70th Venice Film Festival

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας,
το παλαιότερο στον κόσμο, κλείνει φέτος τα 70 του χρόνια.


Και αφιερώνει την επίσημη αφίσα του στον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Φεντερίκο Φελίνι.

1373906997.jpg


Με τη φιγούρα του Μπρούνο Γκανζ από το «Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου,
την ταινία που το 1998 του χάρισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών
και με τον εμβληματικό ρινόκερο από το «Και το Πλοίο Φεύγει» του Φεντερίκο Φελίνι από το 1983,
θέλησε το Φεστιβάλ Βενετίας να τιμήσει δύο από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους δημιουργούς του σινεμά.

Φτιαγμένη από τον Σιμόν Μάσι, μόνιμο συνεργάτη του Φεστιβάλ
και υπεύθυνο για το υπέροχο εναρκτήριο σήμα πριν τις προβολές του 69ου Φεστιβάλ ,
το οποίο θα προβάλλεται και φέτος, το πόστερ της φετινής επειτειακής Μόστρα δίνει ένα στίγμα της ιστορίας του,
αλλά παραμένει ολοφάνερα με τους δείκτες γυρισμένους στο παρελθόν,
ίσως αποχαιρετώντας ένα σινεμά που μοιάζει πλέον να εκλίπει ή μιλώντας για τους μεγάλους δημιουργούς
που αρχίζουν κι αυτοί να χάνονται στο πέρασμα του χρόνου.

Το 70ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας θα διεξαχθεί φέτος
από τις 28 Αυγούστου έως και τις 7 Σεπτεμβρίου,
ανοίγει την αυλαία του με το «Gravity» του Αλφόνσο Κουαρόν
(εκτός διαγωνιστικού προγράμματός),
ενώ Πρόεδρος της φετινής κριτικής επιτροπής που θα αποφασίσει για το Χρυσό Λέοντα
και τα μεγάλα βραβεία του Φεστιβάλ είναι ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.

(flix)
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1368107135_298x195.jpg



Ο 73χρονος, δύο φορές οσκαρικός (σενάριο και σκηνοθεσία για τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα»)
απίστευτα δραστήριος ακόμα, Ιταλός σκηνοθέτης μοιάζει να ζει τα πιο έντονα καλλιτεχνικά του χρόνια.
Τουλάχιστον σε επίπεδο αναγνώρισης:
ήταν το τιμώμενο πρόσωπο της πρόσφατης απονομή των Βραβείων της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου,
guest καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του AFI,
και ο αποδέκτης του πρώτου τιμητικού Χρυσού Φοίνικα των Καννών.

Τώρα τον επιλέγει η Βενετία ως Πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής του 70ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της
που θα διεξαχθεί από τις 28 Αυγούστου μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου.

Είναι ειρωνικό: ο Μπερτολούτσι, στις 6 δεκαετίες της καριέρας του, δεν έχει κατέβει ποτέ με ταινία του στο διαγωνιστικό τμήμα
της Βενετίας, αλλά έχει παραλάβει το τιμητικό Χρυσό Λιοντάρι (το 2007),
ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα επισκέφτηκε ξανά το Λίντο για να παραδώσει το αντίστοιχο βραβείο στον Μάρκο Μπελόκιο.

Εχει όμως υπάρξει ξανά Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του φεστιβάλ:
το 1983, όταν το Χρυσό Λιοντάρι είχε κερδίσει ο Ζαν Λικ Γκοντάρ με το «Ονομα: Κάρμεν».

Ο Μπερτολούτσι
«αποδέχτηκε την πρόταση με χαρά, καθώς θα του δώσει την ευκαιρία να δει
τις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές δουλειές του πλανήτη μέσα σε λίγες μέρες».

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Βενετίας, Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, δήλωσε ότι
το φεστιβάλ επέλεξε τον σπουδαίο Ιταλό σκηνοθέτη για τη θέση του Προέδρου καθώς
«είναι βέβαιο ότι θα δει τις ταινίες με την ίδια αέναα περίεργη ματιά που δείχνει και στο έργο του,
αλλά και στην συνεχώς εξελισσόμενη γλώσσα του κινηματογράφου - θα ανακαλύψει ζωντάνια και ομορφιά και θα μας την υποδείξει».

Να θυμίσουμε ότι ο Μπερτολούτσι διαδέχεται τον Μάικλ Μαν
που πέρσι είχε προκαλέσει ένα μικρό σκάνδαλο στην ψηφοφορία της επιτροπής:
ήθελε το «The Master» του Πολ Τόμας Αντερσον να φύγει με περισσότερα βραβεία
από όσα επέτρεπε το καταστατικό του Φεστιβάλ
(και τελικά συμβιβάστηκε στο να δώσει αυτό της Σκηνοθεσίας και να μοιραστούν οι ηθοποιοί το Ανδρικής Ερμηνείας).

Για αυτό και φέτος το Φεστιβάλ αποφάσισε να αλλάξει τον κανονισμό του
και να προσθέσει ένα ακόμα βραβείο για να αποφύγει μελλοντικά παρόμοια προβλήματα:
το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής εγκαινιάζεται λοιπόν αυτό το καλοκαίρι,
στην 70η, επετειακή, έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Από όσο γνωρίζουμε το διαγωνιστικό τμήμα φέτος
θα συμπεριλαμβάνει 20 ταινίες (κι όχι 23 όπως πέρσι) από όλο τον κόσμο.

(flix)
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
70th Venice Film Festival Classics

MPW-56705



Μπορεί σε ένα μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ,
όπως σίγουρα είναι αυτό της Βενετίας, το ενδιαφέρον να μονοπωλούν οι πολυαναμενόμενες πρεμιέρες
και τα βλέμματα όλων να είναι στραμμένα στους σύγχρονους δημιουργούς του σινεμά,
αλλά είναι αδύνατον να μην νιώθεις τη γοητεία του κλασικού να επιτίθεται στις σινεφίλ αισθήσεις σου,
όταν οι τίτλοι που ανακοινώνονται ότι θα προβληθούν
στο ειδικό τμήμα με τα «κλασικά» περιλαμβάνουν αριστουργήματα σε αποκατεστημένες κόπιες
που θα μπορούσες να βλέπεις απλά... για πάντα.


Και επίσης είναι αδύνατον να μην νιώσεις το δέος που αρμόζει και μόνο στο άκουσμα του ονόματος
της Κλαούντια Καρντινάλε, όταν μαθαίνεις πως η 75χρονη σταρ θα είναι η επίσημη οικοδέσποινα του τμήματος
«Venezia Classici» και θα παρευρεθεί στην προβολή του
«Μακρινά Αστέρια της Αρκτου» του Λουκίνο Βισκόντι που το 1965 κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας
και αποκαταστάθηκε φέτος από την Sony Pictures International
πριν γίνει μέρος των Ιστορικών Αρχείων Μοντέρνας Τέχνης (ASAC) της Biennale της Βενετίας.


Από το ίδιο αρχείο, θα προβληθούν στο τμήμα των κλασικών ταινιών που αποκαταστάθηκαν φέτος τα
«Le 15 d’Aout» της Σαντάλ Ακερμάν του 1973,
το «Θυμάσαι τη Ντόλυ Μπελ;», η πρώτη ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα από 1981
και το «Little Fugitive» των Ρέι Ασλεϊ, Μόρις Ενγκελ, Ρουθ Ορκιν του 1953


Το «Venezia Classici» θα ανοίξει την αυλαία του στις 29 Αυγούστου, παρουσία του Γούλιαμ Φρίντκιν,
ο οποίος θα παραλάβει και τον Χρυσό Λέοντα για την προσφορά του στον κινηματογράφο.
Για την ειδική αυτή στιγμή στην καριέρα του θα παρουσιάσει
(με υπερηφάνια, όπως δηλώνει συνεχώς στον λογαριασμό του στο twitter),
την αποκατεστημένη κόπια του
«The Sorcerer» του 1977, της πιο αγαπημένης του, προσωπικής και πιο δύσκολης ταινίας
που γύρισε ποτέ, ένα άτυπο ριμέικ του «Μεροκάματου του Τρόμου» και μια εμπορική αποτυχία που μέσα στα χρόνια
κέρδισε τη θέση που αξίζει τόσο στην ιδιοσυγκρασιακή φιλμογραφία του δημιουργού του
όσο και στην ιστορία του νέου αμερικανικού σινεμά.


Από τις υπόλοιπες ταινίες που θα προβληθούν στο τμήμα με τα κλασικά της Βενετίας,
ξεχωρίζουν από ιταλικής πλευράς το αριστουργηματικό
«Paisa» του Ρομπέρτο Ροσελίνι (1946),
το βραβευμένο με τον Χρυσό Λέοντα «Χέρια Πάνω από την Πόλη» του Φραντσέσκο Ρόσι (1963),
το «Ψωμί και Σοκολάτα» του Φράνκο Μπρουσάτι (1973),
το «Μια Σφαίρα για τον Στρατηγό» του Νταμιάνο Νταμιάνι (1966)
και το «Η Ιδιοκτησία δεν Είναι Κλοπή» του Ελιο Πέτρι (1973).


