Εχοντας δουλέψει με τον Miles Davis μέχρι και το In A Silent Way , ο Hancock έχει όχι μόνον αντιληφθεί την πιθανότητα και τις πλείστες όσες δυνατότητες μιάς ηλεκτρικής μπάντας , αλλά τις έχει εμπεδώσει τόσο καλά , ώστε ο σχηματισμός ενός σεξτέτου προς αυτήν την κατεύθυνση να φαίνεται και να είναι η πιο λογική κίνηση του .
Ο μουσικός περίγυρος , η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι απολύτως ευνοϊκή για μια τέτοια κίνηση . Αμέσως μετά την φυγή του από το γκρούπ του Davis ηχογραφεί το τελευταίο του άλμπουμ για την Blue Note ( The Prisoner) και ακολούθως υπογράφει με την Warner bros. Εκεί θα κάνει τρία άλμπουμ , εκ των οποίων το μεν πρώτο ( Fat Albert Rotunda) χρονολογικά χαράζει μια κατεύθυνση προς το ηλεκτρικό φάνκ , την οποίαν θα ακολουθήσει 3 χρόνια αργότερα με μεγάλη επιτυχία , ενώ τα δύο επόμενα ( Mwandishi , Crossings ) κινούνται σε έναν τελείως διαφορετικό χώρο , αυτόν της αυτοσχεδιαστικής ηλεκτρικής τζαζ που όμως , όχι μόνον θυμάται τα Αφρικάνικα στοιχεία της , ως μουσικής , αλλά τα ενσωματώνει επανακαθορίζοντας τα , σε μια προσπάθεια αναγνώρισης του αφρικάνικου παρελθόντος του και απόδοσης φόρου τιμής σε αυτό .
Το Fat Albert Rotunda είναι μουσική που έγραψε για την κωμική σειρά καρτούν του Bill Cosby. Με τους Johny Cole ( t) , Garnett Brown ( tb ) , Joe Henderson ( ts , af) , Buster Williams ( b ) και Albert Heath ( dr) , ο δίσκος αυτός που κυκλοφόρησε το 1969 είναι μια πρώτη απόπειρα προς το ηλεκτρικό τζαζ – φανκ , πιο κοντά όμως στο R’n’B των 60’ς και σίγουρα με περισσότερα στοιχεία ακουστικής τζαζ .
Αποφασισμένος να εξερευνήσει τις Αφρικάνικες ρίζες του ( « Τόσα πολλά από το Αφρικάνικο στοιχείο , φαίνεται να έχουν εκδιωχθεί από την ξεζουμισμένη μαύρη Αμερική , ώστε χρειάζεται να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας και να αναγνωρίσουμε την κληρονομιά μας» ) , ο Hancock υιοθετεί το όνομα Mwandishi που στην διάλεκτο Σουαχίλι σημαίνει συνθέτης , ενώ και το υπόλοιπο σεξτέτο που αποτελείται πλέον από τους Eddie Henderson ( t ) , Julian Priester ( tb) , Bernie Maupin ( s , bcl , af ) , Billie Hart ( dr) και τον μπασσίστα από το προηγούμενο σεξτέτο Buster Williams παίρνει ανάλογα ονόματα ( jabali , Mwile , Mganga , Pepo Mtoto ) . Mε αυτήν την σύνθεση και με την βοήθεια των Jose Chepito Areas ( cng) , Leon Changler ( dr ) και Ron Montrose ( g) , to 1971 ηχογραφείται το Mwandishi , ενώ το 1972 το Crossings , δυο μεγαλειώδεις δίσκοι που αποπειρώνται να ενώσουν τον ηλεκτρισμό της εποχής με την αφρικάνικη ρίζα της τζαζ (“Ostinato [Suite for Angela] “, “Sleeping Giant” , “Quasar” ) σε μια χαλαρή φόρμα , αυτοσχεδιαστική ( “Water Torture” , “You know when you’ll get there” ) , προορισμένη να μελετήσει και αν αναδείξει τα ηχοχρώματα και τις χροιές της νέας μουσικής , δανειζόμενη πλείστα όσα στοιχεία από την avant garde και την free – jazz ( “Wandering Spirit Song” ) . Το στοιχείο της πνευματικότητος , όπως αυτό εκφράζεται μέσα από το αυτοσχεδιαστικό μέρος της μουσικής και το υψηλό συλλογικό επίπεδο συνεννόησης και επικοινωνίας των μουσικών είναι πανταχού παρόν , με την πνευματικότητα αυτή να αποτελεί το βασικό στοιχείο διαφοροποίησης του «μαύρου» συλλογικού αυτοσχεδιασμού από εκείνο του λευκού , δυτικού και επιστημονικά ψυχρού αντίστοιχου . Οι ομοιότητες με τις αντίστοιχες προσπάθειες του Miles Davis στο επίπεδο της ηλεκτρική τζαζ είναι μάλλον επιφανειακές – όπως πολύ σωστά τονίζουν οι Richard Cook και Brian Morton, αφού η μουσική του Hancock έχει ένα σχεδόν συμφωνικό χαρακτήρα και ανάπτυξη ( Sleeping Giant ) σε αντίθεση με την αέναη επαναληπτικότητα του Davis της εποχής ( Bitches brew ) .
