μια επιστολή του το είχε χαρακτηρίσει ως ίσως το πιο σημαντικό τραγούδι του.
Οι διάφορες ηχογραφήσεις του κύκλου, διαφοροποιούνται τόσο ως προς το ακριβές περιεχόμενο, όσο και ως προς τη σειρά των τραγουδιών. Η μακράν καλύτερη ερμηνεία του έργου κυκλοφορεί από την EMI με το Ντίτριχ – Φίσερ Ντισκάου, την Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ και τον Γκέοργκ Τσέλ:
Η Σβάρτσκοπφ τραγουδά με τη γνώριμη γλυκιά φωνή της και αυτόν τον περίεργο ‛ψυχρό’ αισθησιασμό που διαθέτει, αλλά αυτός που δίνει πραγματικά ρέστα είναι ο Ντισκάου στο Εγερτήριο. Καμία άλλη εκτέλεση που έχω ακούσει δεν μπορεί να προσεγγίσει τον εκφραστικό πλούτο και βάθος του στην ερμηνεία του έργου. Ελπίζω μόνο το πρόσφατο remaster της EMI στη σειρά great recordings of the century να είναι καλύτερο από αυτό του παλαιότερου cd της δεκαετίας του ’90 και ν’ αποφεύγει τις υπερβολές στη στάθμη της γκρανκάσσας. Σε σχέση πάντως με το παλιό cd, το βινύλιο της electrola που έχω είναι καλύτερο.
Αυτά για τις εμπράγματες. Υπάρχουν όμως και οι άλλες, οι ανεξίτηλες συλλογές παιδικών ερεθισμάτων και εντυπώσεων, που φωλιάζουν στην μνήμη και το υποσυνείδητο. Ο Μάλερ, από τότε που ήταν πιτσιρίκος στο τότε Iglau της Μοραβίας (σημερινή Jihlava), ρουφούσε σα σφουγγάρι τα τραγούδια του κόσμου στους δρόμους και στα πανηγύρια και ιδιαίτερα τις μουσικές της στρατιωτικής μπάντας ή τα τραγούδια των φαντάρων στον παρακείμενο στρατώνα. Λένε πως θυμόταν απέξω καμιά διακοσαριά τέτοιους σκοπούς.
Η παιδική του αγάπη στους λαϊκούς σκοπούς και δοξασίες, συνδυάστηκε με το ενδιαφέρον του ενήλικου Μάλερ για μια πολύ δημοφιλή την εποχή εκείνη ανθολογία γερμανικής λαϊκής ποίησης με τίτλο Το Μαγικό Κόρνο του Παιδιού (Des Knaben Wunderhorn).
Οι δύο τόμοι της συλλογής περιελάμβαναν στίχους από λαϊκή ποίηση τριακοσίων χρόνων, με την αναμενόμενη θεματολογία: θρησκευτικά ποιήματα και κάλαντα, εργατικά τραγούδια, ιστορικές ρομάντζες, τραγούδια για φαγοπότια, στρατιωτικά τραγούδια, ερωτικά και γαμήλια τραγούδια, καθώς και νανουρίσματα.
Ο Μάλερ μελοποίησε αρκετά τραγούδια από αυτή την ανθολογία, τα οποία είτε ενσωμάτωσε στη 2η, 3η και 4η συμφωνία του, είτε τα εξέδωσε αργότερα (το 1905), ως ανεξάρτητη συλλογή με το όνομα Humorsken. Τα τραγούδια αυτής της συλλογής με κάποιες μικροαλλαγές, έμειναν αργότερα γνωστά ως τραγούδια από το Μαγικό Κόρνο του Παιδιού και αποτελούν και το αντικείμενο αυτής εδώ της παρουσίασης.
Σε αυτά τα δώδεκα τραγούδια, η αγάπη του Μάλερ για το άμεσο, το φυσικό και το γνήσιο, μαζί με τη συνθετική και ενορχηστρωτική ιδιοφυΐα του, έχουν κάνει θαύματα Όμορφες, απλές, ευμνημόνευτες μελωδίες, αποδίδονται με αριστοτεχνική ενορχήστρωση που καταφέρνει να κάνει τη φαινομενικά δυσκίνητη συμφωνική ορχήστρα ευκίνητη και διακριτική, διαμορφώνοντας ένα ηχητικό τοπίο με λεπτή υφή και μεγάλη παραστατικότητα. Ανάλογα με το εκάστοτε τραγούδι η μουσική αναδύει τη χάρη, την επιθυμία, την απογοήτευση, το κωμικό, το πομπώδες, το δέος και την απλοϊκή, gothic ατμόσφαιρα των στίχων.