Τα αριστουργήματα, όμως, δεν σταματούν στην Ιταλία.
Αποκατεστημένες κόπιες θα προβληθούν και για το
«Ανθρώπινο Κτήνος» του Ζαν Ρενουάρ (1938),
για το «Providence» του Αλέν Ρενέ (1977) από τη Γαλλία,
για το «Tosca's Kiss» του Ντάνιελ Σμιντ (1984) από την Ελβετία ,
το «White Rock» του Τόνι Μάιλαμ (1977) από τη Μ. Βρετανία,
το «Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λόρενς» του Ναγκίσα Οσιμα (1983), μια συμπαραγωγή Μ. Βρετανίας και Ιαπωνίας,
το το «My Friend Ivan Lapshin» του Αλεξέι Γκερμάν του πρεσβύτερου (1984) από τη Ρωσία,
το «The Treasure» του Λέστερ Τζέιμς Πέριες του 1973 από τη Σρι Λάνκα,
το «In the Heat of the Sun» του Τζιανγκ Γουεν του 1993 από την Κίνα,
το «Comrades: Almost a Love Story» του Πίτερ Χο-σαν Τσαν του 1996 από το Χονγκ - Κονγκ,
το «Mysterious Object at Noon»,
το πειραματικό ντοκιμαντέρ του Απιτσατπόνγκ Βιρασετακούν από το 2000 και την Ταϊλάνδη,
το «Equinox Flower» του Γιασουχίρο Οζου (1958)
και το «The Shape of the Night» του Νομπόρου Νακαμούρα (1964) από την Ιαπωνία
και τέλος από την Αμερική, το «Let's Get Lost», το ντοκιμαντέρ του Μπρους Γουέμπερ για τον Τσετ Μπέικερ από το 1988,
το αξεπέραστο «My Darling Clementine» του Τζον Φορντ (1946),
το «The Adventures of Hajji Baba» του Ντον Βαις (1954)
και το «The Most Dangerous Game» του Ιρβινγκ Πίτσελ (1932).


Μικρά αφιερώματα θα τιμήσουν την βελγίδα Σαντάλ Ακερμάν,
αφού εκτός από το «Le 15 d’Aout» θα προβληθεί το «Hotel Monterey» του 1972,
αλλά και τον Ινδό Σαγιαζίτ Ρέι με τις προβολές του «The Holy Man» του 1965 και του «The Coward» του 1965,
ενώ για πρώτη φορά μια επιτροπή από 28 σπουδαστές κινηματογράφου από ιταλικά πανεπιστήμια θα δώσουν δύο βραβεία:
την Καλύτερη Ταινία του τμήματος «Venezia Classici» και το Καλύτερο Ντοκιμαντέρ για το σινεμά.

(flix)

http://www.youtube.com/watch?v=UMof5PuQF7w

http://www.youtube.com/watch?v=-q85m6ckr4k
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
70th Venice Film Festival upcoming

Το περιοδικό Variety δημοσίευση τη λίστα με τις ταινίες που πιθανολογεί
πως θα κάνουν την παγκόσμια πρεμιέρα τους στο 70ο Διεθνές Φεστιβαλ Κινηματογράφου της Βενετίας
που φέτος διεξάγεται από τις 28 Αυγούστου έως και τις 7 Σεπτεμβρίου
με μεγαλύτερη ατραξιόν του μέχρι στιγμής τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στο ρόλο του Προέδρου της κριτικής επιτροπής που θα απονείμει τον φετινό Χρυσό Λέοντα
σε κάποια από τις ταινίες του διαγωνιστικού προγράμματος και την επιβεβαιωμένη
- εκτός προγράμματος - προβολή του πολυσυζητημένου
«The Canyons» του Πολ Σρέιντερ,
o οποίος με τη σειρά του θα είναι Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του τμήματος «Ορίζοντες».

Οι πρώτες προβλέψεις θέλουν σίγουρα το
«Gravity» του Αλφόνσο Κουαρόν να προσγειώνεται στο Λίντο,
φέρνοντας μαζί τον Τζορτζ Κλούνεϊ και την Σάντρα Μπούλοκ σε μια πρεμιέρα - γεγονός,
ενώ σε οσκαρικό προάγγελο θα μετατραπούν οι πιθανές προβολές του
«Captain Philips» του Πολ Γκρίνγκρας με τον Τομ Χανκς και του
«Τwelve Years a Slave» του Στιβ ΜακΚουίν με τον Μάικλ Φασμπέντερ και τον Μπραντ Πιτ.

Αναμένονται όμως ακόμη το
«Zero Theοrem» του Τέρι Γκίλιαμ με τον Ματ Ντέιμον και τον Κριστόφ Βάλτς,
το «Devil's Knot» του Ατόμ Εγκογιάν με τον Κόλιν Φάρελ και τη Ρις Γουίδερσπουν
που αφηγείται (ξανά) την ιστορία των West Memphis Three,
το «Her» του Σπάικ Τζόνζι με τον Χοακίν Φίνιξ,
το «Diana» του Ολιβερ Χιρσμπίγκελ με τη Ναόμι Γουοτς στο ρόλο της πριγκίπισσας Νταιάνα,
το «Under the Skin» του Τζόναθαν Γκλέιζερ με τη Σκάρλετ Γιόχανσον στο ρόλο μιας εξωγήινης,
το «Snowpiercer» του Μπονγκ Τζουν-χο με την Τίλντα Σουίντον,
το «Tom a la Ferme» του Ξαβιέ Ντολάν,
το «Foxcatcher» του Μπενετ Μίλερ με τους Στιβ Καρέλ, Μαρκ Ράφαλο και Τσάνινγκ Τέιτουμ,
το «Night Moves» της Κέλι Ράιχαρντ,
το «Abuse of Weakness» της Καθρίν Μπρεγιά
και ίσως το «Moebius» του περσινού νικητή του Χρυσού Λέοντα για το «Pieta» Κιμ Κι Ντουκ που απαγορεύτηκε στη Νότιο Κορέα.

Απόλυτη σιωπή επικρατεί για το κατά πόσο ο Λαρς φον Τρίερ θα έχει έτοιμο το «Nymphomaniac»
που όλοι περιμένουν πως ίσως τελευταία στιγμή συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα
του 70ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας,
αν και οι παραγωγοί της ταινίας έχουν αποκλείσει - για την ώρα -
οποιαδήποτε φεστιβαλική προβολή του,
με προγραμματισμένη έξοδο στις αίθουσες της Δανίας τα Χριστούγεννα του 2013.

(flix)
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
Ο Αλμπέρτο Μπαρμπέρα το έκανε σαφές από την πρώτη χρονιά που (ξανά)ανέλαβε
τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Φεστιβάλ Βενετίας:
αναζητά σκηνοθέτες με έντονη προσωπική ματιά, φιλμογραφίες που κάνουν τη διαφορά
κι όχι επώνυμους συντελεστές και γκλαμ.

Ετσι, στη φετινή επιλογή του Διαγωνιστικού Τμήματος,
οι 20 τίτλοι που έχουν επιλεγεί - ανάμεσά τους και το «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά -
μοιάζουν να συνοψίζουν ακριβώς αυτή την κινηματογραφική κατεύθυνση,
παρότι οι παλαιοί, γνώριμοι δημιουργοί είναι περισσότεροι από τους πρωτοεμφανιζόμενους.

Με κορωνίδες
το «Zero Theorem» του Τέρι Γκίλιαμ,
τη «Philomena» του Στίβεν Φρίαρς,
το «Τζο» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν,
το «Under the Skin» του Τζόναθαν Γκλέιζερ,
το καινούριο ντοκιμαντέρ του Ερολ Μόρις
και το τελευταίο animation του Μιγιαζάκι,
μοιάζει να προετοιμάζει τους καλεσμένους του για αγνό σινεμά

Εκτός Συναγωνισμού θα προβληθεί επίσης, όπως ανακοίνωσε το Φεστιβάλ,
το «Moebius», η νέα ταινία του Κιμ Κι-Ντουκ που τιμήθηκε πέρσι με το Χρυσό Λιοντάρι για το «Pieta».

Τέλος, σε αντιστοιχεία με το 3D «Gravity» του Αλφόνσο Κουαρόν που θ' ανοίξει το Φεστιβάλ,
η ταινία λήξης θα είναι επίσης τρισδιάστατη, το «Amazonia» του Τιερί Ραγκομπέρ,
που παρακολουθεί την πορεία μιας μαϊμούς προς την ελευθερία, στο δάσος του Αμαζονίου.


Το φετινό Φεστιβάλ Βενετίας θα γίνει από τις 28 Αυγούστου ως τις 9 Σεπτεμβρίου στο Λίντο.

flix
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
70th Venice Film Festival Διαγωνιστικό

L’ Intrepido
του Τζιάνι Αμέλιο (Ιταλία)

Από τους βετεράνους του ιταλικού σινεμά,
ο σκηνοθέτης του «Lamerica» έχει φέρει 4 ακόμα ταινίες στη Βενετία,
έχει κερδίσει το Χρυσό Λιοντάρι για το «Cosi Ridevano» το 1998
- τελευταία φορά που κέρδισε Ιταλός το βραβείο -
και το τιμητικό βραβείο Pietro Bianchi.
Σ' αυτήν εδώ την ταινία, μπορεί κανείς από τώρα να ποντάρει στον πρωταγωνιστή του, Αντόνιο Αλμπανέζε.