Ο μουσικός περίγυρος , η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι απολύτως ευνοϊκή για μια τέτοια κίνηση . Αμέσως μετά την φυγή του από το γκρούπ του Davis ηχογραφεί το τελευταίο του άλμπουμ για την Blue Note ( The Prisoner) και ακολούθως υπογράφει με την Warner bros. Εκεί θα κάνει τρία άλμπουμ , εκ των οποίων το μεν πρώτο ( Fat Albert Rotunda) χρονολογικά χαράζει μια κατεύθυνση προς το ηλεκτρικό φάνκ , την οποίαν θα ακολουθήσει 3 χρόνια αργότερα με μεγάλη επιτυχία , ενώ τα δύο επόμενα ( Mwandishi , Crossings ) κινούνται σε έναν τελείως διαφορετικό χώρο , αυτόν της αυτοσχεδιαστικής ηλεκτρικής τζαζ που όμως , όχι μόνον θυμάται τα Αφρικάνικα στοιχεία της , ως μουσικής , αλλά τα ενσωματώνει επανακαθορίζοντας τα , σε μια προσπάθεια αναγνώρισης του αφρικάνικου παρελθόντος του και απόδοσης φόρου τιμής σε αυτό .
Το Fat Albert Rotunda είναι μουσική που έγραψε για την κωμική σειρά καρτούν του Bill Cosby. Με τους Johny Cole ( t) , Garnett Brown ( tb ) , Joe Henderson ( ts , af) , Buster Williams ( b ) και Albert Heath ( dr) , ο δίσκος αυτός που κυκλοφόρησε το 1969 είναι μια πρώτη απόπειρα προς το ηλεκτρικό τζαζ – φανκ , πιο κοντά όμως στο R’n’B των 60’ς και σίγουρα με περισσότερα στοιχεία ακουστικής τζαζ .
Αποφασισμένος να εξερευνήσει τις Αφρικάνικες ρίζες του ( « Τόσα πολλά από το Αφρικάνικο στοιχείο , φαίνεται να έχουν εκδιωχθεί από την ξεζουμισμένη μαύρη Αμερική , ώστε χρειάζεται να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας και να αναγνωρίσουμε την κληρονομιά μας» ) , ο Hancock υιοθετεί το όνομα Mwandishi που στην διάλεκτο Σουαχίλι σημαίνει συνθέτης , ενώ και το υπόλοιπο σεξτέτο που αποτελείται πλέον από τους Eddie Henderson ( t ) , Julian Priester ( tb) , Bernie Maupin ( s , bcl , af ) , Billie Hart ( dr) και τον μπασσίστα από το προηγούμενο σεξτέτο Buster Williams παίρνει ανάλογα ονόματα ( jabali , Mwile , Mganga , Pepo Mtoto ) . Mε αυτήν την σύνθεση και με την βοήθεια των Jose Chepito Areas ( cng) , Leon Changler ( dr ) και Ron Montrose ( g) , to 1971 ηχογραφείται το Mwandishi , ενώ το 1972 το Crossings , δυο μεγαλειώδεις δίσκοι που αποπειρώνται να ενώσουν τον ηλεκτρισμό της εποχής με την αφρικάνικη ρίζα της τζαζ (“Ostinato [Suite for Angela] “, “Sleeping Giant” , “Quasar” ) σε μια χαλαρή φόρμα , αυτοσχεδιαστική ( “Water Torture” , “You know when you’ll get there” ) , προορισμένη να μελετήσει και αν αναδείξει τα ηχοχρώματα και τις χροιές της νέας μουσικής , δανειζόμενη πλείστα όσα στοιχεία από την avant garde και την free – jazz ( “Wandering Spirit Song” ) . Το στοιχείο της πνευματικότητος , όπως αυτό εκφράζεται μέσα από το αυτοσχεδιαστικό μέρος της μουσικής και το υψηλό συλλογικό επίπεδο συνεννόησης και επικοινωνίας των μουσικών είναι πανταχού παρόν , με την πνευματικότητα αυτή να αποτελεί το βασικό στοιχείο διαφοροποίησης του «μαύρου» συλλογικού αυτοσχεδιασμού από εκείνο του λευκού , δυτικού και επιστημονικά ψυχρού αντίστοιχου . Οι ομοιότητες με τις αντίστοιχες προσπάθειες του Miles Davis στο επίπεδο της ηλεκτρική τζαζ είναι μάλλον επιφανειακές – όπως πολύ σωστά τονίζουν οι Richard Cook και Brian Morton, αφού η μουσική του Hancock έχει ένα σχεδόν συμφωνικό χαρακτήρα και ανάπτυξη ( Sleeping Giant ) σε αντίθεση με την αέναη επαναληπτικότητα του Davis της εποχής ( Bitches brew ) .
Last edited: