Αδιέξοδα; Ποιά αδιέξοδα;

17 June 2006
14,350
trista_lenn_liveatthe_101b.jpg


Lennie Tristano Quartet – Live at the Confucius Restaurant, 1955 (Gambit Records 2XCD - 2007)

Ο Lennie Tristano είναι ένας από αυτούς τους μεγάλους δάσκαλους που χρήζουν επανεκτίμησης, γιατί πέθαναν παρεξηγημένοι και το κοινό τους αναγνώρισε μετά θάνατον. Γεννήθηκε στο Σικάγο το 1919, στη διάρκεια μιάς επιδημίας της Ισπανικής γρίπης που τον άφησε, από τα 10 χρόνια του, ουσιαστικά τυφλό. Μέχρι τα 20 του σπούδασε πιάνο, βιολοντσέλο, κλαρινέτο, σαξόφωνο και στη συνέχεια, στο Κονσερβατουάρ του Σικάγου, ανώτερα θεωρητικά. Εκεί κόλλησε την εμμονή του με τη μουσική του Μπάχ. Ταυτόχρονα, ερωτευόταν τη τζάζ.
O Schoenberg, έναν αιώνα πρίν, προειδοποίησε πρώτος για τα αδιέξοδα της Δυτικής μουσικής, τις “στομωμένες” κλίμακες και την ανάγκη της απελευθέρωσης από την τονική εξάρτηση. Πιστεύω πως η τζάζ τον διέψευσε σε μεγάλο βαθμό με τις αρμονίες της, τη ρυθμική της δύναμη και τις ανορθόδοξες μελωδίες της που διέθεταν εκφραστικότητα, πρωτοτυπία και σφρίγος. O Tristano βρίσκεται εκεί ακριβώς που τρίζει το στερέωμα, καθώς διαμορφώνεται η καινούργια Γλώσσα: λίγο μετά το bebop, εκεί που γεννιέται η cool.
Η μουσική του δεν είναι εύκολη αλλά, σαν εμπειρία, είναι μνημειακή: μιά συνεχής, ορμητική ροή από νότες, γεμάτη από πανέξυπνους εσωτερικούς διαλόγους, άλλοτε νευρική και ευέξαπτη, με σκληρό περίγραμμα και αδρές μελωδικές γραμμές κι άλλοτε αφηρημένη κι αινιγματική. Στην εποχή της χαρακτηρίσθηκε ψυχρή και εγκεφαλική. Είναι ρωμαλέα, εξόχως ελευθεριάζουσα, μουσική για το κεφάλι – περιφρονεί το συναίσθημα και δίνει έμφαση στη διαίσθηση και στον αυτοσχεδιασμό. Πρέπει να ζήσεις μαζί της κάμποσο καιρό, πριν αρχίσει να σου φανερώνει, σιγά σιγά, τα μυστικά της. Η αισθητική της εδράζεται στον Μπάχ όσο και στη τζαζ: από άποψη αρμονικής πυκνότητας, αρχιτεκτονικής, πολυρρυθμίας, πολυτονικότητας θυμίζει έντονα την Chaconne του Κάντορα – όταν προστίθεται η εκρηκτικότητα του bebop, το μείγμα γίνεται φλογερό και ακαταμάχητο. Ο Lee Konitz λάμπει στο alto σαξόφωνο.
4 κομμάτια πιάνο-τρίο, ηχογραφημένα στο στούντιο την ίδια εποχή, συμπληρώνουν το δεύτερο CD: δείχνουν τον πιανίστα στο απόγειό του, να πειραματίζεται με προηχογραφημένες μαγνητοταινίες. Aλλά το διαμάντι εδώ είναι το “Requiem” : αφιερωμένο στον Charlie Parker, στέκεται με το ένα πόδι σ ένα πρελούδιο του Schumann και με το άλλο βιδωμένο στα blues. Αυτοί που κατά καιρούς αποκαλούσαν τον Tristano “ψυχρό” και “εγκεφαλικό”, εδώ θα φάνε τη γλώσσα τους.