Miss Violence
του Αλέξανδρου Αβρανά (Ελλάδα)

Πέντε χρόνια μετά το «Without»,
Ο Αβρανάς επιστρέφει με την ιστορία μιας πτώσης.
Ενός εντεκάχρονου κοριτσιού που την ημέρα των γενεθλίων της θα πηδήξει από το μπαλκόνι στο κενό χαμογελώντας.
Και μιας οικογένειας που προσπαθεί επίμονα να πείσει τις αστυνομικές αρχές πως ο θάνατος του κοριτσιού ήταν ένα ατύχημα.




Tracks του Τζον Κάραν
(Μεγ. Βρετανία, Αυστραλία)

O σκηνοθέτης του «The Painted Veil» φέρνει μαζί μπροστά στην κάμερα τη Μία Γουασικόφσκα και τον Ανταμ Ντράιβερ
που γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε ως Ανταμ στο «Girls» της Λίνα Ντάναμ.
Η υπόθεση ακούγεται ακόμα πιο υπέροχα αλλόκοτη:
μια κοπέλα ξεκινά μια πεζοπορία 1.700 μιλίων στην έρημο της Δυτικής Αυστραλίας, παρέα με τις 4 καμήλες της κι ένα πιστό σκυλί.




Via Castellana Bandiera
της Εμα Ντάντε (Ιταλία, Ελβετία, Γαλλία)

Γνωστή ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου στην Ιταλία, η Εμα Ντάντε διασκευάζει σε σενάριο το μυθιστόρημα που έχει γράψει η ίδια,
σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, δίπλα στις Αλμπα Ρορβάχερ και Ελένα Κότα.
Η ιστορία έχει ως αφορμή ένα μικρό, στενό δρομάκι του Παλέρμο, όπου δυο αυτοκίνητα δε χωράνε να περάσουν ταυτόχρονα.
Μόνο που έρχεται μια στιγμή, που ούτε η ηλικιωμένη Σαμίρα, ούτε η μικρούλα Ρόζα θα δεχτούν να πατήσουν το φρένο.




Tom a la Ferme
του Ξαβιέ Ντολάν (Καναδάς, Γαλλία)


Τέταρτη μεγάλου μήκους για τον δαιμόνιο 24χρονο Καναδό
(μετά τα «J' ai tue ma mere», «Heartbeats» και «Laurence Anyways»),
βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργου του Μισέλ Μαρκ Μπουσάρντ.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Τομ, ενός άντρα που, μετά το θάνατο του εραστή του θα επισκεφθεί την οικογένεια του τελευταίου
για να ανακαλύψει πως η μητέρα του δεν γνώριζε την ύπαρξη του Τομ ούτε είχε ιδέα για τη σεξουαλική ταυτότητα του γιου της
και θα αναγκαστεί, μετά από πιέσεις του αδερφού του νεκρού εραστή του, να μην αποκαλύψει την αλήθεια.
Πρωταγωνιστεί ο ίδιος, φυσικά!



Child of God
του Τζέιμς Φράνκο (Η.Π.Α.)

Μεταξύ «Μάγου του Οζ» και «Interior, Leather Bar», ο Τζέιμς Φράνκο γυρίζει ταινίες αβέρτα,
με ελάχιστα χρήματα και... λίγη βοήθεια απ' τους φίλους του!
Αυτή εδώ, ωστόσο, έχει πιθανότητες να προκαλέσει το ενδιαφέρον:
η ταινία βασίζεται στο τρίτο μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι, που εκδόθηκε το 1973
(κι αποτελείται ολόκληρο από αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο)
και παρακολουθεί έναν ερημίτη με βίαιες τάσεις που απομονώνεται σε μια σπηλιά στο Τενεσί.
Πρωταγωνιστούν ο Φράνκο, ο Τιμ Μπλέικ Νέλσον κι ο Τζιμ Πάρακ.




Philomena
του Στίβεν Φρίαρς (Μεγ. Βρετανία)


Τραγικωμωδία, βασισμένη στο βιβλίο του Μάρτιν Σίξσμιθ,
«The Lost Child of Philomena LeeL A Mother, Her Son and a 50 Year Search»,
βασισμένο στην πραγματική ιστορία μιας γυναίκας από την Ιρλανδία που αναζητά το νόθο γιο της,
τον οποίο είχε δώσει για υιοθεσία σε μια οικογένεια στην Αμερική.
Το βιβλίο καταπιάνεται με τα αγαπημένα θέματα του Στίβεν Φρίαρς, την αθωότητα
και τη διαφθορά, την οικογένεια και τη μοναξιά, την αλήθεια και το ψέμα.
Το καστ φαντάζει μαγικό,
με πρωταγωνιστές την Τζούντι Ντεντς και τον Στιβ Κούγκαν.



La Jalousie
του Φιλίπ Γκαρέλ (Γαλλία)

Μόλις πριν δυο χρόνια ο Φιλίπ Γκαρέλ αναστάτωσε το Φεστιβάλ Βενετίας με τη γυμνή Μόνικα Μπελούτσι
και το «Un Ete Brulant», φέτος επιστρέφει με μια ακόμα καυτή ιστορία,
βάζοντας για πρωταγωνιστές και πάλι το γιο του, Λουί Γκαρέλ και την Ανά Μουγκλαλίς.




The Zero Theorem
του Τέρι Γκίλιαμ (Μεγ. Βρετανία, Η.Π.Α.)

Επιτέλους, ο Τέρι Γκίλιαμ έχει νέα ταινία, μοιάζει συναρπαστικά αλλόκοτη και παίζει το τέλειο καστ:
Κριστόφ Βαλτς, Ματ Ντέιμον, Μελανί Τιερί, Ντέιβιντ Θιούλις, Λούκας Χέτζες, Μπεν Γουίσο, Τίλντα Σουίντον.




Ana Arabia
του Αμος Γκιτάι (Ισραήλ, Γαλλία)

Για έβδομη φορά ο Αμος Γκιτάι θα λανσάρει ταινία του στο Φεστιβάλ Βενετίας,
η τελευταία για τον περίοπτο Ισραηλινό σκηνοθέτη ήταν το «Promised Land» του 2004.




Under the Skin
του Τζόναθαν Γκλέιζερ (Μεγ. Βρετανία, Η.Π.Α.)

Είμαι περίεργη μελαχρινή εξωγήινη...
Το νέο φιλμ του σκηνοθέτη του «Sexy Beast» και του «Birth» θέλει τη Σκάρλετ Γιόχανσον
να δίνει μορφή σ' ένα εξωγήινο πλάσμα που φτάνει στη Γη ως γυναίκα προκειμένου να προμηθεύσει
τη φυλή της με ανυποψίαστα θύματα που στη συνέχεια τα ακρωτηριάζουν και τα παχαίνουν
τόσο ώστε να μετατραπούν σε ανθρώπινο κρέας έτοιμο για βορρά!




Joe
του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν (Η.Π.Α.)


Πριν προλάβεις να πεις «Prince Avalanche»,
ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν έχει έτοιμη και την επόμενη ταινία του,
βασισμένη στο μυθιστόρημα του Λάρι Μπράουν, ένα δράμα στην καρδιά του αγαπημένου του Τέξας:
ένας πρώην κατάδικος (Νίκολας Κέιτζ) προσπαθεί ν'απομακρυνθεί από το σκοτεινό παρελθόν του.
Οταν ένα 15χρονο αγόρι του ζητήσει δουλειά και προστασία, ο Τζο θα βρει την ευκαιρία να γίνει ο ήρωας κάποιου.
Με τον Τάι Σέρινταν του «Δέντρου της Ζωής» και του «Mud» να υποδύεται το αγόρι,
αυτή είναι ίσως η ταινία που θα μας ξαναθυμίσει ότι ο Νίκολας Κέιτζ έχει, όταν θέλει, σπουδαίο ταλέντο.




Die Frau des Polizisten
του Φίλιπ Γκρένινγκ (Γερμανία)

Νέα ταινία, μυθοπλασίας αυτή τη φορά, από τον Γερμανό σκηνοθέτη
που το 2005 κέρδισε το Ευρωπαϊκό Βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ με το «Into Great Silence» το 2005.




Parkland
του Πίτερ Λάντσμαν (Η.Π.Α.)

Σκηνοθετικό ντεμπούτο του πρώην δημοσιογράφου των New York Times,
αφηγείται με το δικό του τρόπο τις εξελίξεις στο Νοσοκομείο του Ντάλας, το Parkland,
τη μέρα που πυροβολήθηκε θανάσιμα ο Τζον Φ. Κένεντι.
Πρωταγωνιστεί ο Ζακ Εφρον.




