Oι χοροί των προσκυνητών του Δαβίδ και άλλες ιστορίες για απροσάρμοστους

  • Αγαπητοί φίλοι και φίλες.

    Με ιδιαίτερη χαρά σας προσκαλούμε στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας του AVClub στη Θεσσαλονίκη για το 2024 την Κυριακή 07 Απριλίου και ώρα 14.00

    Δηλώστε τη συμμετοχή σας εδώ, θα χαρούμε πολύ να σας γνωρίσουμε από κοντά.

17 June 2006
14,350
schumann.jpg


Robert Schumann – Davidsbundlertanze, op. 6 – M. Pollini (DG CD)

Οι Χοροί των Προσκυνητών του Δαβίδ -Davidsbundlertanze- είναι ίσως ο πιο προσωπικός, ο πιο περίπλοκος, ο πιο δυσνόητος και ο πιο εύθραυστος από τους μεγάλους κύκλους που έγραψε ο συνθέτης για το πιάνο. Είναι επίσης και πολύ δύσκολος. Οχι με την έννοια της δεξιοτεχνίας που απαιτείται από τον εκτελεστή, όσο, κύρια, με τη δυσκολία να αποδοθεί το φευγαλέο πνεύμα του, η διαρκής και ζωηρή κινητικότητα που τον διέπει, αυτή η αίσθηση ζωντάνιας και ταυτόχρονα ονειροβασίας που τον διαπερνά. Wie aus der Ferne – σαν από κάποια μικρή απόσταση. Σαν μιά ξεχασμένη μνήμη. Βασικά, πρόκειται για 18 παραδοσιακούς χορούς, έναν κύκλο με παραλλαγές. Αλλά ο τρόπος που ο συνθέτης αντιλαμβάνεται τις συμβάσεις είναι μοναδικός: ο Schumann μεταφράζει αυτές τις παραδοσιακές φόρμες σε μιά γλώσσα τόσο προσωπική που δεν έχει την όμοιά της σε ολόκληρη την πιανιστική φιλολογία. όχι μόνο αδυνατεί να σεβαστεί την παράδοση αλλά την βιάζει κατ εξακολούθηση. Ο πρώτος χορός είναι μιά μαζούρκα όπου ο ρυθμός παραμορφώνεται βαθμιαία και την κάνει να μοιάζει με βάλς. Ο δεύτερος είναι Landler: τα χέρια δεν συγχρονίζονται και μοιάζει να καρκινοβατεί. Η πιο βίαιη ανατροπή συμβαίνει στον έκτο χορό, μιά ταραντέλα: είναι η πρώτη φορά που αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι αυτές οι μινιατούρες είναι μέρη ενός ευρύτερου καμβά που σου αποκαλύπτουν σιγά σιγά, ενός συνόλου που, όσο ξετυλίγεται μπροστά σου, αποκτάει μια συγκινησιακή δύναμη κυριλεκτικά τρομαχτική. Ο 13ος χορός είναι ο λαμπρός και ο πιο βίαιος απ όλους – μοιάζει να έρχεται καταπάνω σου σαν μιά ίλη από ουσσάρους.
Ελάχιστες οι πραγματικά καλές εκτελέσεις του έργου στη δισκογραφία. Ο Karl Engel σ ένα παληό βινύλιο της Valois μου γνώρισε για πρώτη φορά το έργο: ακόμα θυμάμαι το Γερμανικό και ακραία ρομαντικό στιλ του. O Walter Gieseking υπογράφει μιά εξαιρετική εκδοχή που μας έρχεται από το 1947: μπορεί κανείς να τη βρεί στο 4πλό box set της Andante το αφιερωμένο στον σσυνθέτη. Ο Yves Nat είναι προσωπικό μου φετίχ στο Schumann. O Boris Berezovsky έκανε πριν κάμποσα χρόνια (1993) μιά σπουδαία βερσιόν στην Teldec (τη βρίσκει κανείς ακόμα σχετικά εύκολα στη φτηνή σειρά Warner Apex).
Αλλά γι αυτούς που δεν θέλουν να ψάξουν το πράγμα τόσο εξονυχιστικά η τελευταία κυκλοφορία του Pollini στην Deutsche Grammophon είναι νομίζω επαρκέστατη: ο Ιταλός διαθέτει αυτό το νευρωτικό, εύρωστο στιλ που φέρνει στην επιφάνεια όλες τις κρυμένες πολυφωνίες των χορών και, όπως πολύ σωστά παραατήρησε Εξω κάποιος, “ μπορεί και μετατρέπει ακόμα και τις πιο σεμνές και ανεπιτήδευτες μινιατούρες, σε ακουστικές εμπειρίες επικών διαστάσεων”.
============================================================