Είναι τέτοια η αμεσότητα του αποτελέσματος που δε χρειάζεται να γνωρίζεις τους στίχους για να νιώσεις για παράδειγμα, ευθυμία και διάθεση χαβαλέ, ακούγοντας το τραγούδι σε εξύμνηση της υψηλής διανοίας (lob des hohen verstandes).
Κορωνίδα μεταξύ των τραγουδιών είναι το Εγερτήριο (Revelge), από τις τελευταίες (1899) και πιο μακροσκελείς προσθήκες στη συλλογή. Οι στίχοι μιλούν για το εγερτήριο και την πορεία ενός στρατού νεκρών στη μάχη στρατιωτών, με επικεφαλής τον τυμπανιστή τους, που κατευθύνονται στο σπίτι της αγαπημένης του. Αυτή η απλοϊκή, τυπικά ρομαντική και γερμανική ιστορία, που στις μέρες μας μπορεί να τροφοδοτούσε το storyboard κάποιου gothic comic, μεταμορφώνεται από τον Μάλερ σε ένα πρώιμο εξπρεσσιονιστικό αριστούργημα, εξαιρετικό δείγμα αυτού που ο Βάλτερ ονόμαζε ως η νυχτερινή φύση του Μάλερ.
Μέσα από ένα τραχύ, άγριο και φαινομενικά πομπώδες εμβατήριο, η μουσική πετυχαίνει μια τέλεια εκφραστική ισορροπία, αναδεικνύοντας τα πιο καλά κρυμμένα και ενδιαφέροντα ψυχολογικά στερεότυπα του κειμένου. Εδώ η ήττα δεν προσλαμβάνεται με μοιρολατρική καρτερικότητα, ούτε με εγωπαθή, gothic σχηματοποίηση ή μεγαλόστομη άρνηση, ούτε με τη γνώριμη σε μας κλάψα. Εδώ έχουμε ένα διονυσιακό βίωμα της ήττας, μια αντεστραμμένη αποθέωση, στις παρυφές της οποίας διακρίνεται ο πόνος και η πικρή επίγευση της απώλειας.
Ο ίδιος ο Μάλερ το θεωρούσε ως το πιο όμορφο και πιο επιτυχημένο απ’ όλα τα τραγούδια της συλλογής. Μάλιστα σε μια επιστολή του το είχε χαρακτηρίσει ως ίσως το πιο σημαντικό τραγούδι του.
Οι διάφορες ηχογραφήσεις του κύκλου, διαφοροποιούνται τόσο ως προς το ακριβές περιεχόμενο, όσο και ως προς τη σειρά των τραγουδιών. Η μακράν καλύτερη ερμηνεία του έργου κυκλοφορεί από την EMI με το Ντίτριχ – Φίσερ Ντισκάου, την Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ και τον Γκέοργκ Τσέλ:
Η Σβάρτσκοπφ τραγουδά με τη γνώριμη γλυκιά φωνή της και αυτόν τον περίεργο ‛ψυχρό’ αισθησιασμό που διαθέτει, αλλά αυτός που δίνει πραγματικά ρέστα είναι ο Ντισκάου στο Εγερτήριο. Καμία άλλη εκτέλεση που έχω ακούσει δεν μπορεί να προσεγγίσει τον εκφραστικό πλούτο και βάθος του στην ερμηνεία του έργου. Ελπίζω μόνο το πρόσφατο remaster της EMI στη σειρά great recordings of the century να είναι καλύτερο από αυτό του παλαιότερου cd της δεκαετίας του ’90 και ν’ αποφεύγει τις υπερβολές στη στάθμη της γκρανκάσσας. Σε σχέση πάντως με το παλιό cd, το βινύλιο της electrola που έχω είναι καλύτερο.