Kaze Tachinu (The Wind Rises)
του Χαγιάο Μιγιαζάκι (Ιαπωνία)

Ο καλύτερος animator της εποχής μας είναι σα να μας κάνει δώρο με την κάθε του ταινία!
Αυτή τη φορά, ο Μιγιαζάκι εμπνέεται από την πραγματική ιστορία του Τζίρο Χορικόσι,
ενός μηχανικού που σχεδίαζε αεροπλάνα για την πολεμική αεροπορία στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου.




The Unknown Known: The Life and Times of Donald Rumsfeld
του Ερολ Μόρις (Η.Π.Α.)

Ο τέως Υπουργός Αμυνας της Αμερικής, Ντόναλντ Ράμσφελντ,
μιλά για την καριέρα του στη Γουόσινγκτον, από την εποχή που ήταν μέλος του Κονγκρέσου στις αρχές του '60
μέχρι το σχεδιασμό της επίθεσης στο Ιράκ το 2003.
Οχι τόσο απλά, ελπίζουμε, γιατί αυτήν την ταινία υπογράφει ο βραβευμένος με Οσκαρ,
πιο φιλοσοφημένος, συναρπαστικός και απρόβλεπτος ντοκιμαντερίστας του σύγχρονου σινεμά.



Night Moves
της Κέλι Ράιχαρντ (Η.Π.Α.)

Η σκηνοθέτης του φεστιβαλικού darling «Wendy and Lucy»
καταπιάνεται με την ιστορία τριών περιβαλλοντικών ακτιβιστών που σχεδιάζουν ν' ανατινάξουν ένα φράγμα.
Πρωταγωνιστούν η Ντακότα Φάνινγκ, η Αλια Σόκατ και ο Τζέσι Αϊζενμπεργκ.




Sacro Gra
του Τζιανφράνκο Ρόσι (Ιταλία)

Επισκέπτεται ξανά τη Βενετία ο Ιταλός ντοκιμαντερίστας
που βραβεύτηκε το 2010 στο ίδιο Φεστιβάλ με το βραβείο της FIPRESCI για το «El Sicario, Room 164».




Jiaoyou (Stray Dogs)
του Τσάι Μινγκ-Λιανγκ (Κίνα, Γαλλία)

Νέα ταινία από τον Μαλαισιανό σκηνοθέτη
(«Η Τρύπα», «What Time Is it Over There?»),
που τα τελευταία χρόνια επιδίδεται περισσότερο στις μικρού μήκους - αυτή ωστόσο είναι 138 λεπτά!
Βραβευμένος ήδη τόσο στις Κάννες και στο Βερολίνο, όσο και στη Βενετία και με φανατικούς θαυμαστές στην κινηματογραφική κοινότητα,
τίποτα δε μας λέει ότι ο Τσάι Μινγκ-Λιανγκ δεν έρχεται για να κερδίσει το Χρυσό Λιοντάρι.



flix
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
Gravity 2013

Είναι κρίμα που δεν μπορούμε να μοιραστούμε μαζί σας
κάθε πτυχή της συγκλονιστικής εμπειρίας που ονομάζεται «Gravity».

Οποιοδήποτε spoiler - ακόμη και το πιο ασήμαντο -
είναι ικανό να καταστρέψει το παρατεταμένο συναίσθημα αγωνίας και συγκίνησης που σου προκαλεί
μέσα στα 90 λεπτά που διαρκεί μια ταινία που σχεδόν σε real time αφηγείται μια συγκλονιστική
ιστορία ανθρώπινης επιβίωσης σαν αυτό να ήταν η μια και μόνη ιστορία για την απαρχή της ζωής όπως δεν την ξέραμε.

Οχι, αυτό δεν είναι spoiler.
Είναι προφανές να σκεφτείς,
πριν ακόμη δεις το «Gravity», πως μια ιστορία με δύο μόνο ήρωες χαμένους στο διάστημα φέρει μαζί της
έναν έντονο συμβολισμό με αναπόφευκτες μεταφυσικές διαστάσεις και μια ή περισσότερες σκέψεις γύρω από τη ζωή και το θάνατο.

Αυτό που δεν είναι καθόλου προφανές, είναι πως όταν πια βρίσκεσαι
αντιμέτωπος με το «Gravity» σε όλο του το τρισδιάστατο μεγαλείο δεν μπορείς πια να σκεφτείς τίποτα.

Σε ένα πραγματικό και σπάνιο στο σύγχρονο σινεμά παραλήρημα εικαστικής τελειότητας,
χορογραφημένης δράσης και σπουδαίας μελοδραματικής έντασης, ο Αλφόνσο Κουαρόν
– στην ταινία που μοιάζει να ήθελε να σκηνοθετήσει σε όλη του τη ζωή - σε ανεβάζει στο διάστημα ήδη από το πρώτο δευτερόλεπτο της έναρξης.

Και δεν σε αφήνει να πατήσεις τα πόδια σου στη Γη παρά μόνο όταν θα έχει ολοκληρώσει ένα (υπαρξιακό) θρίλερ
σκέτο συναισθηματικό roller coaster που εκμηδενίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και συνεχείς αναταράξεις όλη την απόσταση
που χωρίζει το δέος για την ασημαντότητα του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν από τον τρόμο μπροστά στο απόλυτο κενό.


Κλειστοφοβικό αν και διαδραματίζεται στο ανοιχτό διάστημα,
ποιητικό αν και ο ρεαλισμός του νιώθεις να σου σκίζει τα σωθικά,
σινεφίλ τόσο ώστε να αποτίει φόρο τιμής στις πιο κοντινές αναφορές του
(το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και το «Solaris» του Αντρέι Ταρκόφσκι)
διεκδικώντας ωστόσο μια άξια θέση ανάμεσά τους, μελόδραμα που ελευθερώνει τους δακρυγόνους αδένες
χωρίς να νιώθει την παραμικρή ενοχή γι’ αυτό, blockbuster με περισσότερη καρδιά απ’ ότι εκρήξεις,
τίποτα λιγότερο πιο όμορφο από δύο ανθρώπους που σαν μαριονέτες επιπλέουν στο διάστημα προσπαθώντας
να κρατηθούν ο ένας από τον άλλο και (πιστέψτε το!) μια πραγματικά σπουδαία ερμηνεία από τη Σάντρα Μπούλοκ,
το «Gravity» είναι τελικά ένας σχεδόν αναγεννησιακός κινηματογραφικός θρίαμβος που μπορείς να πιστέψεις μόνο όταν τον δεις.

Μετά το τέλος του, θα νιώσεις σίγουρα πιο δυνατός.
Οχι μόνο για τα όσα μπορεί να καταφέρει ο άνθρωπος, αλλά για όσα χρειάζονται
για να τον κάνουν να πιστέψει ότι μπορεί να τα καταφέρει στο μεγάλο και διαρκή αγώνα του για επιβίωση.

Απλά σπουδαίο.


flix
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1377865380.jpg




JOE


Αν έχεις ζήσει στον αμερικάνικο Νότο τίποτα από όσα συμβαίνουν στο καινούριο φιλμ του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν
- βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Λάρι Μπράουν - δεν θα σου κάνουν εντύπωση.

To «Joe» αναδύει την οσμή του αλκοόλ που οι ήρωες του καταναλώνουν χωρίς μέτρο,
την αποφορά των σκοτωμένων ζώων που γίνονται μπριζόλες ενώ στάζουν ακόμη αίμα,
το σάλιο των σκυλιών που είναι έτοιμα να κατασπαράξουν το ένα το άλλο και μαζί όποιον άνθρωπο συναντούν,
την σκόνη από τους χωματόδρομους στη μέση του πουθενά, τη βία που σε αυτήν τη γωνιά της Αμερικής είναι απλά η καθημερινότητα...

Μέσα σε αυτό το american gothic τοπίο της απόλυτης παρακμής,
τρεις ήρωες ορίζουν την απόσταση από το καλό στο απόλυτο κακό.

Στο ένα άκρο, αυτό της αθωότητας που προσπαθεί να επικρατήσει μέσα στο απόλυτο μηδέν,
βρίσκεται ο 15χρονος Γκάρι (τον υποδύεται ο Τάι Σέρινταν του «Mud»
- που θυμίζει αρκετά το «Joe» - και του «Δέντρου της Ζωής») που ανέχεται τον βίαιο πατέρα του
και δουλεύει για να μπορέσει να προσφέρει στην σε αφασία μητέρα του και την ψυχολογικά τραυματισμένη αδερφή του.

Στο άλλο άκρο, αυτό της απόλυτης εξαθλίωσης βρίσκεται ο πατέρας του, Γουέιντ
(τον υποδύεται πειστικά αν και υπερβολικά ο Γκάρι Πούλτερ),
ένας άνθρωπος που δεν σταματαει ούτε στο φόνο προκειμένου να βρει χρήματα για να πιει,
κακοποιώντας επανειλημμένα την οικογένειά του.

Ανάμεσά τους βρίσκεται ο Τζο,
ένας πρώην κατάδικος που προσπαθώντας να ζήσει μια φυσιολογική ζωή,
κάνει συνεχώς όλες τις λάθος κινήσεις που μπορούν να τον οδηγήσουν ανά πάσα στιγμή στη φυλακή.

Η συνάντηση του Γκάρι με τον Τζο θα είναι καθοριστική,
αφού ο 15χρονος θα βρει έναν άνδρα που μπορεί επιτέλους να θαυμάσει και ο δεύτερος με τη σειρά του
θα βρει μια οικογένεια για να αποδείξει πως ακόμη και όταν όλα γύρω του τον αναγκάζουν να φερθεί σαν κτήνος,
μέσα του υπάρχουν ακόμη μεγάλα ψήγματα καλοσύνης και αγάπης.

Ναι, αυτή είναι μια ταινία του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν,
η πιο σκληρή της παράδοξης καριέρας του,
αυτή με το λιγότερο χιούμορ και η ίσως η πιο συμβατική (και σε στιγμές μονότονη) στη γραφή της
και τη σκηνοθεσία της, αλλά ίσως και αυτή με τη μεγαλύτερη ανθρωπιά,
πολύ πιο κοντά στο συγκλονιστικό του ντεμπούτο με το «George Washington»
(χωρίς το στοιχείο της έκπληξης ή της πρωτοτυπίας) και τον ρομαντισμό του «All the Real Girls».

Γιατί αν κάτι κάνει το «Joe» να παραμένει μια ταινία για την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής,
είναι αυτή η ποιητική ματιά πάνω στην ασχήμια που εδώ δεν χρειάζεται κανέναν Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν,
αλλά βρίσκεται ολόκληρη στην ερμηνεία του Νίκολας Κέιτζ.

Μακριά από την (κατά λάθος) καλτ φιγούρα που έχει καταντήσει τα τελευταία χρόνια,
ο Κέιτζ είναι στο «Joe» ο ηθοποιός που κάποτε σε καθήλωνε με κάθε του εμφάνισης,
ένας ταυτόχρονα ζωώδης και ευγενικός άντρας που ενσαρκώνει όλη την ασχήμια ενός κόσμου που υπό συνθήκες θα μπορούσε είναι ιδανικός.

Αλλοτε συγκινητικός και άλλοτε βαθιά μελαγχολικός
είναι όλα όσα κάνουν το «Joe» την ταινία που αξίζει στο ταλέντο του
και ίσως αυτό να έιναι αυτή τη φορά και το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν.

flix
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1377785234.jpg




TRACKS



Το 1997 η Ρόμπιν Ντέιβιντσον ξεκίνησε από το Αλις Σπρινγκς της Αυστραλίας για να φτάσει στον Ινδικό Ωκεανό,
διασχίζοντας 1700 μίλια μόνη της, μαζί με τον πιστό σκύλο της και τρεις καμήλες.

Χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο και χωρίς να θέλει να αποδείξει κάτι,
η Ρόμπιν Ντέιβιντσον δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να καταγράψει με κάποιον τρόπο το ταξίδι της,
αλλά τελικά προκειμένου να εκμεταλλευτεί την αμοιβή για τις ανάγκες της εξόρμησής της, συμφώνησε να γράψει ένα άρθρο για το National Geographic.

Η διαδρομή της υπήρξε θρυλική για όσο καιρό βρισκόταν στην έρημο,
ενώ μετά και από την δημοσίευση του άρθου στο National Geographic το 1978,
η Ντέιβιντσον έγρααψε την ιστορία της σε ένα βιβλίο με τίτλο «Tracks» που θα γινόταν ένα από τα μεγαλύτερη διεθνή ταξιδιωτικά best- sellers.

Αυτό το βιβλίο μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ο Τζον Κάραν με διαπιστευτήρια την καλύτερη στιγμή του μέχρι σήμερα, το μικρό μεν,
αλλά με έναν τελείως δικό του τρόπο υπέροχο «Βαμμένο Πέπλο» του 2006.
Και το κάνει με όλη την πειστικότητα των πραγματικών τοποθεσιών στη Νότια και Βόρεια Αυστραλία που διέσχισε η Ντέιβιντσον,
αλλά και με την διάθεση ενός ταξιδιού μιας κινηματογραφικής αφήγησης που κάνει τα πάντα για να βάλει το θεατή μέσα στο μυαλό της κεντρικής του ηρωίδας.

Αυτή, ερμηνεύεται ιδανικά από τη σχεδόν αλάνθαστη Μία Γουασικόφσκα,
εδώ στον πιο απαιτητικό και σωματικό ρόλο της καριέρας της, η οποία με ελάχιστα λόγια,
αλλά με ψυχή μας οδηγεί σε μια διαδρομή προς το άγνωστο,
εκεί όπου και η ίδια θα βρεθεί αντιμέτωπη με το παρελθόν της, τα τραύματα μιας οικογενειακής τραγωδίας και την οριστική και απελευθερωτική ενηλικίωσή της.

Είναι κρίμα, όμως, που ο Κάραν δεν ακολουθεί την ένταση της πρωταγωνίστριάς του,
παρά αναλώνεται σε ισχυρές δόσεις όμορφιάς του έρημου, άγριου και σαγηνευτικού τοπίου της αυστραλέζικης ερήμου,
θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να αντισταθμίσει το «λίγο» του σεναρίου του
με επαναλαμβανόμενες σκηνές σε slow motion που υπογραμμίζουν χωρίς λόγο το ρόλο που παίζει η φυσή στην περιπέτεια της Ντέιβιντσον.

Καταλήγοντας τελικά να ολοκληρώσει ένα φιλμ
- δώρο για τις αισθήσεις, αλλά όχι και ένα ολοκληρωμένο «εσωτερικό» πορτρέτο μιας γυναίκας
που τόλμησε να υπερβεί την υπαρξή της προκειμένου να ανακαλύψει έμπνευση για το μέλλον της και
και το μέλλον όσων θα χρησιμοποιούσαν το παράδειγμά της ως ένα μάθημα ζωής.


flix
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1377811480.jpg



The Police Officer's Wife




To «The Police Officer's Wife» του Φίλιπ Γκρένινγκ
- οι πιο μυημένοι τον θυμούνται σίγουρα από το βραβευμένο στο
και την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογραφου ντοκιμαντέρ «Into Great Silence» για τους μοναχούς στις γαλλικές Αλπεις - διαρκεί ακριβώς τρεις ώρες.

Μέσα σε αυτές τις τρεις ώρες παρακολουθούμε 60 κεφάλαια από τη ζωή μιας οικογένειας
που αποτελείται από τον άντρα αστυνομικό σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γερμανίας, τη σύζυγό του και την μικρή τους κόρη.
Προσπαθήστε να διαιρέστε τα 180 λεπτά δια του 60 και αντιλαμβάνεστε αμέσως
πως ολόκληρη η ταινία του Γκρένινγκ αποτελείται από τρίλεπτες βινιέτες μιας οικογενειακής ρουτίνας
που αποτελείται από τα μικρά περιστατικά ανομίας που αντιμετωπίζει ο σύζυγος,
τις ώρες που περνάει η νεαρή γυναίκα με την μικρή κόρη
και όλα όσα μπορούν να έχουν σημασία σε κάτι που αναμένεται ήδη από νωρίς να οδηγήσει σε μια οικογενειακή τραγωδία.

Ο Γκρένινγκ είναι αναλυτικός.
Εστιάζει την κάμερα στα προφανή, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να γνωρίσει στον θεατή τους ήρωες του.
Δεν είναι τυχαίο πως ο σύζυγος ακολουθεί μια σχεδόν ιεροτελεστική τελετουργία κάθε φορά που επιστρέφει από τη δουλειά του.
Ούτε είναι τυχαίο πως η νεαρή σύζυγος δεν ασχολείται με τίποτε άλλο παρά μόνο με τη μικρή της κόρη.
Εικόνες από την ευτυχισμένη καθημερινότητά τους διαδέχονται άλλες από μια υποδόρια βία
είτε αυτή έρχεται ξαφνικά με τη σύγκρουση ενός ελαφιού με ένα αυτοκίνητο
ή με την εμμονή του μικρού κοριτσιού με τα σκουλήκια που βρίσκει στον αυτοσχέδιο κήπο στην μικρή αυλή του σπιτιού τους.

Αργά, βασανιστικά (και όχι πάντα με την καλή έννοια),
με τρίλεπτες σεκάνς που από τη μια θα μπορούσαν να λείπουν,
αλλά με κάποιον τρόπο είναι απαραίτητες για να χτιστεί το «δράμα»,
έτσι όπως το έχει στο μυαλό του ο Γκρένινγκ, ο θεατής αρχίζει να αντιλαμβάνεται
πως αυτή η αντιπαράθεση ανάμεσα στη φύση και την οικογενειακή ρουτίνα έχει το δικό της νόημα,
όταν οι βίαιες εκρήξεις του αστυνομικού θα αρχίσουν να αφήνουν σημάδια στο σώμα της συζύγου του.

