Είχα καιρό να πάω σινεμά… Νομίζω πως η προηγούμενη φορά ήταν το Shutter Island. Πήγα προχθές στο Φάουστ του Σοκούρωφ σχεδόν κατατρεγμένος, από μια πολύ ανάποδη μέρα εν μέσω μιας πολύ ανάποδης περιόδου. Είχα διαβάσει φευγαλέα μια παρουσίαση στην Ελευθεροτυπία και κάτι δηλώσεις του σκηνοθέτη που δεν είχαν και πολλά να πουν, φάνταζαν περισσότερο ως παραπροϊόντα δημοσίων σχέσεων και μάρκετινγκ. Το ίδιο το αριστούργημα του Γκαίτε το έχω, στη μετάφραση του Μάρκαρη, αλλά δεν έχω προλάβει ακόμη να το διαβάσω.
Ένας από τους λόγους που πήγα, ήταν η εικαστική ποιότητα της. Τα κάδρα της θυμίζουν τη ζωγραφική των μεγάλων φλαμανδών, ή ορισμένες φορές το ρομαντικό συμβολισμό του Κάσπαρ Νταβίντ Φρήντριχ. Ένας άλλος ήταν η γερμανική γλώσσα, παρά τη ρωσική παραγωγή. Τα γερμανικά, αν και δεν τα γνωρίζω, εφάνταζαν ως η φυσική μήτρα του έργου.
Ο Φάουστ της ταινίας είναι σχετικά νέος και πανεπιστήμων. Προσπαθεί να βρει το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, όταν η τελευταία είναι πλήρως υποταγμένη στην ανάγκη. Ανάγκη επιβίωσης, ανάγκη επιβολής, ανάγκη του χρήματος και πάνω απ’ όλα, ανάγκη του χρόνου μπροστά στον καταναγκασμό του Θανάτου. Έχοντας απορρίψει τη μεταφυσική, προσπαθεί με απολύτως υλιστικές μεθόδους να βρει μια απάντηση σε ένα πρόβλημα που οι ίδιες οι υλικές του παράμετροι καθιστούν άλυτο. Η αφοσίωση του μάλιστα σε αυτήν την αναζήτηση τον καθηλώνει στην οικονομική ανέχεια και στη δυστυχία.
Η ανέχεια αυτή είναι που τον σπρώχνει στο Μεφιστοφελή, ο οποίος απεικονίζεται ως ενεχυροδανειστής. Διαθέτει το χρήμα, τον καταλύτη για την αναπαραγωγή του status quo, το μέτρο των ανθρώπινων θεσμών (είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές του αντιπερισπασμού του παπά πριν την εξομολόγηση της Μαργαρίτας και της δωροδοκίας της μάνας της τη στιγμή του πένθους). Εκτός από τα εμπράγματα ενέχυρα, συνάπτει και συμβάσεις με αντίτιμο ψυχές. Όπως θ’ ανακαλύψει σύντομα ο Φάουστ, η λίστα των πελατών του περιλαμβάνει αρκετούς συγχωριανούς του, ακόμα και τον μαθητευόμενο του.
Η κινησιολογία του Μεφιστοφελή είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Κινείται ιδιόμορφα, σαν να κυκλοφορεί ‛μεταξύ’ της ζωής των ανθρώπων και όχι εντός της. Παρουσιάζεται με έναν τρόπο που παραπέμπει στη φιλοσοφία των γνωστικών, ως ‛μεταξύ’ Θεού και ανθρώπων, ο καθ’ ύλην αρμόδιος των γήινων υποθέσεων. Η δυσμορφία του συνδυάζεται -με κομψότητα τολμώ να πω- με τη θεμελιώδη αυτοπεποίθηση που του δίνει η άχρονη φύση του. «Ποιος πιστεύει σήμερα στο Θεό;» αναρωτιέται ο Φάουστ σε μια σκηνή του έργου και απαντά «Εγώ» ο Μεφιστοφελής, σε μια επίδειξη αφοπλιστικής απλότητας και χιούμορ.
Η πηγαία ομορφιά και αθωότητα της Μαργαρίτας καθίσταται το κίνητρο για να συνάψει ο Φάουστ το συμβόλαιο με το Μεφιστοφελή. Πρώτο κίνητρο λοιπόν η ομορφιά, σε έναν άγριο και δίχως νόημα κόσμο. Το τίμημα για τον Φάουστ είναι αμελητέο. Η ψυχή του, που έτσι κι’ αλλιώς δεν πιστεύει στην ύπαρξη της. Η ομορφιά όμως λειτουργεί μόνο αποκαλυπτικά και κατ’ εξαίρεση, δεν μπορεί να απαντήσει με πληρότητα στο ερώτημα του νοήματος. Γι’ αυτό και ο Φάουστ ζητά πιο πολλά. Η τελευταία σκηνή θυμίζει το τέλος από το θεώρημα του Παζολίνι, αντεστραμμένο. Ο Φάουστ συνεχίζει την πορεία του προς έναν παγετώνα στην κορυφή ενός βουνού, έχοντας ‛σπάσει’ τη σύμβαση του. Ο Μεφιστοφελής το δέχεται σχεδόν σαρκαστικά, ρωτώντας τον «τι μπορεί να κάνει χωρίς αυτόν»; Και κατά τη γνώμη μου, έχει δίκιο.
Μια ταινία πλούσια, με ρωμαλέα ανάπτυξη εκφραστικών μέσων (έξοχος χειρισμός της κάμερας και του φωτισμού σε κάποιες σκηνές), με πυκνό πλέγμα αισθητικών και φιλοσοφικών αναφορών. Πρωτότυπα διακριτική και λειτουργική η χρήση της μουσικής. Έβαλε το μυαλό μου σε κίνηση και θα την ξαναέβλεπα ευχαρίστως!