51T36Q81JAL._SL500_AA300_.jpg


Michel Petrucciani – Solo Live (Dreyfus CD)

Ακούγοντας κολλητά μετά από ένα κλασσικό έργο πιανιστικής φιλολογίας ένα δίσκο με τζαζ πιάνο, σκέφτομαι πάντα τον παραλληλισμό της μουσικής με τις άλλες καλές τέχνες, τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Το χρονικό εκείνο σημείο που οι τέχνες αρχίζουν να αλλάζουν παράλληλα το λεξιλόγιό τους, το εκφραστικό τους οπλοστάσιο γιατί, απλά, όλοι οι συμβατικοί τρόποι που προηγήθηκαν απ αυτές δεν τους είναι αρκετοί για να περιγράψουν τον κόσμο που αλλάζει διαρκώς και γίνεται όλο και πιο περίπλοκος. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά τους πρώιμους ψυχαναλυτές έρχονται ο Τζαίημς Τζόϋς και η Βιρτζίνια Γούλφ και, την ίδια περίπου εποχή, στη ζωγραφική, μετά τους ιμπρεσιονιστές έρχεται ο Πικάσο και οι αφηρημένοι με καινούργιους τρόπους που αντανακλούν τη σύγχρονη ζωή και τη σύγχισή της, ανατρέποντας όλες τις μέχρι τότε παραδοσιακές μεθόδους απεικόνισης και μιλώντας κατευθείαν στην ψυχή. Πιστεύω ότι στη μουσική, αυτό το ρόλο τον έπαιξε, ως επί το πλείστον, η τζάζ.
Ενας δίσκος του μεγάλου εκλιπόντος Michel Petrucciani με τίτλο Solo Live με συντροφεύει συνέχεια αυτή την εποχή. Είναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του, ηχογραφημένος σε συναυλία, στη Φρανκφούρτη, το 1997. Ο Γάλλος ήταν σε εξαιρετική φόρμα εκείνη τη βραδιά. Στον αντίποδα του Keith Jarrett που είναι ταξιδιάρης, βαθυστόχαστος και μελαγχολικός, ο Petrucciani ήταν όλο σφρίγος, η ενσάρκωση του joie-de-vivre, ένας τύπος που έπαιζε πιάνο σαν να έπαιζε κρουστά. Ανήκει στους κλασσικιστές που διαδέχθηκαν τον Bill Evans και ξαναβρήκαν την τονικότητα και το beat στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Το Solo Live είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ αλλά η Dreyfus ετοιμάζεται τώρα να το ξανακυκλοφορήσει διπλό: ολόκληρη τη συναυλία, με διαφορετικό sequencing στην παρέλαση των κομματιών - κάτι μου λέει πως το διπλό άλμπουμ αποκλείεται να είναι τόσο καλό όσο το μονό.
Η νέα κυκλοφορία ήταν προγραμματισμένη για τον Μάϊο του 2007. Σας συνιστώ να ψάξετε το παληό με serial number FDM 36597-2.