Δεν θα διαφωνούσε κανείς με τον τρόπο με τον οποίο διαλέγει ο Γκρένινγκ
να αποδομήσει μια ιστορία οικογενειακής κακοποίησης, ειδικά όταν το παιχνίδι του με τον κόσμο των παραμυθιών
και την ειρωνία του «ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» κάνει το ψηφιδωτό του
να λειτουργεί ταυτόχρονα στο συνειδητό και στο υποσυνείδητο με έναν σχεδόν διαστροφικό τρόπο.

Με μια «φεστιβάλική», όμως διάρκεια που απαιτεί από τον θεατή μεγάλες αντοχές
και από τη μια πανέμορφα στημένες αλλά επιτηδευμένες σκηνές που δεν έρχονται πάντα σε ισορροπημένη αντιπαράθεση
με τις ελάχιστες ανάεσες ρεαλισμού, η «Γυναίκα του Αστυνομικού» είναι μια ταινία φτιαγμένη περισσότερο
για να εντυπωσιάσει παρά για να σε κάνει να νιώσεις στο πετσί σου τη βία
που μπορεί να μετατρέψει το παλάτι μιας πριγκίπισσας των παραμυθιών στην πιο ζοφερή κόλαση.

Ικανή, ωστόσο, να χαρίσει στον Γκρένινγκ ακόμη και τον Χρυσό Λέοντα,
αφού φτάνει στη Βενετία με το χρίσμα του μεγάλου δημιουργού και με ένα φιλμ που θα χειροκροτηθεί πολύ,
αλλά δυστυχώς, δυσανάλογα με την πραγματική του αξία που παραμένει στο επίπεδο μιας άρτιας εικαστικά κινηματογραφικής άσκησης,
θύμα του ίδιου του μετά-μοντερνισμού της.


flix
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1378041503.jpg



Miss Violence



[Η κριτική που ακολουθεί δεν περιέχει καμία λεπτομέρεια για την υπόθεση της ταινίας,
πράγμα σημαντικό για να μπορέσει κανείς να ακολουθήσει τη διαδρομή των γεγονότων έτσι όπως αυτά διαδραματίζονται στο φιλμ.]



«Σε αυτό το σπίτι δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα»,
λέει κάποια στιγμή ο πατέρας της οικογένειας, που βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας του Αλέξανδρου Αβρανά,
στη μικρότερη του κόρη, όταν τη βρίσκει με κλειστή την πόρτα μέσα στο δωμάτιό της να μιλάει στο τηλέφωνο.

Πίσω, όμως, από τις κλειστές πόρτες αυτού του σπιτιού στην Αθήνα του σήμερα,
υπάρχουν μόνο μυστικά, μονάχα ανομολόγητες πράξεις, μονάχα πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν
γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα σπάσουν τον κώδικα σιωπής που έχει συνομολογηθεί ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας
από μια ανώτερη δύναμη που ονομάζεται απλά βία.

Ο,τι ξεκινάει με την αυτοκτονία ενός 11χρονου κοριτσιού στα πρώτα λεπτά του φιλμ,
ολοκληρώνεται 90 λεπτά αργότερα με έναν κύκλο βίας που δείχνει να μην έχει τέλος,
καθώς σταδιακά τα μυστικά αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια και η αλήθεια μοιάζει πια έτοιμη να αποκαλυφθεί,
μπροστά στην εισβολή του έξω κόσμου και κυρίως τις ενοχές που γεννάει ο θάνατος ενός παιδιού.


Δεν χρειάζεται να γνωρίζετε τίποτα περισσότερο για το «Miss Violence»,
την πιο σκληρή και ζοφερή ταινία που έχουμε δει μέχρι στιγμής στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας,
απόλυτο κρίκο στην αλυσίδα ενός νέου (ας το πούμε και εμείς weird για να καταλαβαινόμαστε) ελληνικού σινεμά
με σαφή φόρμα και θεματολογία που είναι αδύνατον να μην φέρει στο νου τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου,
ως την πιο κοντινή και με κάποιον τρόπο συγγενή αναφορά του.

Οπως και στην ταινία του Λάνθιμου,
το σκηνικό μιας έγκλειστης οικογένειας γίνεται η αφορμή για ένα κινηματογραφικό παιχνίδι αποκαλύψεων,
όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ο πατέρας και οι σχέσεις εξουσίας που ορίζουν τις δυναμικές μέσα στο σπίτι.

Και όπως στον «Κυνόδοντα»,
μια φαινομενικά ευτυχισμένη οικογένεια που όμως κρύβει ανομολόγητα μυστικά στα θεμέλιά της,
θα γινει το κέντρο (και το σύμβολο) μιας ολόκληρης κοινωνίας που προτιμά να διαβάζει για ανάλογες ιστορίες στις ειδήσεις,
αγνοώντας πως κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβαίνει απλά στο διπλανό σπίτι.

Στιλιζαρισμένο, με γεωμετρικά πλάνα και το στιλ της αποστασιοποίησης που ο Αβρανάς είχε παρουσιάσει πρώτη φορά
στο επιτηδευμένο κατά πολύ τότε ντεμπούτο του, «Without» το 2008 (πολύ πριν το ελληνικό σινεμά γίνει «weird»),
το «Miss Violence» απομακρύνεται όμως σταδιακά από τον «Κυνόδοντα» και τον σουρεαλισμό του
για να γίνει η ρεαλιστική απεικόνιση μιας πραγματικά τρομακτικής πραγματικότητας,
χωρίς ωστόσο ποτέ να παραδοθεί ολοκληρωτικά στον... ρεαλισμό,
κρατώντας τη ζοφερή κλειστοφοβική του ατμόσφαιρα ζωντανή μέχρι και το τέλος.

Πιο δυνατό όταν υπονοεί παρά όταν γίνεται περιγραφικό,
πιο αποτελεσματικό στις σιωπές του παρά στις εκρήξεις του και πιο στιβαρό όταν η καταγγελτική του διάσταση δεν γίνεται
υπερβολικά προφανής και η φόρμα του δεν το εμποδίζει να αφεθεί στο συναισθηματισμό, το «Miss Violence»
διαθέτει το ρυθμό και την υποκριτική δύναμη από όλο το καστ (ξεχωρίζουν η Ρένη Πιττακή στο ρόλο της μητέρας
και η καταπληκτική σε όλες τις τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα της, Ελένη Ρουσσινού)
για να αποτελέσει μια δυνατή κινηματογραφική εμπειρία και μαζί ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο όχι για την Ελλάδα της κρίσης,
αλλά για μια κοινωνία σε απόλυτη κρίση αξιών.



 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1377955917.jpg



Child Of God


Μέσα σε ένα μόλις χρόνο ο Τζέιμς Φράνκο βρέθηκε στα τρία μεγαλύτερα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου:
στο Βερολίνο με το «Interior, Leather Bar»,
στις Κάννες με τη διασκευή στο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Φόκνερ «As I Lay Dying»
και τώρα στη Βενετία - στο διαγωνιστικό πρόγραμμα - με το «Child of God», βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι.

Εχοντας βαρεθεί να ασχολούμαστε με τα όσα άπειρα πράγματα κάνει ο Φράνκο στον (πολύ) ελεύθερο χρόνο του,
έχει ωστόσο ενδιαφέρον να κρίνει κανείς τη σκηνοθετική του καριέρα, αφού από τη βιογραφία του Σαλ Μινέο στο «Sal»,
την ιστορία της ζωής του Χάρι Κρέιν στο «Broken Tower»,
στα κομμένα λεπτά του «Ψωνιστηριού» που εμπνεύστηκε στο «Interior, Leather Bar»
και στις δύο βαρβάτες λογοτεχνικές μεταφορές που τον έφεραν στις Κάννες και στη Βενετία, σε όλες τις ταινίες του Τζέιμς Φράνκο υπάρχει κάτι κοινό:
ένας δημιουργός που δείχνει να είναι πορωμένος με αυτό που κάνει,
αλλά όχι με τη στοιχειώδη ωριμότητα, υπομονή και ταλέντο για να εμφυσήσει στις ταινίες του κάποια... αλήθεια.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το «Child of God»
- μια τολμηρή διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Κόρμακ ΜακΚάρθι,
γραμμένου ιδιότροπα με πρόζα, αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο χωρίς συγκεκριμένο αφηγητή και χωρίς εισαγωγικά -
είναι η καλύτερη του ταινία ως σκηνοθέτης, η πιο ολοκληρωμένη, αυτή με τις λιγότερες «ψαγμένες» ιδέες και σχετικά η πιο προσωπική.

Η ιστορία της είναι απλή,
αφού αφηγείται την ιστορία του Λέστερ Μπάλαρντ, ενός outcast, εγκαταλελειμμένου και κυνηγημένου από όλους,
λίγο παρανοϊκού, βίαιου και σχεδόν ερημίτη που προσπαθεί να επιβιώσει στο Τενεσί της δεκαετίας του '60.

Χωρισμένο σε τρία κεφάλαια - όπως και στο βιβλίο - το «Child of God» είναι κολημμένο πάνω στον ήρωα του,
καθώς τον παρακολουθεί να γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος μιας ολόκληρης κοινωνίας,
ένα ζώο στις έρημες εκτάσεις της Αμερικής, ένας άνθρωπος τελείως χαμένος που δεν ξέρει τι θα πει κανονικότητα, αγάπη, σεξ,
καταδικασμένος να χρησιμοποιεί τη βία ως μοναδική διέξοδο αντίδρασης στην απομονώση του.

Με πρωτοφανή ρεαλισμό, άγριες σκηνές ωμότητας (και δεν εννοούμε μόνο την αφόδευση του ήρωα on camera ή το σεξ με μια νεκρή κοπέλα...),
πιστός στο ζοφερό σύμπαν του ΜακΚάρθι, με αυθεντική αναπαράσταση της εποχής και μια διαρκή αίσθηση πως για μερικούς ανθρώπους σε αυτή τη ζωή
δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου, ο Φράνκο είναι αυθόρμητος, το ίδιο ωμός με τον ήρωά του,
αλλά και ο μοναδικός συνοδοιπόρος του σε ένα ταξίδι από τη ζωή στο θάνατο και ξανά στη ζωή.

To γιατί όλα τα παραπάνω δεν κάνουν όμως μια καλή - παρά μόνο αρκετά ενδιαφέρουσα - ταινία,
είναι κάτι που νιώθεις να διατρέχει ολόκληρη το φιλμ και αυτό είναι η αδυναμία του Φράνκο να κάνει τον θεατή να ακολουθήσει τον Λέστερ στο βασανιστικό ταξίδι του,
η «αλήθεια» που λέγαμε παραπάνω πως λείπει από τις ταινίες του.

Δεν βοηθάει και η υπερβολική ερμηνεία του ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα Σκοτ Χέιζ,
ο οποίος μπορεί να απομονώθηκε τέσσερις μήνες πριν να ξεκίνησει το γύρισμα στις σπηλιές του Τενεσί προκειμένου να προετοιμαστεί κατάλληλα,
αλλά δείχνει να μην γνωρίζει ακριβώς τον ήρωα του, τουλάχιστον περισσότερο απ' όσο τον γνωρίζουμε και εμείς.

Το μόνο, όμως, που μοιάζει να ενδιαφέρει τον Φράνκο είναι η παρατήρηση,
η διαρκής αγωνία για την επόμενη άγρια παραδοξότητα που θα κάνει τον θεατή να αναρωτηθεί για την ανθρώπινη εξαθλίωση
και η ολοκλήρωση τελικά ενός σύμπαντος που δεν καταφέρνει να γίνει ποτέ η μεγάλη ταινία για την ανθρώπινη μοναξιά που θα μπορούσε να είναι.

Και αν είμαστε έτοιμοι να πάρουμε πίσω όσα (κακά) πιστεύουμε για τον Τζέιμς Φράνκο
και (τουλάχιστον) τη σκηνοθετική του καριέρα, αυτό σίγουρα δεν τον κάνει ακόμη έναν σκηνοθέτη που ανυπομονούμε για την επόμενη ταινία του.
Αν και είμαστε σίγουροι πως με τον τρόπο που τρέχει - πιο γρήγορα από το (όποιο) ταλέντο του - αυτή είναι έτοιμη...



 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1378070302.jpg



Tom at the farm




Υπερεκτιμημένος όσο κανένας άλλος νέος δημιουργός αυτή τη στιγμή στο ευρωπαϊκό κινηματογραφικό κύκλωμα,
με την ευθύνη να βαραίνει ολοκληρωτικά το Φεστιβάλ Καννών που φιλοξένησε σε παράλληλα προγράμματά του
και τις τρεις πρώτες του ταινίες χωρίς δεύτερη σκέψη,
είναι ειρωνικό πως ο 24χρονος Καναδός Ξαβιέ Ντολάν χρειάστηκε να βρεθεί
στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 70ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας
για να παρουσιάσει με υπερηφάνια την τέταρτη και καλύτερη ταινία του ως σήμερα.

Το «Tom à la Ferme», όμως δεν είναι μόνο αυτό αλλά και αυτή η ταινία του που πραγματικά για πρώτη φορά
σε βάζει στην ευχάριστη θέση να τον αντιμετωπίσεις ως έναν δημιουργό και όχι σαν ένα παιδί - (λέμε τώρα)
θαύμα που μέχρι σήμερα γύριζε τις ιστορίες του σαν μεγάλου μήκους βίντεο κλιπς για φεστιβάλική κατανάλωση,
κερδίζοντας φανατικούς σε όλον τον κόσμο περισσότερο για το hype, παρά για την ουσία.

Ετσι μετά το άγουρο «Σκότωσα τη Μητέρα μου»,
το υπερ-χαριτωμένο «Les Amours Imaginaires» και το άστοχο «Laurence Anyways»,
ο Ντολάν εμπιστεύεται για πρώτη φορά μια άλλη πρώτη ύλη από τις queer φαντασιώσεις του
(το ομώνυμο θεατρικό έργο του Μισέλ Μαρκ Μπουσάρντ) και εστιάζει περισσότερο στους χαρακτήρες και λιγότερο στα τραγούδια για να καταφέρει το ακατόρθωτο.

Γιατί το πρώτο μισό του, το «Tom at the Farm» είναι καταπληκτικό.
Ο Τομ ένα αγόρι γύρω στα 25 επισκέπτεται τη μητέρα του νεκρού αγοριού του προκειμένου να παρευρεθεί στην κηδεία.
Η μητέρα δεν γνωρίζει τίποτα, έχοντας να δει τον γιο της από τα 16 του χρόνια,
αλλά δέχεται με ενθουσιασμό τον Τομ στη φάρμα της ως σημάδι πως το παιδί της είχε γύρω του ανθρώπους που το αγαπούσαν.
Η εμφάνιση, όμως, του μεγάλου αδερφού του νεκρού αγοριού, του Φράνσις θα αλλάξει τις ισορροπίες
καθώς η ανορθόδοξη σχέση που να αναπτυχθεί ανάμεσα στον άξεστο, βίαιο και μάτσο Φράνσις και τον Τομ
θα κάνει την με το ζόρι παραμονή του Τομ στη φάρμα σε έναν εφιάλτη.

Σε χιτσκοκικό στιλ (και ανάλογη μουσική από τον Γκάμπριελ Γιάρεντ)
και με εξαιρετική γραφή και σκηνοθεσία χαρακτήρων,
ο Ντολάν χτίζει τη σχέση ανάμεσα στους δύο άντρες με τόση ένταση που νομίζεις πως ξαφνικά δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι
(αυτός του εύθραυστου γκέι από την πόλη και του μάτσο αγριάνθρωπου από την επαρχία)
έρχονται και γίνονται ένα μέσα σε ένα συνονθύλευμα υπόγειας σεξουαλικότητας, επίδειξης ανδρισμού και βαθιάς μελαγχολίας.

Χωρίς να απαρνείται τον ναρκισσισμό του (πως θα μπορούσε άλλωστε),
ο Ντολάν είναι υπέροχος στο ρόλο του Τομ, αντίβαρο ανάμεσα στη σπαρακτική θλιμμένη μητέρα του νεκρού αγοριού του
και στον όμορφο και άγριο αδερφό του, καθώς γύρω του ένα εντελώς αταίριαστο με τον ίδιο περιβάλλον αρχίζει να αποκαλύπτει τα νοσηρά μυστικά του.

Ο Ντολάν σκηνοθετεί ρομαντικά (όπως πάντα),
αλλά με ελάχιστα slow motion (thank God), ακόμη πιο λίγα τραγούδια (!),
εστιάζοντας περισσότερο στη σωματική ένταση και στις μεταπτώσεις του χαρακτήρα του
καθώς παραμένει σε ένα αφιλόξενο και βίαιο μέρος σαν αυτό να είναι ο μοναδικός τρόπος για να μπορέσει να πενθήσει τον αγαπημένο του.

Το ότι στο δεύτερο μέρος δεν τα καταφέρνει το ίδιο καλά,
αφήνοντας κωμικές και ολίγον camp χαραμάδες να τον παρασύρουν σε διάφορες αψυχολόγητες αντιδράσεις των ηρώων του
πριν κλείσει και πάλι δυνατά και συγκινητικά τον κύκλο της αφήγησής του,
ίσως είναι αμελητέο, αν θεωρήσουμε πως το «Tom at the Farm» είναι η ταινία που κάνει τον Ντολάν
έναν σκηνοθέτη που μπορούμε επιτέλους να αρχίσουμε να παίρνουμε στα σοβαρά.

Εδώ στην πρώτη ταινία του που αξίζει το θόρυβο γύρω από το όνομά του
και που η Βενετία πήρε μέσα από τα χέρια των Καννών, ίσως έτοιμη για να του χαρίσει και κάποιο μεγάλο βραβείο.
 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1377964409.jpg



Philomena



Ακόμη και αν δεν ξέρεις ότι το «Philomena» είναι μια ταινία του Στίβεν Φρίαρς,
είναι σχεδόν αδύνατον να την έχει φτιάξει οποιοσδήποτε άλλος εκτός από έναν δημιουργό που
μέσα στα χρόνια έχει ολοκληρώσει μια φιλμογραφία που αποτελείται από μικρές σε μέγεθος ταινίες με μεγάλη ψυχή.

Είτε αυτές είναι το «Ωραίο Μου Πλυντήριο»,
είτε το «High Fidelity», είτε η «Καντίνα»,
είτε η «Βασίλισσα» - για να μην αναφερθεί
κανείς στις αριστουργηματικές «Επικίνδυνες Σχέσεις»
ή το απολαυστικό «Grifters».

Κανείς άλλος δεν μπορεί να πάρει μια ιστορία σαν αυτή μιας γυναίκας που ψάχνει μετά από 50 χρόνια,
με τη βοήθεια ενός δημοσιογράφου, το χαμένο γιό της που δόθηκε για υιοθεσία παρά τη θέλησή της
όταν ακόμη ήταν νέα σε μοναστήρι της Ιρλανδίας και να φτιάξει ένα τόσο αστείο και ταυτόχρονα συγκινητικό φιλμ
που χαίρεσαι να παρακολουθείς, απολαμβάνοντας κάθε του σκηνή, κάθε του διάλογο,
κάθε φινετσάτη κριτική του απέναντι στους θεσμούς και τα ανθρώπινα λάθη.

Δεν είναι μόνο το υπέροχα αταίριαστο ζευγάρι μιας λαϊκής γυναίκας και ενός επιφανή άρτι απολυμένου δημοσιογράφου του BBC
που πάνω του ο Φρίαρς στήνει μια ολόκληρη κοινωνική τοιχογραφία,
δεν είναι μόνο ένα σενάριο που αποφεύγοντας κάθε ίχνος σοβαροφάνειας αστειεύεται
ακόμη και με τα πιο σοβαρά πράγματα, δεν είναι μόνο η στάση ολόκληρης της ταινίας και του Φρίαρς απέναντι
στην καθολική εκκλησία (με ένα μνημειώδες «fucking catholics» να σε ρίχνει κάτω από γέλια),
δεν είναι μόνο το γεγονός πως ό,τι βλέπεις είναι μια αληθινή ιστορία από αυτές τις μικρές που για τον άνθρωπο που τις ζει είναι οι μεγαλύτερες στον κόσμο.

Πιο πολύ είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Φρίαρς σκηνοθετεί απέριττα και διάφανα κάθε μετάπτωση των ηρώων και του σεναρίου
που τη μία στιγμή είναι μια ξεκαρδιστική κωμωδία και την άλλη ένα σπαραξικάρδιο δράμα,
χωρίς ποτέ να χαρίζεται σε κάνενα από τα δύο είδη υποστηρίζοντας σθεναρά το ιδιότυπο είδος της δραμεντί στο οποίο ανήκει.

Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Φρίαρς μετατρέπει κάτι απλό (που συχνά μοιάζει απλοϊκό)
σε μια αφοπλιστική ιστορία για την συνειδητοποίηση δύο ανθρώπων που οφείλουν να κλείσουν κάθε κύκλο που τους εμποδίζει να συνεχίσουν,
κινηματογραφόντας τους στο κέντρο μιας τραγικής αλήθειας που όμως μπορεί να λειτουργήσει και για τους δύο λυτρωτικά.

Και περισσότερο και απ' όλα τα παραπάνω είναι ο Στιβ Κούγκαν στον καλύτερο και πιο ολοκληρωμένο ρόλο της καριέρας του,
αστείος, επίμονος και τρυφερός απέναντι στη γυναίκα που έχει αναλάβει να «σώσει»
και φυσικά η Τζούντι Ντεντς που με την καθοδήγηση του Φρίαρς χτίζει ένα μοναδικό πορτρέτο μιας μεγαλειώδους γυναίκας,
που δεν σταματάει να πιστεύει στην καλοσύνη των ανθρώπων όταν όλοι της φέρονται εχθρικά,
που μπορεί να δεχτεί πιο εύκολα από κάθε επιφανή πτυχιούχο τις μεγάλες αλήθειες της ζωής,
που δεν θα σταματήσει ποτέ να θεωρεί το σεξ μια από τις πιο συναρπαστικές στιγμές της ζωής της
(και ας ήταν αυτό που της κόστισε την απομάκρυνση από το παιδί της),
σίγουρη πως στη ζωή αυτό που έχει σημασία είναι να μπορείς να κοιτάξεις στο παρελθόν και να μην νιώθεις καμία ενοχή.

Κάθε φορά που Φρίαρς σταματάει την αφήγηση για να απομονώσει ένα βλέμμα της,
μια σιωπή της, ένα ανεπαισθητο γύρισμα του κεφαλιού της, για εκείνη τη στιγμή
και για πολύ μετά είσαι σίγουρος πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηθοποιός αυτή τη στιγμή στον πλανήτη.


 

MoDis

Supreme Member
20 June 2006
3,660
στον κοσμο μου...
1377985990.jpg


The Wind Rises



Μόνο δέος.

Αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να νιώσεις βλέποντας το «The Wind Rises»,
την αληθινή ιστορία του Γίρο Χορικόσι, ενός από τους διασημότερους μηχανικούς αεροσκαφών που διέπρεψε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
στην ταινία που βρίσκει τον Χαγιάο Μιγιαζάκι μακριά από τους γιαπωνέζικους θρύλους που γέννησαν τα υπέροχα παραμύθια του
(«Princess Mononoke», «Spirited Away», «Ponyo on the Cliff by the Sea») να σκηνοθετεί ένα αντιπολεμικό έπος απίστευτης ομορφιάς και σκηνοθετικής τελειότητας.

Στην πιο προσωπική του ταινία
(ο πατέρας του Μιγιαζάκι είχε δουλέψει για τον Χορικόσι και κατά τη διάρκεια του πολέμου διατηρούσε ένα μπαρ όπου μαζεύονταν οι Ιάπωνες στρατιώτες)
και αυτή που οριστικά και αμετάκλητα τον τοποθετεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό στο πάνθεον των σύγχρονων masters,
o Μιγιαζάκι σκηνοθετεί τη ζωή του Χορικόσι σαν τα σχέδια του να επρόκειτο να αποτελέσουν τα storyboards μιας live action ταινίας.

Κάθε λεπτομέρεια της Ιαπωνίας της δεκαετίας του ’30,
κάθε μικρή η μεγάλη κίνηση των ηρώων του, ο κόσμος της φαντασίας έτσι όπως γίνεται ένα με τη σκληρή πραγματικότητα,
οι εποχές και οι ώρες της ημέρας και τα πανέμορφα μηχανικά μέλη ενός αεροπλάνου είναι στο «The Wind Rises»
ένας ολοκληρωτικός θρίαμβος του animation έτσι όπως μόνο ο Μιγιαζάκι
θα μπορούσε να τελειοποιήσει στέλνοντας το είδος σε σημεία και επίπεδα που κανείς δεν είχε φανταστεί μέχρι σήμερα.

Πολύ νωρίς στο φιλμ,
ο Μιγιαζάκι θα αναπαραστήσει το μεγάλο σεισμό του 1923 που ισοπέδωσε το Τόκιο σε μια σεκάνς που όμοια της δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ στο σινεμά
και καθώς η ιστορία του ήρωά του φτάνει στην κορύφωσή της, μια ερωτική ιστορία ικανή να σου ραγίσει για πάντα την καρδιά γίνεται το αντίβαρο των μαθηματικών πράξεων,
πάνω στις οποίες ο Γίρο σχεδιάζει τα αεροπλάνα του.

Το «The Wind Rises» είναι μια ταινία για τα όνειρα ή όπως είχε δηλώσει ο Μιγιαζάκι μια ταινία που εμπνεύστηκε από μια δήλωση του Χορικόσι
(«Το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν κάτι όμορφο»), ο οποίος πετούσε από τους υπολογισμούς των κατασκευών του τα όπλα και τις βόμβες προκειμένου
τα αεροπλάνα του να διασχίζουν ελεύθερα τους αιθέρες.

Χωρίς να το κρύβει, ο Μιγιαζάκι ταυτίζεται με τον Χορικόσι.
Αθεράπευτα ρομαντικός, πετάει όπως και ο ήρωας του ερωτικές σαΐτες στον θεατή,
χρησιμοποιεί αναφόρες στο «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν, ακούει Σούμπερτ και Μπετόβεν
και χρωματίζει κάθε σκηνή με τα πραγματικά χρώματα ενός συναισθηματικού ανεμοστρόβιλου,
παρασύροντας τον σε ένα παραλήρημα εικαστικής τελειότητας και ουμανιστικού θριάμβου,
γράφοντας ξανά μια από τις πιο μελανές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας αυτού του κόσμου με το πιο δυνατό αντιπολεμικό μήνυμα
και με μια προτροπή πιο σημαντική από οτιδήποτε έχει να δηλώσει όλο μαζί το σύγχρονο (live action ή animation) σινεμά:

να κρατήσουμε το όνειρο ζωντανό.

Πραγματικά. Μόνο δέος.