============================================================

Y2M9MDAwMDAwJnNyYz0lMkZpbWFnZXMlMkZmdWxsJTJGMDA5MGY2MTFjZWEwN2M5ZjM3ODhhYjM3YWMyY2JlZWNjN2Q1ZGNlMC5qcGcmdz0zOTAmaHM9MjhmOA.jpg


Paul McCartney – Ecce Cor Meum (Behold My Heart) (EMI Classics CD)

“Βάστα Καρδιά μου” λέγεται το τελευταίο άλμπουμ του Macca και είναι αφιερωμένο στη μνήμη της γυναίκας του Linda. Kυκλοφόρησε πριν από ένα 6μηνο, είναι Ορατόριο και πρόσφατα ψηφίστηκε στη Βρετανία σαν το καλύτερο Κλασσικό Εργο της χρονιάς.
Η μελωδία δεν είναι το μόνο αλλά είναι το πιό σπάνιο και το πιο πολύτιμο από όλα τα ταλέντα που μπορεί να διαθέτει ένας μουσικός. Πραγματικό χάρισμα για τη μελωδία έχουν πολύ λίγοι κι αυτός είναι βασικά ο λόγος που μόνο μια χούφτα από συνθέτες του 19ου αιώνα εξακολουθούν να μιλούν μέχρι σήμερα στην μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων. Ο Μozart για παράδειγμα που άνοιξε το δρόμο για τον Schubert, τον Mendelssohn και τον Schumann ή ο Verdi που έκανε το ίδιο για τον Bizet, τον Tchaikovski και τον Puccini. Τελευταίος σ αυτή τη διαδοχή των μεγάλων μελωδών είναι ο Paul McCartney.
Πρέπει να πώ εδώ πως κάπου 45 χρόνια τώρα ο Macca δεν έχει χάσει στο ελάχιστο τη φλέβα του και, μαζί μ αυτή, την ικανότητα να με αφήνει άφωνο. Φτάνει κανείς να ακούσει το Ορατόριό του και θα καταλάβει πόσο μεγάλος είναι στ αλήθεια ο Sir Paul και πόσα λίγα έχει να ζηλέψει από οποιοδήποτε από τα ιερά λείψανα του παρελθόντος. Μετά από μιά εκπληκτική, γεμάτη λυρισμό μελωδία που ανοίγει την αυλαία η μουσική αρχίζει να πετάει πάνω από πιο σκοτεινές αρμονικές περιοχές με τη συγκινησιακή ένταση να χτυπάει κόκκινα κάθε τρείς και λίγο.
Συμμετέχουν η χορωδία του Βασιλικού Κολλεγίου του Καίμπριτζ, οι London Voices και άλλοι.
Το αποτέλεσμα κυριολεκτικά εκπληκτικό
 
Last edited by a moderator:
17 June 2006
62,722
Χολαργός
Ο Petrucciani χειριζόταν το πιάνο σάν σε αντισταθμιστική συμπεριφορά σε σχέση με τον εαυτό του.Αυτή η μικροσκοπική,δύσμορφη φιγούρα ,έβλεπε στην τέχνη του τον ιδεατό εαυτό ,ένα χαρούμενο και όμορφο είδωλο πάνω στίς φωτεινές σκιάσεις ,τού κατάμαυρου πιάνου του.
Αξιοσημείωτη η παρομοίωση τού Κώστα:'Eπαιζε πιάνο σαν να έπαιζε κρουστά´.Μπορεί και νάθελε να μάθαινε κρουστά.Αλλά ήταν ανέφικτο.
Ο δίσκος είναι απολαυστικός,γεμάτος μπρίο και φωτεινότητα.
Και με ένα πανέμορφο Besame Mucho.Οπως και το Home,που θυμίζει ηλιόλουστο πρωϊνό με τούς αγαπημένους στο σπίτι.
Ωραίος δίσκος.!!!!!!!!!!!!
Υ.Γ
Little Piece in C for U.:ernaehrung004:
 

supersonic

Μέλος Σωματείου
17 June 2006
49,336
Ο Petruciani όντως γοητευτικός.
Αν και προσωπικά δεν μου άρεσε η εκτέλεση του Besame mucho ο ήχος του είναι γενικά καθαρός σαν κρύσταλλο, η άρθρωσή του υποδειγματική και η προσέγγιση στην μελωδία και τα θέματα από άλλο δρόμο δαχτυλοδεικτούμενη.
++

Με βλέπω να αγοράζω τρίτο Μάκα στα τελευταία τρία χρόνια.
Και αυτό νομίζω λέει πολλά.
Η περιγραφή του Κώστα είναι αρκετή με βάλει να κάνω διάρηξη Σαββατιάτικα σε δισκάδικο.